Η αύξηση της ευέλικτης παραγωγής -που μπορεί να στηριχθεί μέσα από μηχανισμούς διαθεσιμότητας ισχύος, ενδεχομένως και σε περιφερειακό επίπεδο στην ΕΕ– , η ταχεία διείσδυση της αποθήκευσης και η ενίσχυση των διασυνδέσεων είναι τα «αντίδοτα» για να αρθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς ενέργειας της ΕΕ, σύμφωνα με τον Kristian Ruby, γενικό γραμματέα της Eurelectric, του ευρωπαϊκού συνδέσμου των εταιρειών ηλεκτρισμού της ΕΕ, όπου αντιπρόεδρος είναι ο επικεφαλής της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης. Στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στο energygame.gr, ο κ. Ruby δηλώνει εντυπωσιασμένος από την πρόοδο της Ελλάδας στις ΑΠΕ, αναλύει τις θέσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τους μηχανισμούς ισχύος, υπεραμύνεται της υφιστάμενης αρχιτεκτονικής των αγορών ενέργειας της ΕΕ και εξηγεί γιατί η Ευρώπη πρέπει να κερδίσει το στοίχημα του καθαρού εξηλεκτρισμού που είναι μια από τις προτεραιότητες της Εurelectric για τα επόμενα χρόνια.
1.Η Ελλάδα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στη διείσδυση των ΑΠΕ, όμως βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς βλέπουμε να αυξάνονται οι περικοπές πράσινης ενέργειας και οι αρνητικές τιμές, ενώ το εγχείρημα της εξισορρόπησης καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο. Πώς μπορεί λοιπόν να επιταχυνθεί περαιτέρω η πράσινη μετάβαση με διασφάλιση της σταθερότητας των δικτύων;
Πράγματι, η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα είναι εντυπωσιακή και έχει φτάσει να καλύπτει το ήμισυ της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα, μια πολύ θετική εξέλιξη. Το σημαντικό στην παρούσα φάση όμως είναι να συνοδευτεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ με επενδύσεων και στο ευρύτερο σύστημα. Βλέπουμε ότι σε όλη την Ευρώπη υπάρχει έντονη στροφή προς τις ΑΠΕ, κάτι εξαιρετικό, όμως αυτό προκαλεί έντονες διακυμάνσεις στις τιμές και προκλήσεις για τη λειτουργία του συστήματος. Γι’ αυτό δίνουμε μεγάλη σημασία στην ενίσχυση των δικτύων και στην ευελιξία. Αυτές είναι οι δύο προτεραιότητες στις οποίες αφιερώνω αρκετό χρόνο με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
2.Μιλώντας για ευελιξία, θεωρείτε ότι οι μηχανισμοί διαθεσιμότητας ισχύος (capacity mechanisms) είναι ένα από τα βασικά εργαλεία προς την κατεύθυνση αυτή;
Απολύτως. Σήμερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της ραγδαίας διείσδυσης των ΑΠΕ, οι τιμές του ηλεκτρισμού έχουν υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε δύσκολο να υπάρξουν βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδιο για ευέλικτη παραγωγή (σ.σ. σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου). Και τούτο διότι οι ευέλικτες μονάδες λειτουργούν πολύ λιγότερες ώρες απ’ ό,τι στο παρελθόν. Πριν 20 χρόνια, μια φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου δούλευε χιλιάδες ώρες σε ένα χρόνο, ίσως 5.000 ή και παραπάνω. Σήμερα λειτουργεί 1.000 ώρες ή και λιγότερο. Άρα το επιχειρηματικό μοντέλο για νέες ευέλικτες μονάδες γίνεται πιο περίπλοκο. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε πώς θα γίνει ελκυστικό για τις εταιρείες να επενδύσουν σε αυτές τις μονάδες, απαραίτητες για τη σταθερότητα του δικτύου. Οι μηχανισμοί διαθεσιμότητας ισχύος είναι σίγουρα μια λύση. Συζητήσαμε μάλιστα στη Σύνοδο των Υπουργών Ενέργειας στο Λουξεμβούργο (σ.