Το «πυρηνικό» στρατόπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) φαίνεται να κερδίζει την άτυπη μάχη με τα κράτη μέλη που έδειχναν μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απέναντι στην πυρηνική ενέργεια. Την Παρασκευή, 13 Ιουνίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) ανακοίνωσε πως έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση των επενδύσεων που θα χρειαστεί η ΕΕ στην πυρηνική ενέργεια έως το 2050. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει 241 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2050, που θα αφορούν την κατασκευή νέων μεγάλης κλίμακας πυρηνικών σταθμών, καθώς και την παράταση της ζωής υπαρχόντων σταθμών.

Πρόσθετες επενδύσεις θα χρειαστούν για καινοτόμες τεχνολογίες, όπως οι Μικροί Αρθωτοί Αντιδραστήρες (SMRs), οι Προηγμένοι Αρθωτοί Αντιδραστήρες (AMRs), μικροί αντιδραστήρες (microreactors), αλλά και πολλά υποσχόμενες μελλοντικές επιλογές, όπως η πυρηνική σύντηξη. «Όλες οι ενεργειακές λύσεις μηδενικών και χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι απαραίτητες για την απαλλαγή του ενεργειακού συστήματος της ΕΕ από τις εκπομπές άνθρακα», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση, δίνοντας το στίγμα για το «πυρηνικό μέλλον» της Ένωσης. Η Κομισιόν επισημαίνει πως η εγκατεστημένη πυρηνική ισχύς σε ολόκληρη την ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί από 98 GWe το 2025 σε 109 περίπου GWe μέχρι το 2050.

Πρόσφατα, χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ιταλία ανέτρεψαν τα δεδομένα που είχαν δημιουργήσει και ήρθαν «πιο κοντά» στην πυρηνική ενέργεια. Σε αυτό το πλαίσιο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση που θα κρατήσουν τα κράτη μέλη της ΕΕ στο σημερινό Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας, όπου θα συζητηθεί, μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση της Κομισιόν για τις πυρηνικές ανάγκες της Ένωσης.

Η στάση της Ελλάδας

Ασφαλώς, θα έχει ενδιαφέρον και η στάση που θα κρατήσει η Ελλάδα. Η ελληνική κοινωνία έχει εκφράσει διαχρονικά έναν αρνητισμό ως προς την αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας στη χώρα μας. Παρά ταύτα, το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει να διεξάγονται και στα μέρη μας συζητήσεις για τις προοπτικές μιας τέτοιας κίνησης. Στις 29 Μαΐου έκανε την πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα ο επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας, Ραφαέλ Μαριάνο Γκρόσι.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Γκρόσι συναντήθηκε με κορυφαίους Έλληνες αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας και ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος. Παράλληλα, είχε εκτενείς συνομιλίες με την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) και την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, με στόχο να εξεταστούν οι δυνατότητες της πυρηνικής τεχνολογίας για την απανθρακοποίηση της ναυτιλίας, σε συνδυασμό με τις νέες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της ενέργειας.

Η έρευνα της EDF και οι δισταγμοί για την πυρηνική ενέργεια

Παρά τον αναβαθμισμένο ρόλο που φαίνεται να αποκτά η πυρηνική ενέργεια εντός της ΕΕ, μετά και την αξιολόγηση της Κομισιόν, μια είδηση από τη Γαλλία προκάλεσε προβληματισμό τις προηγούμενες ημέρες. Συγκεκριμένα, έγινε γνωστό πως η EDF, η κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού της χώρας, διερευνά πιθανές ρωγμές από διάβρωση που εντοπίστηκαν σε πυρηνικό αντιδραστήρα ισχύος 1,5 GW στη δυτική Γαλλία, ο οποίος παραμένει εκτός λειτουργίας για την ετήσια συντήρησή του από τις αρχές Απριλίου. Αυτή η είδηση οδήγησε σε αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα και προκάλεσε ανησυχίες για την ενεργειακή της ασφάλεια.

Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί πως οι ρωγμές από διαβρωτική καταπόνηση (stress corrosion cracks) ήταν η αιτία για μια κρίση στην πυρηνική ενέργεια της Γαλλίας την περίοδο 2022-2023, όταν εντοπίστηκαν ρωγμές σε πολλούς πυρηνικούς σταθμούς. Η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας στη Γαλλία έφτασε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα το 2022.

Η πυρηνική ενέργεια αποτελεί μια πολύ αξιόπιστη επιλογή για την ηλεκτροπαραγωγή, καθώς και για άλλες χρήσεις, ενώ μπορεί να συμβάλει και στις προσπάθειες της ΕΕ για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Ωστόσο, τα ζητήματα ασφαλείας, οι ανάγκες συντήρησης και τα μεγάλα κόστη είχαν κάνει επιφυλακτικά αρκετά κράτη μέλη για την αξιοποίησή της. Τουλάχιστον έως τώρα. Μετά τη στροφή στην πολιτική χωρών όπως η Γερμανία, η Δανία και η Ιταλία, δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν κι άλλες.

Διαβάστε ακόμη