Σύμφωνα με νέα έκθεση της McKinsey & Company, το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα πολύ πέρα από το 2050, καθώς η αυξανόμενη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια ξεπερνά τον ρυθμό μετάβασης προς τις ανανεώσιμες πηγές. Η πρόβλεψη αυτή εγείρει σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την επίτευξη των διεθνών στόχων για μηδενικές καθαρές εκπομπές (net-zero) και αναδεικνύει τα όρια της τρέχουσας ενεργειακής μετάβασης. Η συνέχιση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα αποτελεί, σύμφωνα με την McKinsey, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην προσπάθεια περιορισμού της παγκόσμιας υπερθέρμανσης και στην επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Παρότι η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) επιταχύνεται, η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια αυξάνεται ακόμη ταχύτερα — κυρίως λόγω της βιομηχανίας, των κτιρίων και της ραγδαίας εξάπλωσης των κέντρων δεδομένων (data centers).
Όπως μεταδίδει σε δημοσίευμά του το Reuters, η McKinsey εκτιμά ότι μέχρι το 2050 η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί κατά 20% έως 40%, με τη βιομηχανία και τον κτιριακό τομέα να αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της ανόδου. Στη Βόρεια Αμερική, τα data centers προβλέπεται να είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, εξαιτίας της αυξανόμενης χρήσης τεχνητής νοημοσύνης, cloud υπολογιστικής και υπηρεσιών αποθήκευσης δεδομένων.
Τα ορυκτά καύσιμα θα καλύπτουν το 41%-55% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης το 2050
Η ζήτηση για φυσικό αέριο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, ενώ η χρήση άνθρακα, αν και μειούμενη σε ορισμένες περιοχές, θα παραμείνει σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί. Η McKinsey υπολογίζει ότι τα ορυκτά καύσιμα θα καλύπτουν το 41%-55% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης το 2050, μειωμένα από το σημερινό 64%, αλλά σαφώς υψηλότερα από προηγούμενες εκτιμήσεις.
Η ανάπτυξη των data centers θα συμβάλει καθοριστικά στη ζήτηση ενέργειας: στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που σχετίζεται με αυτά τα κέντρα αναμένεται να αυξάνεται σχεδόν κατά 25% ετησίως μέχρι το 2030, ενώ παγκοσμίως ο ρυθμός αύξησης θα φτάνει κατά μέσο όρο το 17% ετησίως μεταξύ 2022 και 2030. Η πλειονότητα αυτής της ανάπτυξης θα προέλθει από τις χώρες του ΟΟΣΑ, όπου οι τεχνολογικές υποδομές επεκτείνονται με ταχύτερους ρυθμούς.
Η ενεργειακή μετάβαση είναι σε εξέλιξη, αλλά ο δρόμος προς την πλήρη απανθρακοποίηση θα είναι μακρύς και περίπλοκος
Η έκθεση αναφέρει επίσης ότι τα εναλλακτικά καύσιμα (όπως το υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα νέας γενιάς) είναι απίθανο να υιοθετηθούν σε μεγάλη κλίμακα πριν από το 2040, εκτός αν επιβληθούν μέσω κυβερνητικών κανονισμών. Ωστόσο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσαν να καλύπτουν το 61% έως 67% της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2050, εφόσον διατηρηθεί η επενδυτική και τεχνολογική δυναμική τους.
Ο συνεργάτης της McKinsey, Diego Hernandez Diaz, δήλωσε στο Reuters ότι αυτή η νέα έκθεση σηματοδοτεί «την μεγαλύτερη αλλαγή στη σκέψη μας σχετικά με την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος». Σύμφωνα με τον ίδιο, η εταιρεία δεν αναμένει πλέον το παγκόσμιο επίπεδο ζήτησης πετρελαίου να σταθεροποιηθεί πριν από τη δεκαετία του 2030. Σε συνδυασμό με τα περιφερειακά και παγκόσμια οικονομικά δεδομένα, η McKinsey προβλέπει ότι «έως και το 55% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος το 2050 θα εξακολουθεί να βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα».
Το ενεργειακό τοπίο, σύμφωνα με την έκθεση, διαμορφώνεται από γεωπολιτικές αβεβαιότητες και την τάση των κυβερνήσεων να δίνουν προτεραιότητα στην προσιτή και ασφαλή ενέργεια, συχνά εις βάρος των στόχων του Παρισιού για την κλιματική ουδετερότητα. Παράγοντες όπως οι κίνδυνοι ενεργειακής ύφεσης, οι δασμοί και η τεχνολογική καινοτομία επηρεάζουν επίσης τη βραδύτερη απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα.
Η McKinsey καταλήγει ότι, αν και η μετάβαση προς καθαρότερη ενέργεια είναι σε εξέλιξη, ο δρόμος προς την πλήρη απανθρακοποίηση θα είναι μακρύς και περίπλοκος — απαιτώντας ισχυρότερες πολιτικές δεσμεύσεις, επενδύσεις σε καινοτομία και παγκόσμια συνεργασία ώστε η ενεργειακή ανάπτυξη να συμβαδίσει με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Διαβάστε ακόμη