«Φως» στις διεργασίες της Task Force για τις τιμές ενέργειας στην ΕΕ που συστάθηκε με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης και έχει ήδη πιάσει δουλειά ρίχνει μιλώντας στο energygame.gr  ο Διευθυντής του Συνδέσμου των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ (ACER), ο Δανός Christian Zinglersen που βρέθηκε στην Αθήνα επ’ αφορμή των εκδηλώσεων για τα 20 χρόνια της Ενεργειακής Κοινότητας, όπως και ο συμπατριώτης του Επίτροπος Ενέργειας Dan Jorgensen. Με φόντο το «αγκάθι» των υψηλών τιμών ενέργειας που συζητήθηκε κατά τις επαφές του κ. Jorgensen στην Αθήνα και έθεσε επί τάπητος και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο  κ. Zinglersen σημειώνει ότι η Task Force μπορεί να δώσει βραχυπρόθεσμες λύσεις για την καλύτερη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού της ΕΕ και προβλέπει ότι σύντομα θα δούμε πρόοδο στην καλύτερη αξιοποίηση των διασυνοριακών διασυνδέσεων, ένα από τα βασικά θέματα που έχει θέσει η ελληνική πλευρά. Περιγράφει επίσης τα τρία μακροπρόθεσμα “no regret” μέτρα, μεταξύ των οποίων είναι η αύξηση της ευελιξίας και των διασυνοριακών διασυνδέσεων, κρίνει θετικά την αύξηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για τα σχετικά projects και εξηγεί γιατί οι όποιες επιπτώσεις από το σχέδιο της Κομισιόν για την fast track απεξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα είναι διαχειρίσιμες.

1.Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα -κατόπιν πρωτοβουλίας της ελληνικής κυβέρνησης- συγκρότησε Task Force με αντικείμενο την προώθηση της Ενεργειακής Ένωσης και την σύγκλιση των τιμών ηλεκτρισμού στην ΕΕ, καθώς οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εμφανίζουν συχνά υψηλότερες τιμές από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Πώς αξιολογείτε το εγχείρημα αυτό ;

Η αποστολή της Task Force -στην οποία συμμετέχουν και στελέχη του ACER- είναι να αντιμετωπιστούν κάποια από τα προβλήματα τα οποία σε ορισμένες χρονικές στιγμές και ιδίως το καλοκαίρι οδηγούν σε αποσύνδεση ορισμένων αγορών ηλεκτρισμού εντός της Ευρώπης. Δεν θεωρώ ότι μπορεί να αντιμετωπίσει όλα τα προβλήματα, όπως ας πούμε την αύξηση των διασυνδέσεων που είναι ένα μακρόπνοο μέτρο. Μπορεί όμως να δώσει λύσεις σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αν δεχτούμε ότι το «μεσοπρόθεσμο» αναφέρεται σε μια περίοδο 1-2 ετών. Υπάρχουν πολύ πρακτικά θέματα που μπορεί να προχωρήσουν, όπως ο χρονισμός των συντηρήσεων σημαντικών υποδομών, όπως των διασυνοριακών Γραμμών Μεταφοράς και συμβατικών μονάδων. Να αξιολογείται δηλαδή όταν ο χρόνος είναι κατάλληλος για τη διενέργεια των συντηρήσεων σε μια χώρα αν ισχύει το ίδιο και για τις γειτονικές χώρες. Μεταξύ των αντικειμένων της Task Force είναι επίσης το πως εφαρμόζεται ο κανόνας για την χρήση της μεταφορικής ικανότητας των διασυνοριακών διασυνδέσεων σε ποσοστό 70% καθώς και η  εξέταση των εξαιρέσεων που λαμβάνουν οι Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς σε κάποιες χώρες. Επί τάπητος αναμένεται επίσης να τεθεί το πώς μπορεί να ασκηθεί πίεση για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε ορισμένες χώρες ώστε να απελευθερωθεί πρόσθετη διασυνοριακή δυναμικότητα, κάτι που μπορεί να ασκήσει πτωτική πίεση στις τιμές ηλεκτρισμού στις χώρες που αντιμετωπίζουν έλλειψη ηλεκτρισμού. Αυτό είναι το είδος των μέτρων που εξετάζει η Task Force. Δεν θα τα έλεγα επαναστατικά, πιστεύω ότι είναι υποβοηθητικά αλλά δεν αίρουν τη ανάγκη να δούμε τα μεγάλα θέματα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, μεταξύ άλλων πώς να καταστήσουμε τα ηλεκτρικά μας συστήματα πολύ πιο ευέλικτα από ότι είναι σήμερα και πώς να αυξήσουμε τις επενδύσεις στις διασυνδέσεις.

