Η ηλεκτρική ενέργεια του Ιουνίου ανέδειξε για ακόμη μία φορά τη νέα κανονικότητα της ελληνικής αγοράς: μια κανονικότητα στην οποία οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) δεν αποτελούν πια απλώς μια υποβοηθητική λύση, αλλά τον πυρήνα της παραγωγικής δραστηριότητας. Στον πρώτο μήνα του καλοκαιριού, η πράσινη ενέργεια ξεπέρασε το 61,9% της συνολικής εγχώριας παραγωγής, αποδεικνύοντας την αυξανόμενη ωριμότητα του ενεργειακού συστήματος σε μια περίοδο που η ζήτηση κορυφώνεται λόγω θέρους. Αυτή η κορύφωση – τόσο σε επίπεδο κατανάλωσης όσο και τεχνολογικής δυναμικής – δεν είναι τυχαία. Αντίθετα, έρχεται ως φυσικό επιστέγασμα ενός πρώτου εξαμήνου που, αν και ξεκίνησε συντηρητικά, απέκτησε σταδιακά χαρακτηριστικά υψηλής απόδοσης για τις ΑΠΕ, σταθεροποίησης της ζήτησης και παράλληλης μείωσης της εξάρτησης από τις θερμικές μονάδες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την μηνιαία ανάλυση του ΑΔΜΗΕ τον Ιούνιο του 2025 η συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε στις 4.079 GWh, καταγράφοντας αύξηση κατά 6,14% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024. Πρόκειται για την υψηλότερη μηνιαία ζήτηση που έχει καταγραφεί στο πρώτο εξάμηνο του έτους, ξεπερνώντας ακόμη και τον Ιανουάριο, όταν η κατανάλωση είχε φτάσει τις 4.200 GWh, σε συνθήκες ψύχους. Η άνοδος του Ιουνίου αποδίδεται αφενός στην αυξημένη χρήση κλιματιστικών λόγω καύσωνα, και αφετέρου στη σημαντική ενίσχυση των τουριστικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, που αύξησαν τις ώρες αιχμής και τη διασπορά της ζήτησης καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου.
Σε αυτό το αυξημένο ενεργειακό περιβάλλον, η συνολική παραγωγή διαμορφώθηκε στις 3.490 GWh, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 4,92%. Το εντυπωσιακότερο όμως στοιχείο του Ιουνίου είναι η συμμετοχή των ΑΠΕ: με 2.158 GWh παραγόμενης ενέργειας, τα φωτοβολταϊκά, αιολικά και μικρά υδροηλεκτρικά κάλυψαν σχεδόν τα δύο τρίτα της συνολικής εγχώριας παραγωγής. Σε σχέση με τον Μάιο, που οι ΑΠΕ είχαν παραγάγει 1.804 GWh, η αύξηση φτάνει τις 354 GWh ή ποσοστό σχεδόν 20%. Είναι η πρώτη φορά που οι ΑΠΕ ξεπερνούν το ορόσημο του 2 TWh σε έναν θερινό μήνα, φέρνοντας την Ελλάδα ένα βήμα πιο κοντά στο στόχο της πλήρους απανθρακοποίησης του ενεργειακού της μείγματος.
Η θερμική παραγωγή από φυσικό αέριο και λιγνίτη ανήλθε σε 1.117 GWh (32% της συνολικής παραγωγής), σημειώνοντας οριακή αύξηση σε σχέση με τον Μάιο (1.102 GWh), χωρίς ωστόσο να διαταράσσει την καθοδική της πορεία στο ενεργειακό μίγμα. Η υδροηλεκτρική παραγωγή διατηρήθηκε σε ήπια επίπεδα – 206 GWh ή 5,9% – λόγω των περιορισμένων αποθεμάτων στους ταμιευτήρες και της αποφυγής επιπλέον απορρίψεων σε ένα μήνα με αυξημένη ανάγκη για αποθεματοποίηση.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το νέο ρεκόρ μέγιστης ζήτησης του εξαμήνου: στις 18 Ιουνίου, στις 15:00, η κατανάλωση έφτασε τα 8.088 MW, αποτυπώνοντας το αποκορύφωμα του θερμικού φορτίου. Η ελάχιστη ζήτηση εντοπίστηκε στις 9 Ιουνίου, στις 5:00 το πρωί, με μόλις 2.952 MW. Η υψηλή διακύμανση ισχύος υπογραμμίζει τη σημασία εύκαμπτων μηχανισμών και αποθήκευσης, που θα επιτρέψουν στο σύστημα να διαχειρίζεται τόσο τα ηλιακά φορτία όσο και τις χαμηλές ώρες κατανάλωσης χωρίς να επιστρατεύει θερμικά μέσα ή εισαγωγές.
