Χωρίς ρυθμιστική σταθερότητα, αποτελεσματικές αγορές, πρόσβαση στη χρηματοδότηση και ισχυρή περιφερειακή συνεργασία, οι μεγάλες επενδύσεις δεν θα προχωρήσουν. Αυτές είναι οι τέσσερις συνθήκες που, σύμφωνα με τη Γενική Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών Δέσποινα Παληαρούτα, καθορίζουν το αν η Ελλάδα θα καταφέρει να επιταχύνει ουσιαστικά την ενεργειακή μετάβαση και να προσελκύσει το μέγεθος των κεφαλαίων που απαιτείται για την επόμενη φάση του μετασχηματισμού της.
Ο διάλογος συνεχίστηκε με τον Βασίλη Τσαϊτά, Group CFO της HELLENiQ ENERGY, ο οποίος προσέγγισε το ζήτημα της χρηματοδότησης με ρεαλισμό, υπογραμμίζοντας ότι η ενεργειακή αγορά λειτουργεί σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας που καθιστά τον σχεδιασμό ιδιαίτερα απαιτητικό. Όπως είπε, «στον ενεργειακό κλάδο δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η προβλεψιμότητα, με ελάχιστες εξαιρέσεις», εξηγώντας ότι στο downstream οι εταιρείες «είναι price takers» και ότι «οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι τόσο καλή όσο μπορεί κανείς να φανταστεί». Η αβεβαιότητα, πρόσθεσε, είναι ακόμη πιο έντονη στο upstream, όπου οι ερευνητικές γεωτρήσεις «κοστίζουν δεκάδες εκατομμύρια η καθεμία, με πιθανότητα επιτυχίας, σε καλές περιόδους, της τάξης του 50%».
Το νέο τοπίο στη χρηματοδότηση των ΑΠΕ
Περνώντας στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο CFO υπογράμμισε ότι το παραδοσιακό μοντέλο χρηματοδότησης έργων έχει πλέον αλλάξει ριζικά. «Δεν υπάρχουν εγγυημένα έσοδα, δεν υπάρχει εγγυημένη παραγωγή», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι η δυσκολία στη χρηματοδότηση των μελλοντικών ταμειακών ροών αυξάνεται σημαντικά καθώς τα έργα εκτίθενται σε περισσότερους παράγοντες αβεβαιότητας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η HELLENiQ ENERGY –όπως είπε– αναζήτησε νέους τρόπους κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού, δημιουργώντας ένα από τα πιο καινοτόμα σχήματα στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά. Η συμφωνία-πλαίσιο με τρεις μεγάλες τράπεζες, συνολικού ύψους άνω των 500 εκατ. ευρώ, «ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καινοτόμα μακροπρόθεσμα χρηματοδοτικά σχήματα της εποχής του», καθώς καλύπτει όλο το φάσμα πιθανών μοντέλων εσόδων: το καθεστώς feed-in premium, τα corporate PPAs που ανεβαίνουν δυναμικά, ακόμη και την έκθεση στη merchant αγορά, όπου οι επενδυτές αναλαμβάνουν μεγαλύτερο ρίσκο.
Όπως δήλωσε ο ίδιος, «έχουμε αξιοποιήσει ήδη πάνω από το 60% της συμφωνίας και λειτουργεί εξαιρετικά», υπογραμμίζοντας ότι τέτοιου τύπου εργαλεία είναι αναγκαία σε μια «όλο και λιγότερο προβλέψιμη» αγορά.
Το χρηματοδοτικό κενό της μετάβασης και ο ρόλος των PPAs
Από την πλευρά του, ο Κώστας Ελευθεριάδης, Partner της Deloitte, στάθηκε στο δομικό χρηματοδοτικό κενό της ενεργειακής μετάβασης. Όπως είπε, οι αγορές επιθυμούν περιορισμό των παρεμβάσεων, όμως οι τράπεζες «χρειάζονται σταθερότητα και ασφάλεια για να χρηματοδοτήσουν».
Υπογράμμισε ότι «η μετάβαση είναι μετάβαση μεταξύ τεχνολογιών» και πως απαιτούνται «τεράστιες επενδύσεις» για έργα όπως μπαταρίες, υποδομές υδρογόνου, υποστήριξη του Vertical Corridor και ανάπτυξη αποθήκευσης, με αποτέλεσμα να υπάρχει «significant funding gap» σε κάθε κατηγορία. Η κάλυψη αυτού του κενού, όπως εξήγησε, «δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε επενδυτές και τράπεζες» και απαιτεί υποστηρικτικούς μηχανισμούς από κυβερνήσεις και ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Στάθηκε ιδιαίτερα στα PPAs, σημειώνοντας ότι στην Ελλάδα «εισήχθησαν την λάθος περίοδο, όταν οι τιμές ήταν υψηλές και όλοι τα έβλεπαν ως εργαλείο κέρδους». Διευκρίνισε ότι «τα PPAs είναι πρωτίστως μηχανισμός αντιστάθμισης της μεταβλητότητας των τιμών», ενώ πλέον εξελίσσονται σε υβριδικά μοντέλα και συνδυασμούς τεχνολογιών, με ιδιαίτερη σημασία για την ανταγωνιστικότητα της ενεργοβόρου βιομηχανίας.
Το πάνελ ολοκληρώθηκε με τον καθηγητή Gianfranco Scalabrini, ο οποίος μετέφερε την ευρωπαϊκή οπτική, τονίζοντας ότι κάθε χώρα πρέπει «να μετατρέπει το ευρωπαϊκό αποτύπωμα της μετάβασης σε εγχώρια προστιθέμενη αξία». Όπως εξήγησε, το ζητούμενο είναι να προσελκύονται κορυφαίοι παίκτες σε τομείς όπως οι ΑΠΕ νέας γενιάς, το υδρογόνο και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες που επιδιώκουν απανθρακοποίηση.
Προειδοποίησε ωστόσο ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα «γίνεται όλο και πιο διασυνοριακή και επιθετική» και ότι η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με ταχύτητα, ισχυρή διακυβέρνηση και διαφάνεια στα κριτήρια επιλογής. Παράλληλα, επισήμανε ότι «το κεφάλαιο από μόνο του δεν αρκεί· οι άνθρωποι είναι αυτοί που υλοποιούν τη μετάβαση», τονίζοντας τη σημασία της ανάπτυξης δεξιοτήτων, της βιομηχανικής πολιτικής και των τοπικών αλυσίδων αξίας.
Στο συμπέρασμά του ανέφερε ότι «ένα αξιόπιστο οικοσύστημα μετάβασης» απαιτεί τρεις άξονες: «πολιτική για προβλεψιμότητα, χρηματοδότηση για κινητοποίηση κεφαλαίων και λειτουργική ικανότητα για αποτελεσματική υλοποίηση».
Διαβάστε ακόμη