σ. στα τέλη Ιουνίου) τις προοπτικές για έναν τέτοιο μηχανισμό περιφερειακής εμβέλειας. Κάτι που μπορεί να είναι ελκυστικό σε κάποιες περιπτώσεις, λιγότερο σε άλλες. Σε πολιτικό επίπεδο εντός της ΕΕ, οι απόψεις διαφέρουν πολύ. Η δική μου θέση είναι ότι, αν υπάρχει ενδιαφέρον σε μια περιοχή για ένα διασυνοριακό σχήμα, δεν υπάρχει λόγος να το εμποδίσουμε. Έτσι κι αλλιώς, η διασυνοριακή συμμετοχή στους μηχανισμούς επάρκειας ήταν πάντα προτεραιότητα για εμάς
3. Ποιες είναι λοιπόν οι θέσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για το θέμα των μηχανισμών διαθεσιμότητας ισχύος ;
Η γενική εικόνα που βλέπω στην Ευρώπη είναι ότι υπάρχουν διάφορες “γραμμές”. Η πρώτη είναι ότι ορισμένες χώρες εξακολουθούν να πιστεύουν πως δεν απαιτούνται τέτοιοι μηχανισμοί. Στην Eurelectric δεν συμφωνούμε με αυτή την άποψη, αλλά κάποιες κυβερνήσεις τη συμμερίζονται. Η δεύτερη «γραμμή» διαφωνίας έχει να κάνει με το πώς σχεδιάζεται ένα τέτοιο σχήμα ώστε να είναι οικονομικά αποδοτικό. Κάποιες χώρες υποστηρίζουν ότι ένας μηχανισμός που α καλύπτει όλη την αγορά, άρα θα ήταν καλύτερο να επικεντρωθεί στους «καθαρούς» ευέλικτους πόρους που δεν σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα (σ.σ. non fossil flexibility που αφορά σε αποθήκευση και απόκριση στη ζήτηση)
Η τρίτη οπτική σχετίζεται με το γεωγραφικό εύρος και συνδέεται με την ιδέα της ενέργειας ως ζήτημα εθνικής κυριαρχίας. Θα ακούσετε κάποιες χώρες να λένε: «Το ενεργειακό μας μείγμα και η ασφάλεια εφοδιασμού είναι δική μας υπόθεση, άρα ένα περιφερειακό σχήμα δεν μας αφορά». Δεν συμμερίζομαι κατ’ ανάγκη αυτή την άποψη, αλλά έχει διατυπωθεί και αυτή στο Συμβούλιο. Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλές διαφορετικές θέσεις μέσα στην ΕΕ κάτι που σημαίνει ότι το μεταβεί η Ευρώπη σε πιο περιφερειακή προσέγγιση για τα capacity mechanisms δεν θα συμβεί άμεσα, ούτε είναι εύκολη υπόθεση.
4. Κατά την άποψή σας, πώς μπορούμε να συμφιλιώσουμε αυτές τις διαφορετικές απόψεις;
Η προσέγγιση της Eurelectric είναι η εξής: Δεδομένης της πανσπερμίας απόψεων, ας ξεκινήσουμε με τα βήματα που είναι αυτονόητα. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν η μεγαλύτερη σύγκλιση και εναρμόνιση στον σχεδιασμό των μηχανισμών διαθεσιμότητας ισχύος, ώστε να γνωρίζει η κάθε χώρα τι συμβαίνει στη γειτονιά της. Ένα δεύτερο βήμα θα ήταν η βελτίωση της διασυνοριακής συμμετοχής στους μηχανισμούς επάρκειας που σήμερα δεν λειτουργεί σωστά στις περισσότερες περιπτώσεις. Παραδείγματος χάρη, πώς χρησιμοποιούνται οι διασυνδέσεις; Γιατί, αν πούμε ότι σε τρία χρόνια θα κληθούμε να βασιστούμε σε μια μονάδα φυσικού αερίου μιας χώρας για να καλύπτει τις αιχμές τη ζήτησης σε μια άλλη χώρα, πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η διασύνδεση θα είναι διαθέσιμη. Αν έχει ήδη δεσμευθεί για άλλες χρήσεις, δεν θα μπορέσουμε να μεταφέρουμε την ενέργεια που χρειαζόμαστε. Επομένως, απαιτείται σαφής κατανομή ανάμεσα στην αγορά ενέργειας και την αγορά ισχύος καθώς και εναρμόνιση των λεγόμενων μακροχρόνιων δικαιωμάτων μεταφορικής ικανότητας με τις συμβάσεις διαθέσιμης ισχύος.
