Σε μια εποχή όπου η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ) επαναπροσδιορίζει το μέλλον της τεχνολογίας, των επιχειρήσεων και της ίδιας της καθημερινότητάς μας, τα data centers μετατρέπονται ταχύτατα στους νέους «ενεργειακούς γίγαντες» της εποχής. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πραγματική έκρηξη ανάπτυξης των κέντρων δεδομένων, με καίρια ερωτήματα να τίθενται πλέον για την ενεργειακή τους κατανάλωση, τις τεχνολογικές τους δυνατότητες και τις προκλήσεις της συνύπαρξής τους με τα ηλεκτρικά δίκτυα και τις ΑΠΕ. Το ζήτημα εξετάστηκε σε βάθος σε επεισόδιο του podcast “PluggedIn” της Montel, με τον Richard Sverrisson να συνομιλεί με κορυφαίους ειδικούς από τη RISE και τη Greenscale.

Η δημοσιογράφος της Montel στην Ιταλία, Alina Trabattoni, περιέγραψε τη σημερινή εικόνα ως «συγκλονιστική». Τα data centers στην Ευρώπη καταναλώνουν ήδη 9–10 GW ισχύος, όσο περίπου 10 μεγάλα πυρηνικά εργοστάσια, και η πρόβλεψη είναι πως αυτή η ζήτηση θα τριπλασιαστεί μέχρι το 2030, φτάνοντας τα 35 GW. Το 2023 μόνο, εκτιμάται ότι η κατανάλωση ξεπέρασε τις 55–80 TWh. Κύρια αιτία, φυσικά, η επέλαση της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά όπως σημειώνει η Trabattoni, πρόκειται για ένα κύμα μέσα σε ένα πολύ μεγαλύτερο «ψηφιακό τσουνάμι» που χτίζεται εδώ και δεκαετίες: από τη μετάβαση στο cloud και την έκρηξη της τηλεργασίας μέχρι την ανάπτυξη των έξυπνων πόλεων και της edge computing.

Ο Torbjörn Minder, επικεφαλής του τμήματος ICE Data centers του RISE στη Σουηδία, υπογράμμισε ότι τα data centers δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα. Από την αφύπνιση του κινητού μας το πρωί μέχρι τις cloud υπηρεσίες που χρησιμοποιούμε αδιάκοπα, η ύπαρξή τους είναι κρίσιμη. Σήμερα, η παγκόσμια κατανάλωση τους ξεπερνά τα 500 TWh. Ο μεγαλύτερος όγκος ενέργειας απορροφάται από τους λεγόμενους hyperscalers – Google, Microsoft, Amazon, Meta – αλλά η κατανομή των κέντρων διαφέρει ανάλογα με τις απαιτήσεις: εκείνα που εξυπηρετούν εφαρμογές χαμηλής καθυστέρησης βρίσκονται κοντά στα αστικά κέντρα (Φρανκφούρτη, Παρίσι, Λονδίνο), ενώ άλλα, όπως τα κέντρα της Meta στο Λουλεά της Σουηδίας, επιλέγουν απομακρυσμένες περιοχές με χαμηλό ενεργειακό κόστος.

Σε σχέση με την αύξηση της ζήτησης, τόσο ο Minder όσο και ο Liam Newcomb, Senior VP της Greenscale, συμφωνούν πως ο αντίκτυπος θα είναι σημαντικός, αλλά όχι ανεξέλεγκτος. Ο IEA προβλέπει διπλασιασμό της παγκόσμιας κατανάλωσης ως το 2030 και τριπλασιασμό ως το 2035, με την Ευρώπη να ακολουθεί πιο συγκρατημένους ρυθμούς λόγω υψηλότερου ενεργειακού κόστους. Στις ΗΠΑ, η κατανάλωση των data centers ξεπέρασε το 4% του συνολικού φορτίου το 2023 και μπορεί να φτάσει το 10% μέσα σε πέντε χρόνια. Στην Ευρώπη, η μέση ετήσια αύξηση εκτιμάται στο 20%, κυρίως από τη χρήση (και όχι την ανάπτυξη) ΑΙ.

