Η Ευρώπη ψάχνει επειγόντως τρόπους να κρατήσει τη βαριά βιομηχανία της ζωντανή χωρίς να θυσιάσει τους στόχους για μηδενικές εκπομπές. Απάντηση σε αυτή την αναγκαιότητα δίνουν τα έργα CCS/CCUS για δέσμευση, αποθήκευση και αξιοποίηση CO₂. Εντούτοις, τα μεγάλα έργα στα σκαριά χρειάζονται σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο, ισχυρή πολιτική στήριξη και, φυσικά, τιμολογιακή πολιτική που να δικαιολογεί τις επενδύσεις. Αυτό υπογράμμισαν σημαντικοί παίκτες της αγοράς στο πλαίσιο World Hydrogen Week Pre-Event Webinar: From Pilot to Scale – Overcoming the Barriers to Commercial CCUS Deployment.

Αναγκαίοι οι μηχανισμοί χρηματοοικονομικής ασφάλειας & τα ασφαλιστικά πακέτα

Μιλώντας για το project Prinos CO2 που αναπτύσσει η EnEarth (θυγατρική της Energean), η η Δρ. Κατερίνα Σάρδη, Διευθύνουσα Σύμβουλος και Country Manager της Energean στην Ελλάδα, ανέφερε πως στόχος είναι το έργο να λειτουργήσει εμπορικά το 2029, με δυνατότητα να δέχεται περίπου 2,8 εκατομμύρια τόνους CO₂ ετησίως. Η άδεια αποθήκευσης έχει ήδη κατατεθεί, οι πρώτες γεωτρήσεις προγραμματίζονται για το 2026 και το έργο έχει αναγνωριστεί ως κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, λαμβάνοντας υποστήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Connecting Europe Facility.

Η κ. Σάρδη υπογράμμισε πως στόχος είναι το κλείσιμο μακροχρόνιων συμβολαίων δεκαπενταετούς διάρκειας, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερή απόδοση και να προσελκύονται ιδιωτικά κεφάλαια. Παράλληλα, όπως σημείωσε, η αποθήκευση CO₂ έχει κινδύνους αντίστοιχους με τις υπόγειες εγκαταστάσεις φυσικού αερίου, γι’ αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο προβλέπει μηχανισμούς χρηματοοικονομικής ασφάλειας και ειδικά ασφαλιστικά πακέτα, που ήδη αναπτύσσονται, προκειμένου να καλυφθούν πιθανά περιστατικά όπως διαρροές. Παράλληλα, η κ. Σάρδη υπογράμμισε πως για να προχωρήσουν τέτοια έργα χρειάζονται:

  • Σταθερό και σαφές κανονιστικό πλαίσιο,
  • Κυβερνητική υποστήριξη σε όλη την αλυσίδα αξίας,
  • Συνεργασίες και ανταλλαγή τεχνογνωσίας σε έναν τομέα που ακόμα «χτίζεται»,
  • Εκπαίδευση κρατικών και τοπικών αρχών που δεν γνωρίζουν τι είναι CCS/CCUS.

Το οικονομικό κατώφλι βιωσιμότητας

Από την πλευρά της Shell, η Kelly Ripley, General Manager CCUS ανέφερε ότι στην Ευρώπη τα έργα CCS θα μπορούσαν να καταστούν βιώσιμα χωρίς κρατική στήριξη κάνοντας αναφορά σε εκτιμήσεις για τιμές άνθρακα στα επίπεδα των €150–200 ανά τόνο προκειμένου να καταστούν βιώσιμα τέτοια έργα. Ωστόσο, προειδοποίησε ότι το κόστος από μόνο του δεν λύνει το πρόβλημα. Χρειάζονται συμπληρωματικές πολιτικές και υποδομές ενώ τόνισε ότι η περίοδος 2027–2033, όπου προβλέπεται υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών, λειτουργεί ήδη ως καταλύτης για νέα έργα. Όπως σημείωσε η Shell ήδη δοκιμάζει επιχειρηματικά μοντέλα σε ώριμες αγορές όπως η Βόρεια Αμερική και η Βορειοδυτική Ευρώπη, όπου υπάρχει πολιτική σταθερότητα και έτοιμες υποδομές. Στόχος είναι να μεταφερθεί η εμπειρία σε περιοχές όπως η Ασία–Ειρηνικός και η Μέση Ανατολή – Βόρεια Αφρική, όπου τώρα ξεκινούν να θεσπίζουν δικά τους πλαίσια CCS/CCUS.