5. Μετά από πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύστησε πρόσφατα μια Task Force για να επιταχύνει την διαδικασία της ενοποίησης της αγοράς ηλεκτρισμού της ΕΕ, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν στρεβλώσεις στις τιμές και ιδιαίτερα στην περιοχή μας εδώ, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Θεωρείτε ότι πράγματι υπάρχει χάσμα στις τιμές ενέργειας στην ΕΕ και ποιες είναι οι λύσεις άμεσης δράσης για να καλυφθεί;
Ναι, συμμεριζόμαστε την ανάλυση ότι ειδικά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έχουν εμφανιστεί ασυνήθιστα μοτίβα τιμών, ιδιαίτερα το περασμένο καλοκαίρι. Όταν εξετάσαμε το φαινόμενο, είδαμε αρκετούς διαφορετικούς παράγοντες, όπως συμφόρηση στα δίκτυα, ανεπαρκείς διασυνδέσεις και ελλείψεις σε ευέλικτη ισχύ που οφείλονται εν πολλοίς στη μη συντονισμένη απόσυρση μονάδων ορυκτών καυσίμων σε διάφορες χώρες. Ταυτόχρονα, υπήρχε η προσδοκία ότι η Ουκρανία θα συμβάλει ενεργά στην τροφοδοσία της Ευρώπης με ηλεκτρισμό. Τώρα όμως συμβαίνει το αντίστροφο, λόγω της καταστροφής της ενεργειακής της υποδομής από τη Ρωσία. Άρα, υπάρχουν πολλοί λόγοι που προκάλεσαν αυτή την κατάσταση. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: δεν λύνονται όλα από τη μια μέρα στην άλλη. Οι μόνιμες λύσεις είναι η αύξηση των διασυνδέσεων και της αποθήκευσης ενέργειας. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που μπορούν να προχωρήσουν γρήγορα. Ένα μέρος αφορά τη ρύθμιση. Αν επιταχυνόταν το κανονιστικό πλαίσιο για πιο γρήγορη και ουσιαστική, τότε η απόκριση στη ζήτηση (demand response), η κατάσταση θα βελτιωνόταν. Μιλάμε για την εφαρμογή δεκάδων προβλέψεων της υφιστάμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Μια άλλη βραχυπρόθεσμη λύση είναι η επίσπευση της αποθήκευσης. Διότι η πρόκληση της ευελιξίας εμφανίζεται σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα: Σε ημερήσιο επίπεδο, αλλά και σε εποχικό. Συχνά βλέπουμε τεράστιες διακυμάνσεις σε ημερήσια βάση κι αυτό μπορεί να λυθεί με την ταχύτερη εισαγωγή αποθήκευσης στην αγορά. Οι μηχανισμοί διαθεσιμότητας θα μπορούσαν να ενισχύσουν την τάση, ανταμείβοντας την αποθήκευση.
Αυτά θα μπορούσαν να γίνουν από ρυθμιστικής πλευράς, Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε επίσης ότι, παρά την πολλή ενέργεια από ΑΠΕ, στις περισσότερες περιπτώσεις η τιμή του ηλεκτρισμού εξακολουθεί να καθορίζεται από το φυσικό αέριο. Και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει απλώς έλλειψη ευέλικτης ισχύος. Η κάλυψη αυτού του κενού –με οποιαδήποτε πηγή– είναι το κλειδί. Και φυσικά, η διασφάλιση καλύτερων διασυνδέσεων με την υπόλοιπη Ευρώπη.
