Η λειψυδρία δεν αποτελεί πλέον μελλοντικό σενάριο, αλλά μια καθημερινή απειλή για πολλές περιοχές της Ελλάδας, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες, όταν η τουριστική πίεση πολλαπλασιάζει τη ζήτηση σε έναν πόρο που αποδεικνύεται ολοένα και πιο δυσεύρετος. Σε αυτό το περιβάλλον, μια ερευνητική πρωτοβουλία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τρεις μεγάλες εταιρείες πληροφορικής της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, φιλοδοξεί να δώσει επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις. Το έργο «WATERWISE – Ευφυής Εκτίμηση Υδατικού Ισοζυγίου για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή» δεν περιορίζεται στην αποτύπωση της σημερινής κατάστασης, αλλά επιχειρεί να προβλέψει με ακρίβεια τις ανάγκες του αύριο, ώστε να διαμορφωθεί ένα αξιόπιστο σχέδιο υδατικής επάρκειας για ολόκληρη τη χώρα.

Η επιστημονική προσέγγιση

Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Εμμανουλούδης, καθηγητής Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και Διευθυντής της Έδρας UNESCO CON-E-ECT στο ΔΠΘ, το «WATERWISE» στηρίζεται σε μια καινοτόμα πλατφόρμα. Εκεί θα καταχωρούνται οι εισροές και εκροές νερού κάθε περιοχής, λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικά κλιματικά σενάρια – από τα πιο ευμενή έως τα πλέον δυσμενή. Στη συνέχεια, μέσω πρωτότυπου λογισμικού που αξιοποιεί τεχνητή νοημοσύνη και big data analytics, θα δημιουργούνται προσομοιώσεις για τη μελλοντική κατανάλωση, τόσο των μόνιμων κατοίκων (αστικές, γεωργικές και κτηνοτροφικές χρήσεις), όσο και των τουριστών.

Η μεγάλη καινοτομία εντοπίζεται στη μέτρηση του υδατικού αποτυπώματος των τουριστών – ενός στοιχείου που μέχρι σήμερα παραμένει ουσιαστικά άγνωστο. «Η γνώση του πόσο νερό καταναλώνει ο κάθε επισκέπτης και πόσοι τουρίστες αναμένονται κάθε χρονιά, αποτελεί κρίσιμο μέγεθος για την ακριβή αποτίμηση του υδατικού ισοζυγίου», σημειώνει ο κ. Εμμανουλούδης.

Το εργαλείο των ερωτηματολογίων

Για να καλυφθεί αυτό το κενό, η ομάδα έχει αναπτύξει ειδικό ερωτηματολόγιο που απευθύνεται σε τουρίστες, κυρίως των νησιωτικών περιοχών. Μέσω QR codes σε ξενοδοχεία και χώρους εστίασης ή μέσω διαδικτυακού συνδέσμου, οι επισκέπτες μπορούν να δηλώνουν στοιχεία για το κατάλυμά τους, την προσωπική και συλλογική κατανάλωση νερού, αλλά και τις πρακτικές εξοικονόμησης που ακολουθούν. Οι απαντήσεις τροφοδοτούν τη βάση δεδομένων της πλατφόρμας και αναλύονται ανά περιοχή.

Με αυτόν τον τρόπο, καθίσταται δυνατός ο υπολογισμός του συνολικού υδατικού αποτυπώματος των τουριστών σε πραγματικό χρόνο και η προσαρμογή των προβλέψεων για την ετήσια ζήτηση νερού.

Από την ανάλυση στη δράση

Σύμφωνα με τον καθηγητή, η ολοκληρωμένη εικόνα που θα προκύψει θα επιτρέψει τον ασφαλή σχεδιασμό των έργων που χρειάζεται κάθε περιοχή, είτε πρόκειται για υποδομές συλλογής βρόχινου νερού, όπως φράγματα και ταμιευτήρες, είτε για μονάδες αφαλάτωσης. «Λύνοντας το ζήτημα της κατανάλωσης των τουριστών, αποκτούμε πλήρη γνώση όλων των μεγεθών που επηρεάζουν το υδατικό ισοζύγιο και μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς πόσο νερό μας λείπει και με ποιον τρόπο θα το εξασφαλίσουμε», υπογραμμίζει.

Οι πρώτες περιοχές μελέτης

Σε πιλοτική φάση, το έργο θα εφαρμοστεί σε έξι περιοχές: Σαντορίνη, Κέρκυρα, Χίο, Φούρνους Ικαρίας, Θάσο και Δράμα. Η επιλογή τους δεν είναι τυχαία, καθώς οι συγκεκριμένες περιοχές συνδυάζουν έντονη τουριστική δραστηριότητα και υδατικές πιέσεις. Στόχος είναι στη συνέχεια η επέκταση σε ολόκληρη την επικράτεια. Η ερευνητική ομάδα τονίζει ότι το «WATERWISE» δεν είναι απλώς ένα επιστημονικό εργαλείο, αλλά μια στρατηγική παρέμβαση για την ανθεκτικότητα της χώρας απέναντι στην υδατική κρίση.

Με τον συνδυασμό δεδομένων, τεχνητής νοημοσύνης και προγνωστικών αλγορίθμων, το έργο φιλοδοξεί να προσφέρει αξιόπιστες λύσεις σε ζητήματα που συνδέονται με την αβεβαιότητα της υδατικής διαθεσιμότητας, την αύξηση της κατανάλωσης και την ανάγκη βιώσιμου σχεδιασμού. Όμως η κοινωνική του επίδραση είναι εξίσου σημαντική: η εφαρμογή του συμβάλλει στη βελτίωση της υδατικής ασφάλειας, στην εξοικονόμηση φυσικών πόρων και στην ενεργοποίηση των πολιτών μέσω της συμμετοχικής διαχείρισης.

Όπως καταλήγουν τα μέλη της ομάδας, «η ολοκληρωμένη εφαρμογή του WATERWISE μπορεί να αποτελέσει ένα από τα πιο πολύτιμα εργαλεία στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα, δίνοντας στις τοπικές κοινωνίες τα εφόδια να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και να εξασφαλίσουν ένα βιώσιμο μέλλον».