CCS: Η μόνη λύση για την απανθρακοποίηση του τσιμέντου

Η ίδια ανάγκη για κρατική στήριξη αναδείχθηκε και από την πλευρά της βιομηχανίας και των κυβερνήσεων. Ο Άρης Τσικούρας του Ομίλου TITAN τόνισε στο πλαίσιο του Southeast Europe Energy Forum ότι το CCS αποτελεί τη μοναδική τεχνολογική λύση για τον κλάδο του τσιμέντου, αλλά για να καταστούν τα έργα τραπεζικά βιώσιμα απαιτούνται εργαλεία όπως τα Carbon Contracts for Difference.

Όπως ανέφερε, η TITAN έχει χαράξει οδικό χάρτη απανθρακοποίησης εδώ και πέντε χρόνια, με στόχο μείωση εκπομπών κατά 25% έως το 2030, στόχο που έχει επικυρωθεί από την Science Based Targets Initiative. Ωστόσο, τόνισε ότι η πρόκληση για το τσιμέντο είναι μοναδική: «Το τσιμέντο είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να ηλεκτροποιηθεί. Υπάρχουν ερευνητικά προγράμματα, αλλά στην ουσία η παραγωγή τσιμέντου δεν μπορεί να βασιστεί στην ηλεκτροκίνηση». Γι’ αυτό, όπως είπε, ακόμα και με την πλήρη αξιοποίηση εργαλείων όπως τα εναλλακτικά καύσιμα ή τη μείωση του λόγου κλίνκερ προς τσιμέντο, «αυτό θα μας πάει μόνο στο 30% ή το πολύ στο 40% των στόχων μας». Στο υπόλοιπο κομμάτι, σημείωσε, η μόνη λύση είναι η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα: «Οδικός μας χάρτης μάς πάει στο 25–30% έως το 2030, αλλά μετά από αυτό –και αυτό ισχύει για όλη την τσιμεντοβιομηχανία– δεν υπάρχει άλλη λύση πέρα από το carbon capture για να φτάσουμε στο μηδέν».

Αναφερόμενος στα έργα που αναπτύσσει ο Όμιλος, αποκάλυψε ότι στον εργοστασιακό χώρο του Καμαρίου σχεδιάζεται ένα μεγάλο έργο δέσμευσης, με δυνατότητα συλλογής 1,9 εκατομμυρίων τόνων CO₂ τον χρόνο, που θα αποθηκεύεται στη Μεσόγειο. «Είμαστε από τους πρωτοπόρους σε επίπεδο Ευρώπης και παγκοσμίως», τόνισε, επισημαίνοντας ότι η τεχνολογία είναι ώριμη, αλλά η εφαρμογή σε βιομηχανική κλίμακα μόλις τώρα ξεκινά. Ο Τσικούρας τοποθέτησε το ζήτημα και στο επίπεδο της χώρας: «Μιλάμε για μια πλήρη αλυσίδα αξίας για την Ελλάδα, που όταν αναπτυχθεί θα κινητοποιήσει τουλάχιστον 3,5 δισ. ευρώ σε επενδύσεις. Ήδη έχουν εξασφαλιστεί πάνω από 750 εκατ. ευρώ σε επιχορηγήσεις για ελληνικά έργα σε όλη την αλυσίδα». Κατά τον ίδιο, αυτό δεν αφορά μόνο την επίτευξη των στόχων απανθρακοποίησης, αλλά και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας, τη στήριξη άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας, αλλά και τη δημιουργία πλατφόρμας ανάπτυξης νέων «πράσινων» προϊόντων. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην τραπεζική βιωσιμότητα (bankability) των έργων CCS, ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν μπορεί να αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς».