2. Οι σύνδεσμοι των ενεργοβόρων βιομηχανιών Ελλάδας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας έστειλαν προ ημερών επιστολή όπου ανέφεραν ότι ο Διαχειριστής Συστήματος Μεταφοράς της Αυστρίας λαμβάνει κάθε χρόνο από το 2020 εξαίρεση από τον κανόνα του 70% για τη χρήση της δυναμικότητας των διασυνοριακών διασυνδέσεων για εισαγωγές και εξαγωγές ηλεκτρισμού. Είναι αποδεκτή αυτή η «εξαίρεση διαρκείας» που εκτιμάται ότι ήταν ένας από τους παράγοντες πίσω από την κρίση τιμών ηλεκτρισμού στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης το περυσινό καλοκαίρι ;

Να διευκρινίσω καταρχάς ότι εμείς ως ACER δεν εγκρίνουμε ή απορρίπτουμε καθεστώτα παρεκκλίσεων από την εφαρμογή του κανόνα του 70%. Πρόκειται για ένα εθνικό δικαίωμα που έχει κάθε χώρα έως το τέλος του 2025. Στη συνέχεια θα υπάρχει, ένα, ας πούμε, πιο εξατομικευμένο (bespoke) καθεστώς. Έχουμε νομική υποχρέωση να παρακολουθούμε τη συμμόρφωση ή μη συμμόρφωση σε σχέση με το όριο του 70%. Υποθέτουμε ότι όλες οι χώρες έχουν στόχο το 70% και παρακολουθούμε το κατά πόσο τον επιτυγχάνουν, παρακολουθούμε στην πράξη τη διαθέσιμη δυναμικότητα στις διασυνοριακές διασυνδέσεις. Η επόμενη έκθεση παρακολούθησης (Market Monitoring Report) του ACER θα δημοσιευθεί μάλλον στις αρχές Σεπτεμβρίου  και νομίζω ότι εκεί θα καταγραφεί κάποια πρόοδος ως προς την επίτευξη του στόχου του 70%. Υπάρχει ωστόσο σημαντική δουλειά που απομένει να γίνει ιδιαίτερα στις χώρες στο κέντρο της Ευρώπης, όπως υπαινιχθήκατε.

Είναι αλήθεια ότι πολλές χώρες έχουν εφαρμόσει παρεκκλίσεις και μέρος της «χαμένης δυναμικότητας» εντοπίζεται όντως στα ηλεκτρικά σύνορα της Αυστρίας και της Σλοβακίας. Αυτό που θα έλεγα υπερασπιζόμενος εν μέρει κάποιες από αυτές τις χώρες, είναι ότι όταν βρίσκεσαι στο κέντρο της Ευρώπης, επηρεάζεσαι περισσότερο από τις λεγόμενες ροές διέλευσης (transit flows) και από τις κυκλικές ροές ηλεκτρισμού (loop flows). Άρα, αν παρατηρείται συμφόρηση στα ηλεκτρικά δίκτυα των γειτονικών σου χωρών, αυτό μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δική σου δυνατότητα να διαθέσεις δυναμικότητα στις διασυνοριακές σου διασυνδέσεις, σε αντίθεση με μια χώρα που βρίσκεται στο άκρο του συστήματος και δεν επιβαρύνεται το ίδιο. Εκεί είναι πιο εύκολο — όχι απαραίτητα εύκολο, αλλά πιο εύκολο — να πετύχεις το 70%. Έτσι έχουν τα πράγματα, και το σύστημα έχει σχεδιαστεί με την απαίτηση να μπορούμε να βασιζόμαστε σε όλα τα σύνορα για επαρκή διασυνοριακή δυναμικότητα. Συνεπώς, στις χώρες που αναφέρατε υπάρχει σίγουρα δουλειά που πρέπει να γίνει.

3.Πώς σχολιάζετε την πρόταση της Κομισιόν για τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2028-2034 και τη μεγάλη αύξηση των κονδυλίων του ταμείου Connecting Europe Facility για τις διασυνοριακές διασυνδέσεις σε 30 δισ. ευρώ από 5 δισ. ευρώ που είχαν εγκριθεί για την περίοδο 2021-2027 ;

Νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό. Σίγουρα βλέπουμε την ανάγκη να αυξηθούν οι διασυνδέσεις σε όλη την Ευρώπη, κάτι που απαιτεί κεφαλαιουχικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας. Άρα, στο βαθμό που διατίθενται περισσότερα δημόσια κονδύλια για το σκοπό αυτά, τα πράγματα γίνονται ευκολότερα.

