Χρηματοδοτικό κενό 9 δισ. ευρώ στις επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα μέχρι το 2030 εντοπίζει μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται για χρήματα που πρέπει να αναζητηθούν από χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ιδιώτες επενδυτές. Η μελέτη με τίτλο «Χρηματοδοτικά μέσα και μοντέλα για την παραγωγή ενέργειας» εξετάζει τα προβλήματα χρηματοδότησης των απαραίτητων πράσινων επενδύσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις κινήσεις που πρέπει να κάνουν τα κράτη – μέλη ώστε να καλύψουν τα κενά χρηματοδότησης. Εκτός από τη χώρα μας, αντίστοιχα, κενά χρηματοδότησης για την επίτευξη των εθνικών στόχων στις ΑΠΕ αντιμετωπίζουν και άλλα κράτη – μέλη όπως η Γερμανία με τη “μαύρη τρύπα” στα 49 δισ. ευρώ. Η Ιταλία επίσης ιδίως όσον αφορά τη διασύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο παρουσιάζει κενά χρηματοδότησης άνω των 30 δισ. ευρώ. Στη λεκάνη της Μεσογείου ταχύτητες πρέπει να ανεβάσει και η Ισπανία η οποία φαίνεται πως έχει χρηματοδοτικό κενό 88,64 δισ. ευρώ.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι, προκειμένου να επιτευχθούν οι κλιματικοί και ενεργειακοί στόχοι της ΕΕ για το 2030, οι ετήσιες επενδύσεις που σχετίζονται με την παραγωγή και τη χρήση ενέργειας θα πρέπει να αυξηθούν κατά περίπου 260 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2021-2030 σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Για να επιτευχθούν οι στόχοι Fit-for-55, θα πρέπει να επενδύονται κάθε χρόνο περίπου 487 δισ. ευρώ σε ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα έως το 2030, τα οποία περιλαμβάνουν την πλευρά της προσφοράς (55 δισ. ευρώ και 93 δισ. ευρώ για τα δίκτυα και τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας αντίστοιχα) και την πλευρά της ζήτησης (339 δισ. ευρώ). Επιπλέον, η επίτευξη των στόχων της REPowerEU απαιτεί επενδύσεις 210 δισ. ευρώ μεταξύ 2022 και 2024. Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις περιλαμβάνουν 113 δισ. ευρώ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (86 δισ. ευρώ) και τις βασικές υποδομές υδρογόνου (27 δισ. ευρώ), καθώς και 37 δισ. ευρώ για την αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου έως το 2030.

Όπως επισημαίνει η μελέτη, η Ελλάδα έλαβε σημαντικά κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) σε σχέση με το ΑΕΠ της. Ωστόσο εντοπίστηκε μεσοπρόθεσμο κενό χρηματοδότησης όσον αφορά τις ΑΠΕ, και αυτό διότι φαίνεται να υπάρχει ένα ευρύ φάσμα διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Σημειώνεται πως στην Ελλάδα έχουν ήδη εκταμιευθεί 4,8 δισ. ευρώ με τη μορφή επιχορηγήσεων και 3,5 δισ. ευρώ ως δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Όσον αφορά τα δάνεια, εκταμιεύονται μέσω χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών και τραπεζών. Η Alphabank έχει δημιουργήσει μια δομή συγχρηματοδότησης που καθιστά τα δάνεια του RRF διαθέσιμα σε επιχειρήσεις που έχουν τουλάχιστον το 20% του επενδυτικού σχεδίου του προϋπολογισμού τους σε σχέση με επενδύσεις πράσινης μετάβασης σύμφωνα με τους στόχους του RRF. Παρομοίως, η Τράπεζα Πειραιώς προσφέρει προγράμματα συγχρηματοδότησης που παρέχουν δάνεια έως και 50% και απαιτούν τουλάχιστον 20% συμμετοχή ιδίων κεφαλαίων για το επενδυτικό σχέδιο. Τέλος, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει περαιτέρω πρόσβαση στα κεφάλαια μέσω μιας ειδικής δομής συγχρηματοδότησης. Όσον αφορά την εκταμίευση των επιχορηγήσεων, η ελληνική κυβέρνηση έχει θεσπίσει ορισμένα μέσα, όπως το πρόγραμμα ανακαίνισης κτιρίων (Εξοικονομώ) που παρέχει επιχορηγήσεις σε νοικοκυριά για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιρίου τους και την εγκατάσταση συστημάτων θέρμανσης και ψύξης που εξοικονομούν ενέργεια. Αυτό το μέσο που υποστηρίζεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ενθαρρύνει περαιτέρω τις επιχειρήσεις να μετασχηματίσουν τις πρακτικές τους. Επί της ουσίας, τα δάνεια του RRF διαχειρίζονται από την ΕΤΑΑ (έως 500 εκατ. ευρώ), την ΕΤΕπ (5 δισ. ευρώ) και έξι εμπορικές τράπεζες στην Ελλάδα. Το πρόγραμμα έχει μέχρι στιγμής αποδειχθεί αποτελεσματικό ως καταλύτης σημαντικών έργων στον ενεργειακό τομέα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων επενδύσεων στη μεταφορά και τη διανομή και μεγάλων έργων ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία.