6. Μια και αναφερθήκατε στον τρόπο διαμόρφωσης των χονδρεμπορικών τιμών ενέργειας στην ΕΕ, υπάρχει μια κριτική -που ανέπτυξε και ο Μάριο Ντράγκι από το συνέδριο του Economist στην Αθήνα- σύμφωνα με την οποία εξαιτίας του υφιστάμενου μοντέλου τα οφέλη από τις ΑΠΕ, συχνά δεν περνούν στους καταναλωτές. Ποια είναι η δική σας θέση;
Ο κ. Ντράγκι είπε στο συνέδριο του Economist ότι «Η Ευρώπη είναι όμηρος συμφερόντων» και εγώ του απάντησα: «Μπορώ να σας βάλω σε επιτήρηση (probation) αν νιώθετε όμηρος» ! Αυτό που εννοούσα είναι ότι πρέπει να θυμόμαστε ποιος εφηύρε αυτό το σύστημα τιμολόγησης της ενέργειας. Δεν ήταν κάποιες «κακές» επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που το σκέφτηκαν. Το σύστημα αυτό το θέσπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση για να καταργήσει τα εθνικά συστήματα που υπήρχαν μέχρι τότε, για να υπάρξει πιο διαφανής και αποδοτική τιμολόγηση. Εργαζόμαστε πάνω σε αυτό το μοντέλο εδώ και 25 χρόνια. Σύμφωνα με τον ACER (σ.σ. ο ευρωπαϊκός Σύνδεσμος των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας ) παράγει οφέλη άνω των 30 δισ. ευρώ ετησίως για την κοινωνία σε επίπεδο Άρα, η ιδέα ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι «όμηροι συμφερόντων» είναι αρκετά υπερβολική. Τώρα, πρέπει να ξαναδούμε το αν το οριακό σύστημα τιμολόγησης είναι το σωστό. Στόχος μας είναι να γίνονται επενδύσεις στην αγορά ενέργειας, θέλουμε ΑΠΕ και αποθήκευση. Θέλουμε επίσης να υπάρχει αποδοτική κατανομή παραγωγής. «Αποδοτική» σημαίνει να μπαίνει πρώτα η φθηνότερη πηγή. Αυτό ακριβώς κάνει το οριακό σύστημα.
Συχνά ξεχνάμε ότι, παρότι σε κάποιες ώρες η τιμή καθορίζεται από το φυσικό αέριο, έχουμε και ολοένα περισσότερες ώρες με μηδενικές ή αρνητικές τιμές – εκατοντάδες ή και χιλιάδες ώρες τον χρόνο. Αυτό μεταφράζεται σε μεγάλα οφέλη για τους καταναλωτές.
Για παράδειγμα, στη Φινλανδία, όπου υπάρχει τηλεθέρμανση, έχουμε κύμα επενδύσεων σε βιομηχανικούς ηλεκτρικούς λέβητες. Αν ζεσταίνεις νερό με ηλεκτρικό ρεύμα σε ώρες με αρνητικές τιμές, στην ουσία πληρώνεσαι για να το κάνεις. Αυτή η ενέργεια μετά πωλείται στο δίκτυο θέρμανσης, άρα οι τιμές μειώνονται και η επένδυση αποσβένεται σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Άρα, αντί να «πυροβολούμε» το ίδιο το σύστημα, πρέπει να δούμε ποιες βελτιώσεις χρειάζονται. Μια βασική συζήτηση που έχουμε είναι αν θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας ενέργειας (PPA). Eμείς είμαστε θετικοί, όμως η βιομηχανία δεν δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον: Όταν οι τιμές είναι ψηλά, δεν θέλει να «κλειδώσει» ακριβό ρεύμα· όταν οι τιμές είναι χαμηλά, προτιμά να αγοράζει από την αγορά. Γι’ αυτό τώρα υπάρχει συζήτηση αν θα μπορούσε να υπάρχει τριμερής συμφωνία με συμμετοχή ενός κρατικού φορέα ή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για να μειωθεί το ρίσκο των PPA. Εμείς θεωρούμε ότι είναι καλή ιδέα.
7. Μία από τις βασικές προτεραιότητες του νέου ΔΣ της Eurelectric είναι να προωθήσει τον καθαρό εξηλεκτρισμό. Δεδομένου ότι αυτό συνεπάγεται πολύ υψηλό κόστος και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχουν όλες οι χώρες ίδιες χρηματοδοτικές δυνατότητες θεωρείτε ότι απαιτείται μεγαλύτερη χρηματοδοτική στήριξη από την Ε.Ε. από αυτή που παρέχεται σήμερα;
Πρέπει να ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση με ενθουσιασμό για το εγχείρημα. Βρισκόμαστε στη μέση μιας τεράστιας γεωπολιτικής ανατροπής, όπου μεγάλες οικονομίες απομακρύνονται από την κλιματική δράση. Αναφέρομαι για παράδειγμα στις ΗΠΑ ή σε άλλες χώρες που δεν θέλουν να ευθυγραμμιστούν με τον στόχο του 1,5 βαθμού.
