Η «αχίλλειος πτέρνα» κάθε εταιρείας ύδρευσης είναι το δίκτυό της — και στην Αττική αυτό το γνωρίζουν καλά. Με το βλέμμα στραμμένο στη μείωση των απωλειών νερού, και στη θωράκιση της επάρκειας, πηγές αναφέρουν στο energygame.gr πως ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μία εργολαβία ύψους περίπου 60 εκατ. ευρώ για την αντικατάσταση και αναβάθμιση τμημάτων του δικτύου -ώστε να περιοριστούν οι διαρροές– ενώ μέσα στους επόμενους μήνες η ΕΥΔΑΠ αναμένεται να προκηρύξει τρεις ακόμη, με προϋπολογισμό 60 έως 80 εκατ. ευρώ η καθεμία.
Όπως παραδέχονται αρμόδιοι η ζήτηση έχει αυξηθεί, οι υποδομές πιέζονται και οι απώλειες νερού είναι πολλές. Η πόλη έχει αλλάξει μορφή, γίνονται συχνά εργασίες και το παλαιωμένο δίκτυο σε πολλά μέρη της Ελλάδας καθίσταται μη λειτουργικό. Η ΕΥΔΑΠ δίνει προτεραιότητα σε στοχευμένες παρεμβάσεις πεδίου και ψηφιακά εργαλεία παρακολούθησης, με στόχο τη σύγκλιση προς τα ευρωπαϊκά βέλτιστα. Την πρόκληση υπογραμμίζει και η κλίμακα: η εταιρεία υδροδοτεί απρόσκοπτα περίπου 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους στο Λεκανοπέδιο, σε 69 δήμους της Αττικής.
Οι τρεις εργολαβίες που αναμένεται να τρέξουν το επόμενο διάστημα αφορούν ακριβώς παρεμβάσεις που περιλαμβάνουν την αντικατάσταση παλαιών αγωγών σε περιοχές με υψηλά ποσοστά διαρροών, την ανακαίνιση κρίσιμων τμημάτων του δικτύου, αλλά και την ανάπτυξη «έξυπνων» συστημάτων τηλεμετρίας και παρακολούθησης, τα οποία θα επιτρέψουν τον έγκαιρο εντοπισμό και την άμεση αποκατάσταση των διαρροών. Οι εργολαβίες αυτές αποτελούν τον πυρήνα μιας ευρύτερης στρατηγικής για τον περιορισμό των απωλειών και τη δημιουργία ενός πιο αποδοτικού και ανθεκτικού δικτύου ύδρευσης για τις επόμενες δεκαετίες.
Σήμερα, περίπου 15% του συνολικού όγκου ύδατος χάνεται λόγω διαρροών, με την ΕΥΔΑΠ να στοχεύει στη μείωση του ποσοστού αυτού στο 8%-9% έως το 2029, επίπεδα που θεωρούνται βέλτιστα με βάση τις ευρωπαϊκές πρακτικές διαχείρισης δικτύων ύδρευσης. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις απώλειες νερού δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Αντιθέτως, αποτελεί ένδειξη ότι η προσπάθεια έχει φέρει αποτελέσματα, αλλά και ότι τα περιθώρια βελτίωσης παραμένουν μεγάλα. «Είναι σημαντικό να καταγραφεί πως είμαστε κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα έχει λυθεί. Οι απώλειες παραμένουν και πρέπει να μειωθούν ακόμη περισσότερο», σημείωσε ο ομιλητής.
Το «μάθημα» των νησιών λειτουργεί ως προειδοποίηση για την Αττική: σε πολλά νησιωτικά δίκτυα, οι απώλειες φτάνουν ή και υπερβαίνουν το 50%—ποσοστά που απορροφούν κάθε όφελος από νέες υδροληψίες ή αφαλατώσεις αν προηγουμένως δεν θωρακιστεί το δίκτυο διανομής. «Δεν έχει νόημα να επενδύεις σε νέα έργα παραγωγής νερού, αν το μισό χάνεται στον δρόμο. Πρώτα πρέπει να φτιάξεις το δίκτυο», υπογράμμισε, αναφερόμενος χαρακτηριστικά στο Καστελλόριζο. Εκεί, παρά την επάρκεια αφαλατωμένου νερού, μόλις το 20% έφτανε στους καταναλωτές, έως ότου ολοκληρωθούν οι αναγκαίες παρεμβάσεις στο δίκτυο και το πρόβλημα αντιμετωπιστεί χωρίς επιπλέον έργα.
Η ανάγκη για παρεμβάσεις είναι σαφής και καταγεγραμμένη. Σε πολλά σημεία του δικτύου της ΕΥΔΑΠ, οι αγωγοί είναι παλαιοί και παρουσιάζουν συχνά διαρροές, με αποτέλεσμα σημαντικές ποσότητες νερού να χάνονται πριν φτάσουν στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, η αύξηση της ζήτησης και η πίεση στις υποδομές εντείνουν την ανάγκη για αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι άνθρωποι με γνώση του θέματος στέκονται πολύ στο κομμάτι της τεχνικής τεκμηρίωσης και στοχευμένων μελετών, επισημαίνοντας ότι «σε πολλές περιπτώσεις οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να έχουν προηγηθεί ολοκληρωμένες μελέτες. Η ουσία είναι να εντοπιστούν οι περιοχές με τις μεγαλύτερες απώλειες και να δοθεί εκεί η προτεραιότητα».