Οι τεχνολογικές βελτιώσεις συμβάλλουν μεν στη συγκράτηση της κατανάλωσης, δεν μπορούν όμως να ακυρώσουν την τάση. Όπως εξηγεί ο Minder, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της αύξησης της ζήτησης και της ταχύτητας βελτιστοποίησης. Οι αλγόριθμοι και τα chipsets βελτιώνονται θεαματικά – για παράδειγμα, το ChatGPT εκπαιδευόταν επί 100 ημέρες αρχικά, ενώ τώρα με τον GB200 chipset η ίδια διαδικασία διαρκεί μόλις 12 μέρες και μελλοντικά ενδέχεται να μειωθεί στη μιάμιση ώρα. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, η ζήτηση αυξάνεται με ρυθμό 5 φορές ταχύτερο από τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας.

Η στρατηγική επιλογή τοποθεσίας καθορίζεται κυρίως από τις ανάγκες καθυστέρησης (latency), τα κόστη ενέργειας και τη διαθεσιμότητα δικτύου. Ο Newcomb περιγράφει την απόφαση της Greenscale να επενδύσει στην Τόνσταντ της νότιας Νορβηγίας για ένα data centers 300 MW: συνδυασμός χαμηλού κόστους ενέργειας από υδροηλεκτρικά και ανεμογεννήτριες, καλή διασυνδεσιμότητα, κλίμα φιλικό στην ψύξη και μικρή απόσταση από διεθνές αεροδρόμιο. Τονίζει επίσης ότι αν και ορισμένες περιοχές του βορρά έχουν ακόμα φθηνότερο ρεύμα, χάνουν σε προσβασιμότητα και ταχύτητα δικτύου.

Οι δύο ειδικοί στάθηκαν και στην ανάγκη στενότερης συνεργασίας με τη βιομηχανία ενέργειας. Ο Newcomb τόνισε ότι πλέον τα data centers δεν μπορούν να θεωρούνται απλοί καταναλωτές, αλλά κρίσιμοι εταίροι, που οφείλουν να συνδεθούν στρατηγικά με ΑΠΕ, μονάδες αποθήκευσης ή ανάκτηση θερμότητας. Αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Vattenfall και των data parks της Στοκχόλμης. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η δυνατότητα σύναψης PPAs για μικρότερους παίκτες – που δεν διαθέτουν τα κεφάλαια των hyperscalers – μέσω έξυπνων ενεργειακών πακέτων από εξειδικευμένους συνεργάτες.

Η ζήτηση για «καθαρή» ενέργεια θεωρείται δεδομένη. Οι μεγάλοι παίκτες προτιμούν είτε ετήσια είτε – όλο και περισσότερο – ωριαία αντιστοίχιση με πράσινες εγγυήσεις προέλευσης. Ορισμένοι, όπως η Google, παρουσιάζουν δημόσια dashboards με ακρίβεια ωριαίας κατανάλωσης και προμήθειας.

Όσο για την Ευρώπη, οι δύο συνομιλητές προειδοποιούν για τον κίνδυνο να μείνει πίσω από ΗΠΑ και Κίνα στην ανάπτυξη ΑΙ υποδομών. Παρότι η Ε.Ε. έχει αρχίσει να χρηματοδοτεί gigafactories και να υποστηρίζει τη βιομηχανία, απαιτείται πιο συνεκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η δυνατότητα απευθείας σύνδεσης με παραγωγικές μονάδες, η απλοποίηση της φορολογίας ενέργειας και η τυποποίηση των κανόνων αυτοκατανάλωσης ανά κράτος-μέλος είναι μερικά μόνο από τα σημεία όπου παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις και καθυστερήσεις.

Στο ερώτημα, τέλος, για το πού πρέπει να εστιάσει η Ευρώπη, οι ειδικοί είναι σαφείς: αν δεν μπορεί να ηγηθεί στην ίδια την ανάπτυξη των ΑΙ μοντέλων, μπορεί να εστιάσει στην επιχειρηματική τους αξιοποίηση – στο να μετατραπούν δηλαδή οι ψηφιακές καινοτομίες σε πραγματικά προϊόντα και υπηρεσίες που φέρνουν αξία και έσοδα.

Η συζήτηση έκλεισε με την επισήμανση πως η ανάπτυξη των data centers μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε ευκαιρία – για τους διαχειριστές δικτύου, τους παραγωγούς ενέργειας και τις ψηφιακές επιχειρήσεις – εφόσον δομηθεί με έξυπνο και βιώσιμο τρόπο. Το επόμενο κεφάλαιο της τεχνολογικής επανάστασης έχει ήδη ξεκινήσει – και γράφεται σε terabytes.

Διαβάστε ακόμη