Οι σκανδιναβικές χώρες και η Ιβηρική χερσόνησος ξεχωρίζουν ως οι πλέον υποσχόμενες περιοχές για την παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου στην Ευρώπη, σύμφωνα με την έκθεση του Β’ τριμήνου 2025 της Aurora Energy Research. Παρά το δύσκολο επενδυτικό περιβάλλον στο υδρογόνο, οι δύο αυτές περιοχές προσφέρουν οικονομικά βιώσιμα έργα που πληρούν τα αυστηρά ευρωπαϊκά πρότυπα (RFNBO) και καλύπτουν τις τιμολογιακές προσδοκίες των αγοραστών.

Το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα πηγάζει από τη διαθεσιμότητα φθηνής και καθαρής ενέργειας από ΑΠΕ, η οποία ευνοεί την ηλεκτρόλυση – τη βασική τεχνολογία για να παραχθεί πράσινο υδρογόνο. Ταυτόχρονα, η χρήση Συμβολαίων Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (PPAs), ιδίως υβριδικών μοντέλων που συνδυάζουν διάφορες τεχνολογίες και ενσωμάτωση μπαταριών, συμβάλλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, με το κόστος υδρογόνου να κυμαίνεται από 5,4 έως 10,6 ευρώ/κιλό.

Οι διεθνείς τάσεις στο καθαρό υδρογόνο

Η παγκόσμια δυναμικότητα έργων ηλεκτρόλυσης φτάνει πλέον τα 1,3 TW, ωστόσο η αναπτυξιακή δυναμική έχει μειωθεί, με μόλις 6 GW νέων έργων να προστίθενται το τελευταίο εξάμηνο. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη παραμένει η πιο ενεργή περιοχή, με το 77% των νέων έργων να προέρχεται από ευρωπαϊκές χώρες. Σε επίπεδο πολιτικής, η πρόοδος είναι εμφανής, με την εφαρμογή των ReFuelEU και FuelEU Maritime να προσφέρουν μεγαλύτερη κανονιστική σαφήνεια. Παράλληλα, η ζήτηση για υδρογόνο επεκτείνεται και σε νέους τομείς, όπως η θερμότητα για βιομηχανικές διεργασίες. Το μέλλον της αγοράς – είτε διμερής είτε πιο ρευστή – θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές εξελίξεις και τη δημιουργία μηχανισμών στήριξης.

Η έκθεση της Aurora επισημαίνει επίσης τη σημασία της πολιτικής βούλησης και της ρυθμιστικής σταθερότητας για την ώθηση της αγοράς υδρογόνου. Χώρες όπως η Φινλανδία και η Ολλανδία προηγούνται στην ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας RED III, αποδεικνύοντας πως η ταχύτητα στις μεταρρυθμίσεις μπορεί να δώσει συγκριτικό πλεονέκτημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επενδύει στρατηγικά στον τομέα, όμως η μαζική ανάπτυξη του πράσινου υδρογόνου θα εξαρτηθεί από τη δημιουργία ενός συντονισμένου πλαισίου κινήτρων – όπως ποσοστώσεις, πιστοποιητικά ή κρατική στήριξη – που θα εγγυάται τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των επενδύσεων σε βάθος χρόνου.

Διαβάστε ακόμη