Το ισοζύγιο διασυνδέσεων παρουσίασε αξιοσημείωτη αύξηση: η Ελλάδα εισήγαγε 660 GWh (αύξηση 14,6% σε σχέση με τον Μάιο) και εξήγαγε 71 GWh, με αποτέλεσμα καθαρό ισοζύγιο 589 GWh. Αν και οι εισαγωγές εξακολουθούν να καλύπτουν σημαντικό μέρος των φορτίων αιχμής, η αύξηση των εξαγωγών είναι ένδειξη ανταγωνιστικότητας του ελληνικού ρεύματος σε περιόδους υψηλής παραγωγής από ΑΠΕ, ιδιαίτερα σε συνθήκες υπερπροσφοράς.
Σε σύγκριση με τον Μάιο, που παρουσίασε συνολική ζήτηση 3.729 GWh και παραγωγή 3.131 GWh, ο Ιούνιος ήταν σαφώς πιο ενεργοβόρος αλλά και πιο “πράσινος”. Οι διαφορές αποτυπώνονται όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά: οι ΑΠΕ αυξήθηκαν από 57,6% σε 61,9%, ενώ οι θερμικές μονάδες διατήρησαν το μερίδιό τους χωρίς περαιτέρω ενίσχυση, παρά την αυξημένη ζήτηση. Αυτή η ισορροπία, που επιτεύχθηκε χωρίς ραγδαία αύξηση των θερμικών φορτίων, αποδεικνύει τη δυνατότητα των ΑΠΕ να σηκώνουν πλέον το βάρος της κάλυψης της αιχμής, έστω και εν μέρει.
Εξετάζοντας τη συνολική εικόνα του πρώτου εξαμήνου, προκύπτει ότι το 2025 εξελίσσεται σε χρονιά με σαφές αποτύπωμα ενεργειακής μετάβασης. Τον Ιανουάριο, η ζήτηση έφτασε τις 4.200 GWh και η παραγωγή τις 3.843 GWh, με τις ΑΠΕ να καλύπτουν το 48,5% και τη θερμική παραγωγή το 41,2%. Ο Φεβρουάριος παρουσίασε μείωση στη ζήτηση (3.763 GWh) αλλά αύξηση της υδροηλεκτρικής παραγωγής (8,1%) λόγω έντονων βροχοπτώσεων. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο παρατηρείται σταδιακή αποκλιμάκωση της ζήτησης (3.563 και 3.687 GWh αντίστοιχα), με τις ΑΠΕ να αυξάνουν σταθερά τη συμβολή τους (54,6% και 59,3%).
Η θερμική παραγωγή ακολούθησε πτωτική πορεία: από 41,2% τον Ιανουάριο μειώθηκε σταθερά κάτω από το 35% από τον Μάρτιο και εξής. Οι ΑΠΕ, αντίθετα, ακολούθησαν ανοδική τροχιά, ξεκινώντας από το 48,5% τον Ιανουάριο και φτάνοντας το 61,9% τον Ιούνιο. Η πορεία αυτή καταδεικνύει ότι η δυναμική των ΑΠΕ δεν είναι απλώς εποχική ή συγκυριακή, αλλά σταθερά ενισχυόμενη. Οι μηνιαίες αυξήσεις της πράσινης παραγωγής αποδίδονται τόσο στην ενίσχυση του εγκατεστημένου δυναμικού, όσο και στη σταθερότερη λειτουργία του συστήματος και των νέων ευφυών δικτύων.
Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η πτωτική πορεία της υδροηλεκτρικής παραγωγής μετά τον Φεβρουάριο. Από 298 GWh τον Ιανουάριο και 304 GWh τον Φεβρουάριο, έπεσε σταδιακά στις 142 GWh τον Μάρτιο και 195 GWh τον Απρίλιο, για να επανέλθει στα 206 GWh τον Ιούνιο. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει την ανάγκη αξιολόγησης της υδροηλεκτρικής ευστάθειας ως στρατηγικού εργαλείου διαχείρισης αποθεμάτων και όχι καθημερινής βάσης φορτίου.
Καταληκτικά, το πρώτο εξάμηνο του 2025 σκιαγραφεί έναν νέο ενεργειακό χάρτη για την Ελλάδα. Με κυρίαρχη πλέον την παραγωγή από ΑΠΕ, τη θερμική παραγωγή να κινείται σταθερά σε καθοδική πορεία και τη ζήτηση να σταθεροποιείται σε υψηλά επίπεδα, το σύστημα αναδεικνύεται περισσότερο ώριμο, ευέλικτο και πράσινο. Ο Ιούνιος, ως μήνας-αιχμή, επιβεβαιώνει ότι η πράσινη μετάβαση στην Ελλάδα δεν είναι πλέον υπόθεση του μέλλοντος, αλλά δυναμική πραγματικότητα που εδραιώνεται μήνα με τον μήνα, kWh την kWh.