Στην Ευρώπη όμως υπάρχει βούληση, αποφασιστικότητα και σχέδιο να κινηθούμε προς την κλιματική ουδετερότητα, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες μας ευαλωτότητες: την εξάρτησή μας από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Ο εξηλεκτρισμός είναι η λύση σε αυτό. Και είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι υπάρχει συναίνεση και προχωράμε σε αυτή την κατεύθυνση. Όσον αφορά στο θέμα του κόστους του εξηλεκτρισμού, ας είμαστε ξεκάθαροι: δεν μπορεί να γίνει ένας πλήρης μετασχηματισμός της κοινωνίας δωρεάν. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι το 2023 για παράδειγμα δαπανήσαμε περίπου 450 δισ. ευρώ για εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Ένα ποσό πολύ υψηλότερο από τις επενδύσεις που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβαση. Άρα, τι είναι πραγματικά «ακριβό»;
Η ιδέα ότι τα νέα πράγματα είναι ακριβά είναι συχνά προκατάληψη απέναντι στο άγνωστο. Είναι γνωστό ότι ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο καταναλώνει πολύ λιγότερη ενέργεια από ένα βενζινοκίνητο ή πετρελαιοκίνητο. Μια αντλία θερμότητας είναι πολύ πιο αποδοτική από έναν λέβητα φυσικού αερίου. Το ζήτημα είναι η αρχική επένδυση Αυτό πρέπει να συζητήσουμε. Ας πάρουμε πρώτα τα αυτοκίνητα: υπήρχε συνεχής κριτική ότι τα ηλεκτρικά ΙΧ είναι πολύ ακριβά. Όμως, φέτος βλέπουμε μια μεγάλη αλλαγή. Βγαίνουν στην αγορά αυτοκίνητα με 15.000–20.000 ευρώ. Καινούργιες προσφορές θα φέρουν ακόμη χαμηλότερες τιμές τα επόμενα 5–10 χρόνια.
Η Octopus (σ.σ. πάροχος ηλεκτρικής ενέργειας στη Μ. Βρετανία) για παράδειγμα, μόλις λάνσαρε υπηρεσία ηλεκτροκίνησης ως υπηρεσία: προσφέρει αυτοκίνητο BYD μαζί με το ρεύμα με 300 ευρώ τον μήνα. Δύσκολα θα έβρισκε κανείς καινούργιο βενζινοκίνητο με τα καύσιμά του σε αυτή την τιμή.
Στη χώρα μου τη Δανία, τον Απρίλιο το 80% των νέων πωλήσεων αυτοκινήτων ήταν ηλεκτρικά. Στην περιοχή σας ξέρω ότι υπάρχουν ακόμη προκλήσεις με τις υποδομές, αλλά δείτε τι γίνεται : τα αυτοκίνητα έχουν μεγαλύτερη αυτονομία, η φόρτιση γίνεται πιο γρήγορη (5–10 λεπτά), άρα σε 10 χρόνια θα είναι περίεργο να αγοράζει κανείς πετρελαιοκίνητο. Στα νησιά μάλιστα, όπου δεν υπάρχει πρόβλημα αυτονομίας, η ηλεκτροκίνηση είναι ακόμη πιο προφανής επιλογή.
Πάμε τώρα στη θέρμανση: εκεί χρειάζεται περισσότερη ανάλυση. Οι αντλίες θερμότητας είναι σαφώς πιο αποδοτικές. Υπάρχει όμως το αρχικό κόστος. Και εδώ είναι που πρέπει να δούμε σχήματα χρηματοδότησης, επιδοτήσεις, αλλά και τον ρόλο της Ε.Ε. ώστε να υπάρχει στήριξη, ιδιαίτερα για τις χώρες και τα νοικοκυριά που δεν έχουν την ίδια οικονομική δυνατότητα.Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: η εξασφάλιση θέρμανσης για όλη την κοινωνία με μη ορυκτά μέσα είναι πρόκληση. Θα πάρει χρόνο, δεν θα είναι απλό. Αλλά θα είναι αξεπέραστο εμπόδιο; Δεν νομίζω. Ίσως πάρει περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι περιμέναμε και χρειάζεται ανοιχτό και δημιουργικό πνεύμα για τον συνδυασμό λύσεων που θα χρησιμοποιηθούν.