4.Τι μέτρα μπορούν να ληφθούν για την καλύτερη λειτουργία των αγορών ηλεκτρισμού στην ΕΕ, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές ;

Θα ανέφερα τουλάχιστον τρία στοιχεία τα οποία είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητα χωρίς ρίσκο, αποτελούν επιλογές “no regrets” για όλες τις χώρες της Ευρώπης:

Το πρώτο στοιχείο είναι η ανάγκη για αύξηση της βραχυπρόθεσμης ευελιξίας του συστήματος. Αυτό περιλαμβάνει την αποθήκευση ενέργειας αλλά δεν περιορίζεται σε αυτή. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να μετατοπιστεί η ζήτηση  για ηλεκτρισμό κατά τη διάρκεια της ημέρας όπως η μείωση της κατανάλωσης σε ώρες αιχμής, η θέσπιση τιμολογίων ρεύματος με βάση τις ώρες χρήσης (time of use tariffs) που ενθαρρύνουν τους τελικούς καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, να καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια σε ώρες χαμηλής ζήτησης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ενισχύσουμε την ευελιξία πέρα από την εγκατάσταση μπαταριών. Κάποιοι απαιτούν ρυθμιστικές ή πολιτικές μεταρρυθμίσεις, άλλοι είναι απλώς θέμα εφαρμογής βασικών εργαλείων. Και κυρίως, αυτά δεν απαιτούν αναμονή δυο, τριών ή τεσσάρων χρόνων, μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα.

Το δεύτερο στοιχείο είναι πιο ρυθμιστικό, αλλά εξαιρετικά σημαντικό: Όλα τα περιουσιακά στοιχεία του συστήματος πρέπει να υπόκεινται στα σήματα της αγοράς. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα τι εννοώ με αυτό: Το 2023, ο ACER κατέγραψε 12πλασιασμό των αρνητικών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ. Το 2024, ο αριθμός αυτός αυξήθηκε κατά άλλο ένα 50%. Βρισκόμαστε πλέον σε μια νέα εποχή, όπου οι τιμές συχνά είναι κάτω από τα 5 ευρώ/Mεγαβατώρα — κάτι που συνέβαινε μόνο κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID, με την πρωτοφανή πτώση της ζήτησης. Αυτή η εκθετική αύξηση των σχεδόν μηδενικών κα αρνητικών τιμών μας δείχνει ότι πρέπει να προσαρμόσουμε το πλαίσιο ανάπτυξης νέων μονάδων, ώστε να ανταποκρίνονται στα σήματα της αγοράς. Αν συνεχίσουμε να δίνουμε π.χ. επιδοτήσεις ανά παραγόμενη κιλοβατώρα χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τη στιγμή ή τον τόπο της παραγωγής, θα εντείνουμε το φαινόμενο των αρνητικών τιμών.

Και το τρίτο στοιχείο είναι η ενίσχυση των διασυνδέσεων που σημαίνει όχι μόνο νέες διασυνδέσεις, αλλά και βελτιστοποίηση της χρήσης των υφιστάμενων υποδομών μέσω της εφαρμογής του κανόνα του 70% αλλά και της αξιοποίησης τεχνολογιών όπως το dynamic line rating (δυναμική εκτίμηση μεταφορικής ικανότητας). Δεν χρειάζεται πάντα να χτίζουμε νέα καλώδια. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε καλύτερα όσα ήδη έχουμε.

5. Θα ήθελα να επιστρέψω λίγο στο δεύτερο σημείο που αναφέρατε. Τι σημαίνει πρακτικά ότι τα περιουσιακά στοιχεία του συστήματος πρέπει να υπόκεινται στα σχετικά σήματα ;

Αν έχεις φωτοβολταϊκά με εγγυημένη τιμή αποζημίωση, ανεξάρτητα από την τιμή αγοράς, τότε συνεχίζεις να παράγεις ακόμα και όταν η τιμή είναι αρνητική. Αυτό δεν είναι βιώσιμο. Πλέον, τα έργα που κατασκευάζονται πρέπει να ανταποκρίνονται στα σήματα της αγοράς — αν δεν είναι κερδοφόρα, δεν προχωρούν. Για παράδειγμα, στην Ισπανία δεν συμφέρει πλέον σε πολλές περιοχές να φτιάξεις ένα «σκέτο» φωτοβολταϊκό. Οι επενδυτές χτίζουν φωτοβολταϊκά μαζί με μπαταρία, ώστε να μπορούν να κάνουν arbitrage (να αγοράζουν φθηνά, να πουλάνε ακριβότερα). Όταν γεμίσει η αγορά με τέτοια έργα, τα περιθώρια περιορίζονται. Και αυτό είναι φυσιολογικό και υγιές για την αγορά.

