Η δέσμευση της ΕΕ να αγοράζει ενεργειακά προϊόντα αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρείται μη ρεαλιστική, καθώς θα απαιτούσε την ανακατεύθυνση της πλειονότητας των εξαγωγών ενέργειας των ΗΠΑ προς την Ευρώπη, ενώ η ΕΕ έχει ελάχιστο έλεγχο στις εισαγωγές ενέργειας των ιδιωτικών εταιρειών της.

Οι ΗΠΑ και η ΕΕ κατέληξαν σε ένα πλαίσιο εμπορικής συμφωνίας την Κυριακή, το οποίο προβλέπει την επιβολή δασμών 15% από τις ΗΠΑ στις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές. Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης τη δέσμευση της ΕΕ να δαπανά 250 δισ. δολάρια ετησίως για την εισαγωγή ενέργειας από τις ΗΠΑ — πετρέλαιο, υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και τεχνολογία πυρηνικής ενέργειας — για τα επόμενα τρία χρόνια.

Σύμφωνα με στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ (EIA), οι συνολικές εξαγωγές ενέργειας των ΗΠΑ προς όλες τις χώρες ανήλθαν στα 318 δισ. δολάρια το 2024. Από αυτά, η ΕΕ εισήγαγε συνολικά ενεργειακά προϊόντα αξίας 76 δισ. δολαρίων — πετρέλαιο, LNG και στερεά καύσιμα όπως άνθρακα — σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters βάσει των στοιχείων της Eurostat.

Η υπερτριπλάσια αύξηση αυτών των εισαγωγών θεωρείται μη ρεαλιστική, σύμφωνα με τους αναλυτές.

Ο Arturo Regalado, ανώτερος αναλυτής LNG στην εταιρεία Kpler, δήλωσε πως το μέγεθος του ενεργειακού εμπορίου που προβλέπεται από τη συμφωνία «υπερβαίνει τα όρια της αγοράς».

«Για να επιτευχθεί ο στόχος, οι ροές αμερικανικού πετρελαίου θα έπρεπε να κατευθυνθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου προς την ΕΕ ή η αξία των εισαγωγών LNG από τις ΗΠΑ θα έπρεπε να εξαπλασιαστεί», είπε ο Regalado.

Υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για τις ενεργειακές εξαγωγές των ΗΠΑ, καθώς και άλλες χώρες έχουν ανάγκες και έχουν ήδη υπογράψει δικές τους εμπορικές συμφωνίες.

Η Ιαπωνία συμφώνησε πρόσφατα σε «σημαντική αύξηση των ενεργειακών εισαγωγών από τις ΗΠΑ» στο πλαίσιο της διμερούς συμφωνίας της, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο. Η Νότια Κορέα έχει επίσης εκδηλώσει ενδιαφέρον να επενδύσει και να αγοράσει καύσιμα από έργο LNG στην Αλάσκα, στο πλαίσιο εν εξελίξει εμπορικών συνομιλιών.

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για την ενέργεια των ΗΠΑ ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στο εσωτερικό της χώρας, ωθώντας τους Αμερικανούς παραγωγούς να προτιμήσουν τις εξαγωγές εις βάρος της εγχώριας αγοράς. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους καυσίμων και ενέργειας, προκαλώντας πολιτικά και οικονομικά προβλήματα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ.

Καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει δώσει σαφείς λεπτομέρειες για το τι ακριβώς περιλαμβάνει η ενεργειακή συμφωνία — αν δηλαδή καλύπτει υπηρεσίες ενέργειας ή εξαρτήματα για δίκτυα και μονάδες παραγωγής.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά ότι τα σχέδια των κρατών-μελών της για επέκταση της πυρηνικής ενέργειας έως το 2050 απαιτούν επενδύσεις ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, οι εισαγωγές της σε προϊόντα που σχετίζονται με πυρηνική ενέργεια έφτασαν μόλις τα 53,3 δισ. ευρώ το 2024, σύμφωνα με τα εμπορικά δεδομένα.

Η ενεργειακή δέσμευση βασίστηκε σε εσωτερική εκτίμηση της ΕΕ για το πόση ενέργεια από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να απορροφήσει, δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της ΕΕ, τονίζοντας πως αυτό εξαρτάται από τις επενδύσεις στην αμερικανική υποδομή παραγωγής πετρελαίου και LNG, τις ευρωπαϊκές υποδομές εισαγωγής, καθώς και τη ναυτιλιακή δυναμικότητα.

«Αυτοί οι αριθμοί, ξέρετε, δεν είναι αυθαίρετοι. Ναι, απαιτούν επενδύσεις», ανέφερε ο αξιωματούχος. «Ναι, θα διαφέρουν ανάλογα με την πηγή ενέργειας. Αλλά είναι αριθμοί εφικτοί».

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι δεν υπάρχει δημόσια δέσμευση για την παράδοση των ποσοτήτων, καθώς η ΕΕ δεν αγοράζει η ίδια την ενέργεια — την αγοράζουν ιδιωτικές εταιρείες.

Οι περισσότερες εισαγωγές πετρελαίου στην Ευρώπη πραγματοποιούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ το φυσικό αέριο εισάγεται από έναν συνδυασμό ιδιωτικών και κρατικών εταιρειών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να συγκεντρώσει τη ζήτηση για LNG ώστε να διαπραγματευτεί καλύτερους όρους, αλλά δεν μπορεί να επιβάλει στις εταιρείες να αγοράσουν καύσιμα. Αυτή είναι μια εμπορική απόφαση.

«Είναι απλώς μη ρεαλιστικό», δήλωσαν οι αναλυτές της ICIS, Andreas Schröder και Ajay Parmar. «Είτε η Ευρώπη θα πληρώσει υπέρογκες τιμές, πέραν των συνθηκών της αγοράς, για αμερικανικό LNG είτε θα πάρει τεράστιες ποσότητες LNG, περισσότερες απ’ όσες μπορεί να διαχειριστεί.»

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ήδη ο μεγαλύτερος προμηθευτής LNG και πετρελαίου της ΕΕ, καλύπτοντας το 44% των αναγκών της ΕΕ σε LNG και το 15,4% των εισαγωγών πετρελαίου της το 2024, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ.

Για να φτάσουν οι εισαγωγές στο επίπεδο που προβλέπει η συμφωνία, θα απαιτείτο επέκταση της αμερικανικής παραγωγής LNG σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι έχει προγραμματιστεί έως το 2030, δήλωσε ο Jacob Mandel, επικεφαλής ερευνών στην Aurora Energy Research.

Διαβάστε ακόμη