8. Πώς σχολιάζετε τις ενστάσεις της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αναφορικά με το κόστος της πράσινης μετάβασης και την υπονόμευση της διεθνούς της ανταγωνιστικότητας ;
Η βιομηχανία είναι πιο δύσκολη περίπτωση, γιατί εκτίθεται άμεσα στον διεθνή ανταγωνισμό. Εκεί χρειάζεται περισσότερος ρεαλισμός και ουσιαστική στήριξη. Κάτι που επιχειρεί να πράξει η ΕΕ με το νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων CISAF (Clean Industry State Aid Framework), που προβλέπει μεταξύ άλλων επιδοτήσεις για το κόστος ηλεκτρισμού των ενεργοβόρων βιομηχανιών υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις Έτσι, υπάρχει πλέον μια σταθερή πολιτική βάση για να προχωρήσει η μετάβαση με βιώσιμους όρους και για την ευρωπαϊκή βιομηχανία.
9. Όμως, το πόσο θα αξιοποιηθεί αυτό το πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων εξαρτάται από το δημοσιονομικό «χώρο» κάθε χώρας. Τα ευρωπαϊκά κράτη με τις πιο «βαθιές τσέπες» μπορούν να στηρίξουν περισσότερο τις βιομηχανίες τους…
Πράγματι, κίνδυνος οι χώρες με μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο να δημιουργήσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό είναι υπαρκτός. Εδώ χρειάζεται πολιτική ισορροπία, γιατί πιστεύουμε στην ενιαία αγορά της ΕΕ ως κινητήρια δύναμη ανταγωνιστικότητας. Μία ενδιαφέρουσα πρόταση προς την κατεύθυνση αυτή περιλαμβάνεται στην «Έκθεση Λέτα»: Αν μια χώρα θέλει να δώσει π.χ. 1 δισ. ευρώ για τη στήριξη των βιομηχανιών της, να μπορεί να διαθέσει μόνο τα 900 εκατ. Τα υπόλοιπα 100 εκατ. ευρώ θα μπαίνουν σε ένα ευρωπαϊκό ταμείο και τα ποσά θα αναδιανέμονται στις βιομηχανίες άλλων χωρών. Αυτός θα ήταν ένας τρόπος να «εξευρωπαϊστεί» η στήριξη των βιομηχανιών, να περιοριστεί ο «πειρασμός» για κάθε χώρα να στηρίζει τις δικές της επιχειρήσεις και να εξασφαλιστεί ότι θα υπάρχει θετικός αντίκτυπος και σε άλλες επιχειρήσεις. Είναι μια ωραία ιδέα.
10. Τελικά θεωρείτε ότι το CISAF είναι αποτελεσματικό εργαλείο για τη στήριξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ;
Εμείς στη Eurelectric βλέπουμε θετικά ότι αναγνωρίζεται πλέον το τεράστιο κόστος της απανθρακοποίησης για τη βιομηχανία. Ως παρατηρήσεις θα προτιμούσαμε σε κάποιες περιπτώσεις η στήριξη να αφορά το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων (OPEX). Κάποια σχήματα στήριξης στην Ολλανδία για παράδειγμα είχαν νόημα, αλλά με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να λειτουργήσουν πλέον. Επιπλέον θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο η όποια κρατική στήριξη να δίνεται με τη μορφή κατ’ αποκοπή ενίσχυσης (lump sum) και όχι παρεμβαίνοντας στον τρόπο διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά. Έτσι, οι εταιρείες θα συνεχίσουν να έχουν κίνητρο να αντιδρούν στα σήματα της αγοράς. Ένα τελευταίο σημείο κριτικής αφορά το πλαίσιο για τις αγορές ισχύος, όπου το CISAF είναι ακόμα πολύ άκαμπτο και περίπλοκο και θα έπρεπε να λαμβάνει περισσότερο υπόψη την εικόνα σε εθνικό ή ακόμα και σε περιφερειακό επίπεδο. H Ευρωπαϊκή Μελέτη Επάρκειας Ισχύος (European Resource Adequacy Assessment- ERAA) δίνει τη «μεγάλη εικόνα» σε επίπεδο ΕΕ, όμως επί του πεδίου η κατάσταση σε κάποιες περιοχές ίσως είναι κάπως διαφορετική. Για παράδειγμα δεν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα επάρκειας στην Πολωνία με ισχύ από την Ολλανδία , είναι βέβαιο ότι η ισχύς θα απορροφηθεί νωρίτερα, μάλλον στη Γερμανία. Άρα χρειάζεται να συνυπολογίζεται η εθνική ή ακόμα και η περιφερειακή διάσταση, ειδικά για περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Διαβάστε ακόμη