Ένα άλλο σήμα του συστήματος είναι η τοποθεσία: Αν θες να εγκαταστήσεις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής σε περιοχή με συμφόρηση, πρέπει να πληρώνεις περισσότερο. Αν επιλέξεις περιοχές με επαρκές δίκτυο, τότε το κόστος για το σύστημα είναι μικρότερο — και άρα και για εσένα. Αυτό θα πρέπει να αντανακλάται στα τιμολόγια χρήσης του δικτύου.

Αν δούμε το παράδειγμα της Ελλάδας, τα φαινόμενα αρνητικών τιμών οφείλονται σε κακή ευθυγράμμιση παραγωγής και ζήτησης. Η ηλιακή παραγωγή (κυρίως τα φωτοβολταϊκά) έχει αυξηθεί ραγδαία, αλλά η ζήτηση δεν ακολουθεί. Τα έργα ΑΠΕ πρέπει να εκτίθενται σε αυτά τα σήματα της αγοράς. Αν συνεχίζεις να επιδοτείς την παραγωγή χωρίς σύνδεση με τις τιμές, προσθέτεις παραγωγή εκεί που δεν χρειάζεται, επιδεινώνεις το πρόβλημα και αυξάνεις το κόστος για το σύστημα.

Η λύση είναι ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου:

  • Οι επενδύσεις πρέπει να είναι ευαίσθητες στις τιμές.
  • Τα δίκτυα πρέπει να δίνουν τα σωστά σήματα κόστους μέσω των τιμολογίων.
  • Η τοποθέτηση των μονάδων πρέπει να γίνει με όρους συστήματος και όχι μόνο εμπορικά.

Βρισκόμαστε ήδη σε αυτή την εποχή, και πρέπει να κινούμαστε με βάση τα σήματα των χονδρεμπορικών τιμών, των τιμολογίων και των χρεώσεων χρήσης συστήματος.

6. O ACER έχει ασχοληθεί με το σχέδιο της Κομισιόν για ταχεία πλήρη απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Πιστεύετε ότι μπορεί αυτό να γίνει με όρους οικονομικής βιωσιμότητας και δη για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που έχει ακόμα υψηλό βαθμό εξάρτησης από αυτή την πηγή;

Είναι μια εύλογη ερώτηση. Σήμερα, όπως έχουν τα πράγματα, το ρωσικό αέριο καλύπτει περίπου 12-13% της συνολικής προμήθειας φυσικού αερίου στην ΕΕ. Αυτό είναι κατανεμημένο περίπου ισόποσα μεταξύ αερίου αγωγών (κυρίως μέσω TurkStream) και φορτίων ρωσικού LNG που καταλήγουν στα Τερματικά της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ισπανίας. Το 12-13% είναι μεν ουσιαστικός όγκος, αλλά όχι τόσο μεγάλος ώστε να δημιουργεί ακραίες ανισορροπίες.  α επόμενα 2–5 χρόνια αναμένεται μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας LNG — της τάξης του 50% σε σχέση με σήμερα.
Αυτό σημαίνει ότι στον κλάδο του LNG εκτιμάται ότι το πάνω χέρι θα πάρουν οι αγοραστές (buyer’s market), κάτι που αναμένεται να ασκήσει πτωτικές πιέσεις στις τιμές.

Άρα, ακόμη και αν η αντικατάσταση του ρωσικού αερίου με LNG προκαλέσει κάποια άνοδο τιμών βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα αναμένεται να είναι διαχειρίσιμη, ακριβώς επειδή θα αυξηθεί η προσφορά. Περαιτέρω, μεγάλο μέρος του νέου LNG θα προέρχεται από τις ΗΠΑ που συνήθως πωλείται με ευέλικτα συμβόλαια, όχι απαραίτητα πολυετούς διάρκειας, όπως π.χ. τα συμβόλαια που προκρίνουν παραγωγοί από άλλες χώρες, όπως το Κατάρ. Αυτή η ευελιξία επιτρέπει καλύτερη προσαρμογή στις συνθήκες της αγοράς, χωρίς μακροχρόνιες δεσμεύσεις.

Όσον αφορά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η ανησυχία που υπάρχει είναι κατανοητή. Όμως, οι υποδομές (τερματικοί σταθμοί LNG, διασυνδέσεις, δυνατότητες αντίστροφης ροής, κ.ά.) έχουν πλέον ενισχυθεί τόσο ώστε να επιτρέπουν πλήρη υποκατάσταση του ρωσικού αερίου χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Άρα, ναι, θα μπορούσε να υπάρχει ένα κόστος μετάβασης, αλλά όχι μη διαχειρίσιμη, χάρη στην ταχεία επέκταση της προσφοράς LNG που αναμένεται πολύ σύντομα. Και αυτό είναι ένα θετικό μήνυμα.

Διαβάστε ακόμη