Να σημειωθεί πως η ευρωπαϊκή συζήτηση για τη «στρατηγική ανθεκτικότητας στο νερό» μεταφράζεται σε σαφή στόχο για μείωση της κατανάλωσης κατά 10% έως το 2030 και σε ισχυρή πίεση για την αντιμετώπιση των διαρροών στα δίκτυα – μήνυμα που συντονίζεται απόλυτα με την επιτάχυνση των έργων που υλοποιεί η ΕΥΔΑΠ. Η κατεύθυνση αυτή «κουμπώνει» με τις τρέχουσες χρηματοδοτήσεις και τις επιχειρησιακές κινήσεις της ΕΥΔΑΠ. Σε αυτό το μίγμα προστέθηκε πρόσφατα και η συμφωνία-πλαίσιο 250 εκατ. ευρώ της ΕΥΔΑΠ με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για αντικαταστάσεις και εκσυγχρονισμό δικτύων ύδρευσης–αποχέτευσης, ενεργειακές αναβαθμίσεις, έξυπνους μετρητές και ψηφιακά συστήματα. Όλα στοχεύουν ρητά στη μείωση των διαρροών και στην ανθεκτικότητα του αθηναϊκού υδροδοτικού συστήματος απέναντι στη λειψυδρία και τα κλιματικά ρίσκα.
Η προσπάθεια εντάσσεται σε ένα δεκαετές επενδυτικό σχέδιο της ΕΥΔΑΠ ύψους 2,1 δισ. ευρώ, το οποίο στοχεύει συνολικά στην αναβάθμιση του υδροδοτικού συστήματος της Αττικής. Μέσα από αυτό το σχέδιο, δίνεται προτεραιότητα σε έργα εκσυγχρονισμού και επέκτασης, με στόχο την εξασφάλιση της επάρκειας και της ποιότητας του νερού για τους πολίτες. Από το συνολικό ποσό, ένα σημαντικό ποσοστό — περίπου 690 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 32% των συνολικών επενδύσεων — κατευθύνεται ειδικά σε έργα ύδρευσης, στη βελτίωση των μονάδων επεξεργασίας νερού και στην εγκατάσταση έξυπνων μετρητών. Οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν την αντικατάσταση παλαιών αγωγών, την ενίσχυση των δεξαμενών αποθήκευσης, την ανάπτυξη τεχνολογικών λύσεων για τη διαχείριση του νερού και, κυρίως, τη μείωση των διαρροών.
Το στοίχημα δεν είναι μόνο τεχνικό αλλά και στρατηγικό. Το δίκτυο ύδρευσης της Αθήνας και των γύρω περιοχών αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύνθετα στην Ευρώπη. Η συνεχής αύξηση του πληθυσμού και των αναγκών τα τελευταία χρόνια ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στις υποδομές, οι οποίες απαιτούν συνεχή επενδυτική προσοχή και συστηματική αναβάθμιση.
Η πραγματικότητα είναι πως κάθε κυβικό μέτρο που χάνεται από το δίκτυο σημαίνει απώλεια ενός στρατηγικού φυσικού πόρου — και αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε μια εποχή που η κλιματική κρίση και η λειψυδρία καθιστούν το νερό πολύτιμο και σπάνιο αγαθό. Όπως λένε πηγές, «η μείωση των διαρροών δεν αποτελεί μόνο ζήτημα οικονομικής βιωσιμότητας, αλλά και διαχείρισης ενός στρατηγικού φυσικού πόρου». Η αντιμετώπιση των απωλειών είναι, με άλλα λόγια, προϋπόθεση για την ασφάλεια της υδροδότησης και την ανθεκτικότητα του συστήματος απέναντι στις προκλήσεις των επόμενων δεκαετιών.
Η στρατηγική αυτή συνδέεται και με μια βαθύτερη αλλαγή φιλοσοφίας. Στο παρελθόν, η απάντηση στα προβλήματα ύδρευσης δινόταν κυρίως μέσα από νέα έργα υποδομής και αναζήτηση πρόσθετων πηγών υδροληψίας. Σήμερα, ωστόσο, γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η πρώτη και πιο αποτελεσματική λύση είναι η μείωση των διαρροών. Η αναβάθμιση των δικτύων και η βελτίωση της αποδοτικότητάς τους αποδεικνύονται οικονομικά αποδοτικότερες και περιβαλλοντικά βιώσιμες λύσεις σε σχέση με την ανάπτυξη νέων υδροδοτικών έργων μεγάλης κλίμακας.
Διαβάστε ακόμη