Τα φωτοβολταϊκά θα αποτελούν κεντρικό πυλώνα της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης που δημοσίευσε την Τρίτη ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) με τίτλο “Renewables 2025: Analysis and forecasts to 2030”, μέχρι το 2030 ευρωπαϊκές χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, θα αντλούν τουλάχιστον το ένα τρίτο της ηλεκτρικής τους ενέργειας από φωτοβολταϊκά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η χώρα μας θα βρίσκεται στην ένατη θέση ως προς το μερίδιο συμμετοχής των φωτοβολταϊκών στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ στην τέταρτη θέση αναμένεται να βρίσκεται η Κύπρος. Το υψηλότερο μερίδιο θα υπάρχει στο Λουξεμβούργο, ενώ στη δεύτερη θέση θα βρίσκεται η Χιλή. Και στις δύο χώρες το μερίδιο της συμμετοχής των φωτοβολταϊκών στην ηλεκτροπαραγωγή θα ξεπερνάει το 40% του συνόλου.
Παράλληλα, ο IEA αναφέρει πως οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες θα έχουν τα υψηλότερα ποσοστά αιολικής ενέργειας στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής τους. Η Λιθουανία θα γίνει παγκόσμιος ηγέτης, με την αιολική ενέργεια να αντιστοιχεί σε πάνω από 60% της παραγωγής ρεύματος το 2030. Ακολουθεί στενά η Δανία, όπου η υπεράκτια αιολική ενέργεια προβλέπεται να ξεπεράσει την παραγωγή από χερσαία αιολικά πάρκα. Η Ιρλανδία θα παράγει πάνω από το ήμισυ της ηλεκτρικής της ενέργειας από τον άνεμο, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο η αιολική ενέργεια (κυρίως από υπεράκτια έργα) θα καλύψει ποσοστό πάνω από 40% έως το 2030, ξεπερνώντας το φυσικό αέριο.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα μείωσε δραματικά την εξάρτηση από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων για ηλεκτροπαραγωγή
Από το 2010 οι ΑΠΕ έχουν αναπτυχθεί με ταχύτατους ρυθμούς σε διεθνές επίπεδο. Ο IEA αποτύπωσε στο σενάριο “Low-RES” πώς θα ήταν τα μείγματα ηλεκτροπαραγωγής πολλών χωρών, αν δεν υπήρχε η ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕ από το 2010 και ύστερα. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως οι χώρες που είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων για την ηλεκτροπαραγωγή τους, θα αντιμετώπιζαν προβλήματα ενεργειακής ασφάλειας και ασφάλειας τιμών. Ειδικότερα, επισημαίνεται πως ελλείψει ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών, χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία, η Τουρκία, η Χιλή, η Ταϊλάνδη και η Ιαπωνία θα βασίζονταν σε μεγαλύτερο βαθμό σε ηλεκτροπαραγωγή από ορυκτά καύσιμα, αυξάνοντας την ευπάθειά τους σε διακοπές τροφοδοσίας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι περιορισμένοι εγχώριοι πόροι ορυκτών καυσίμων αποτελούν εδώ και καιρό τον βασικό παράγοντα πίσω από τα κίνητρα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το 2023, περίπου το ένα τέταρτο της ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ καλύφθηκε από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Χωρίς την ανάπτυξη αιολικών, φωτοβολταϊκών και βιοενέργειας την προηγούμενη δεκαετία, αυτό το ποσοστό θα είχε φτάσει σχεδόν το 50%. Η επίπτωση είναι πιο εντυπωσιακή για τη Δανία, τις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και την Ελλάδα, όπου η διαφορά θα μπορούσε να φτάσει έως και 30–50 ποσοστιαίες μονάδες. Στο σενάριο Low-RES, οι προκλήσεις ενεργειακής ασφάλειας κατά την ενεργειακή κρίση του 2022 θα ήταν σημαντικά πιο σοβαρές.
Αναφορικά με την Ελλάδα συγκεκριμένα, από το 2010 έως το 2023 η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη χώρα μας μείωσε την εξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα από ποσοστό 75% σε 40%, δηλαδή κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 47% μείωση σε σχέση με το σενάριο χωρίς ΑΠΕ, δείχνοντας τη σημαντική συμβολή τους στην ενεργειακή ασφάλεια.
Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην παγκόσμια ηλεκτροπαραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί από 32% το 2024 σε 43% έως το 2030, ενώ το μερίδιο των μεταβλητών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (VRE), δηλαδή των αιολικών και των φωτοβολταϊκών, αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστεί, φτάνοντας στο 28%. Αν και η υδροηλεκτρική ενέργεια υπήρξε ιστορικά η κυρίαρχη τεχνολογία ανανεώσιμης ενέργειας, η ταχεία ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών και των αιολικών αλλάζει την ισορροπία. Το 2024, το μερίδιο παραγωγής από όλες τις πηγές VRE ξεπέρασε αυτό της υδροηλεκτρικής ενέργειας. Για την Ευρώπη, η οποία διαθέτει σήμερα το μεγαλύτερο μερίδιο παγκόσμιας παραγωγής από VRE, η διείσδυση αιολικής και ηλιακής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή αναμένεται να αυξηθεί από 25% το 2024 σε πάνω από 40% έως το 2030.
Διαβάστε ακόμη