Πάντως, η Ελλάδα χρειάζεται να καλύψει σειρά εκκρεμοτήτων γύρω από τα ενεργειακά ζητήματα, ώστε να καταθέσει τα αιτήματά της για τη λήψη της 4ης και 5ης δόσης του Ταμείου Ανάκαμψης εντός του 2024. Η Ελλάδα πρέπει να καταβάλλει υπερπροσπάθεια, για να υλοποιηθούν 20 το πρώτο εξάμηνο και άλλα 29 το δεύτερο εξάμηνο του έτους, ώστε οι Βρυξέλλες να δώσουν το «εναρκτήριο λάκτισμα» για τις ενισχύσεις. Και μπορεί οι δράσεις να αφορούν μεγάλης εμβέλειας οικονομικές δραστηριότητες αλλά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η ενεργειακή μετάβαση. Από τα συνολικά 20 ορόσημα της τέταρτης δόσης των επιδοτήσεων, που θα αποτελείται από δάνεια 2,3 δισ. ευρώ και επιχορηγήσεις 1 δισ. ευρώ, έχουν εκπληρωθεί τα 12, ενώ τα εναπομείναντα οκτώ θα πρέπει να εκπληρωθούν μέχρι τον Απρίλιο, ώστε να υποβληθεί το σχετικό αίτημα στην Κομισιόν από την ελληνική κυβέρνηση. Για το δανειακό σκέλος απομένουν 100 εκατ. ευρώ να συμβασιοποιηθούν σε δάνεια προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος.

Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να αυξήσουν τη χρηματοδότηση προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους της ΕΕ για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Σύμφωνα με το σχέδιο REPowerEU, ο πρωταρχικός στόχος για το 2030 σε επίπεδο ΕΕ αυξήθηκε από 40% σε 45%, ώστε να μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο πολύ πριν από το 2030. Παρά το γεγονός ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έγιναν όλο και πιο ανταγωνιστικές ως προς το κόστος και τη βιωσιμότητα σε πολλές χώρες, οι επενδύσεις σε αυτές υπέπεσαν σε έναν κυκεώνα προβλημάτων. Ορισμένα εμπόδια απορρέουν από τις μη βέλτιστες συνθήκες της αγοράς, όπως ελλιπής πρόσβαση σε κεφάλαια, υψηλό κόστος κεφαλαίου, αλλά και εν γένει από την ίδια τη φύση αυτών των επενδύσεων. Συχνά σκοντάφτουν πάνω σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, σε ζητήματα διασυνδεσιμότητας με το δίκτυο και στο ισχύον πλαίσιο που διέπει την αγορά ενέργειας (πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία αδειοδότησης, έλλειψη υποστηρικτικού ρυθμιστικού πλαισίου).