Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση εντείνει τις προσπάθειες για την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, η νέα εμπορική συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον στις 30 Ιουλίου 2025 σηματοδοτεί μια στρατηγική αναβάθμιση της ενεργειακής εταιρικής σχέσης ΕΕ–ΗΠΑ. Το πλαίσιο που συμφωνήθηκε προβλέπει επενδύσεις και εμπορικές ροές ενέργειας συνολικής αξίας 750 δισ. δολαρίων (περίπου 700 δισ. ευρώ) μέχρι το τέλος του 2028, με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού, την αντικατάσταση των ρωσικών εισαγωγών και τη σταθεροποίηση των τιμών για πολίτες και επιχειρήσεις.
Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη καθιερωθεί ως ο πρώτος προμηθευτής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) της ΕΕ, καλύπτοντας το 55% των εισαγωγών LNG μέχρι στιγμής το 2025, αλλά και ως ο κύριος προμηθευτής πετρελαίου, με μερίδιο 17% στις συνολικές εισαγωγές της Ένωσης το 2024. Παράλληλα, οι ΗΠΑ διατηρούν σημαντική θέση στην αγορά πυρηνικών καυσίμων και συναφών υπηρεσιών, με τις εξαγωγές προς την Ευρώπη να αποτιμώνται στα 700 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος.
Η συμφωνία, πέρα από την αύξηση των ενεργειακών ροών, εδράζεται σε ένα σύνολο εργαλείων και υποδομών που επιτρέπουν την απορρόφηση των επιπλέον ποσοτήτων. Από το 2022 έως το 2024, η ΕΕ έθεσε σε λειτουργία 12 νέους τερματικούς σταθμούς LNG και ολοκλήρωσε 6 έργα επέκτασης, αυξάνοντας κατά 70 δισ. κυβικά μέτρα την ετήσια ικανότητα εισαγωγής. Πλέον, η συνολική δυνατότητα φτάνει τα 250 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, υπερδιπλάσια των σημερινών όγκων εισαγωγών, με 13 κράτη-μέλη —ανάμεσά τους και η Ελλάδα— να διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές.
Η συμφωνία εντάσσεται στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό της ΕΕ που αποτυπώνεται στο REPowerEU και στον Οδικό Χάρτη αντικατάστασης των ρωσικών ενεργειακών ροών. Το επόμενο βήμα αφορά την εφαρμογή της πρωτοβουλίας AggregateEU, μέσω της οποίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκεντρώνει ζήτηση από ευρωπαϊκούς αγοραστές και τη συνδυάζει με προσφορές LNG από τους προμηθευτές, δίνοντας προτεραιότητα σε συμβόλαια με ανταγωνιστικούς όρους και σταθερές τιμές. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2023 στο πλαίσιο της Ενεργειακής Πλατφόρμας της ΕΕ και λειτουργεί πλέον ως βασικός πυλώνας της κοινής προμήθειας φυσικού αερίου έως το 2050.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το αμερικανικό σκέλος της συμφωνίας δεσμεύεται να διασφαλίσει ανεμπόδιστη πρόσβαση και επαρκή εξαγωγική ικανότητα LNG, πετρελαίου και πυρηνικών καυσίμων προς την ευρωπαϊκή αγορά. Ήδη, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασίζονται σε αναλυτική εκτίμηση των σημερινών όγκων εισαγωγών από τις ΗΠΑ, οι οποίοι κυμαίνονται μεταξύ 90 και 100 δισ. δολαρίων ετησίως, αλλά και σε προβλεπόμενες επιπλέον ποσότητες για την περίοδο 2025–2028. Υπολογίζεται ότι η ΕΕ θα πρέπει να υποκαταστήσει επιπλέον 22 δισ. ευρώ εισαγωγών ρωσικών καυσίμων και 700 εκατ. ευρώ πυρηνικών προμηθειών.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτούν επίσης τα τεχνολογικά σκέλη της συμφωνίας, με έμφαση στις επενδύσεις και μεταφορές τεχνογνωσίας από αμερικανικές εταιρείες στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, περιλαμβανομένων των Μικρών Μονάδων Αντιδραστήρων (SMRs), για τις οποίες υπάρχουν ήδη συγκεκριμένες ενδείξεις εμπλοκής εταιρειών των ΗΠΑ σε έργα στην Ευρώπη.
Η τελική κατανομή των εισαγόμενων ποσοτήτων και η εμπορική αποτύπωση σε LNG, πετρέλαιο και πυρηνικά καύσιμα θα εξαρτηθούν, όπως σημειώνει η Επιτροπή, από εξωτερικούς παράγοντες: τις τιμές των εμπορευμάτων, τις ισοτιμίες, αλλά και τις αποφάσεις τελικής επένδυσης των εταιρειών (FID). Όλες οι εμπορικές αποφάσεις παραμένουν στην αρμοδιότητα των ιδιωτικών φορέων, παρά τη διευκόλυνση που προσφέρει η ΕΕ σε επίπεδο επαφών και διαδικασιών.
Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι η συμφωνία δεν συνιστά παρέκκλιση από τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Η αυξημένη προμήθεια ενεργειακών προϊόντων από τις ΗΠΑ για την τριετία 2025–2028 θεωρείται μεταβατική λύση για τη θωράκιση του ενεργειακού συστήματος και την επιτάχυνση της απεξάρτησης από τη Ρωσία, ενώ παράλληλα συνεχίζονται οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και καθαρές τεχνολογίες.
Με φόντο τη νέα Κλιματική Νομοθεσία που προτείνει μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, η ενεργειακή συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες έρχεται να καλύψει το στρατηγικό κενό της ασφάλειας εφοδιασμού και να ενισχύσει τις αντοχές της ευρωπαϊκής οικονομίας στο ταραγμένο γεωπολιτικό περιβάλλον. Το αν και κατά πόσο η συμφωνία αυτή θα προσφέρει όντως σταθερότητα ή θα προκαλέσει νέες εξαρτήσεις, μένει να φανεί μέσα από τις επόμενες κινήσεις αγοράς, τις διακυμάνσεις τιμών και τις τελικές επενδυτικές αποφάσεις. Προς το παρόν, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι δύο πλευρές επενδύουν στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και στη γεωπολιτική αξία της ενεργειακής σύγκλισης.
Διαβάστε ακόμη