Όπως είπε, «οι αλυσίδες αξίας αυτές είναι νέες – υπάρχουν μόνο πέντε ή έξι στον κόσμο σήμερα. Δεν μπορεί η αγορά να υπαγορεύσει πώς θα γίνει το CCS. Χρειάζεται οικονομική στήριξη, όπως ακριβώς συνέβη και με τις ΑΠΕ στα πρώτα τους βήματα». Η στήριξη αυτή, εξήγησε, μπορεί να πάρει πολλές μορφές: πρώτον, τον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) για την Ε.Ε., ώστε να αποφευχθεί η διαρροή άνθρακα και ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τρίτες χώρες, δεύτερον, επιχορηγήσεις μέσω ευρωπαϊκών εργαλείων όπως το Innovation Fund, το RRF και το Connecting Europe Facility, και κυρίως, τα Carbon Contracts for Difference (CCfD), τα οποία, όπως τόνισε, «είναι ίσως το πιο σημαντικό εργαλείο, γιατί προστατεύουν το κόστος που επωμίζεται η βιομηχανία από τις διακυμάνσεις της τιμής του ETS».

«Εάν έπρεπε να διαλέξω ένα εργαλείο, αυτό θα ήταν τα Carbon Contracts for Difference», υπογράμμισε, σημειώνοντας ότι χωρίς αυτά, οι επενδυτές και οι μέτοχοι δεν θα έχουν την απαραίτητη ορατότητα για να δώσουν το πράσινο φως. Παράλληλα, μίλησε για την ανάγκη στήριξης των πράσινων προϊόντων μέσα από μηχανισμούς πράσινων προμηθειών και τη δημιουργία «lead markets». Ολοκληρώνοντας, ο Τσικούρας αναγνώρισε ως επιτυχία το γεγονός ότι «πολύ διαφορετικοί κλάδοι –τσιμέντο, διύλιση, πετρέλαιο και αέριο, ναυτιλία, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας– έχουν καταφέρει να ευθυγραμμίσουν έργα, χρονοδιαγράμματα και εφαρμογές». Ωστόσο, τόνισε ότι το κρίσιμο ζητούμενο παραμένει η σαφήνεια για τον ρόλο του κράτους: «Πρέπει να ξέρουμε ποιο είναι το πλαίσιο, ποιος είναι ο ρόλος του κράτους, ποια είναι η στήριξη που θα δοθεί, ώστε να λειτουργήσει ως συνεκτική δύναμη που θα ενώσει την αλυσίδα CCS και θα την κάνει πραγματικότητα».

Ανάγκη άμεσης στήριξης

Στο ίδιο πνεύμα, η Pia Malene Andersen, Σύμβουλος του Υπουργείου Ενέργειας της Νορβηγίας, σε θέματα Δέσμευσης και Αποθήκευσης Διοξειδίου του Άνθρακα, έκανε αναφορά στην πρόσφατη έναρξη λειτουργίας του έργου Northern Lights σημειώνοντας ότι για να πολλαπλασιαστούν τέτοια έργα στην Ευρώπη μέσα στα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, απαιτείται άμεση στήριξη στα σημεία δέσμευσης CO₂. Η κρατική παρέμβαση στην πρώιμη φάση επενδύσεων λύνει το πρόβλημα της «κότας και του αυγού» που εμποδίζει να αναπτυχθούν παράλληλα υποδομές δέσμευσης και αποθήκευσης. Όπως είπε, η επιδότηση κεφαλαίου, συμβάσεις εγγυημένης τιμής και τυποποίηση συμβολαίων μπορούν να δημιουργήσουν γρήγορα μια σειρά έργων δέσμευσης που θα στηρίξουν την αγορά.

Διαβάστε ακόμη