Η αγορά των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας βρίσκεται στο κρίσιμο κατώφλι της μετάβασης από τα επιδοτούμενα σχήματα σε εμπορικά έργα που στηρίζονται αποκλειστικά στα έσοδα της αγοράς. Το νέο σχήμα προτεραιότητας σύνδεσης στο δίκτυο για αυτόνομες μπαταρίες, που εισήγαγε πρόσφατα το ΥΠΕΝ, έρχεται να λειτουργήσει ως καταλύτης, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάπτυξη τουλάχιστον 4 GW merchant έργων έως το 2035.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Αλέξανδρος Έκτωρ Κουρσόπουλος – Αναλυτής Ενεργειακής Πολιτικής στην Aurora Energy Research εξηγεί στο energygame.gr πώς το νέο πλαίσιο επανατοποθετεί τις μπαταρίες ως αυτόνομο asset class, με ουσιαστικό ρόλο στην ευστάθεια και την ευελιξία του ελληνικού ενεργειακού συστήματος. Αναλύει γιατί τα εμπορικά έργα αποθήκευσης μπορούν να είναι κερδοφόρα, με δείκτες απόδοσης (IRR) άνω του 9%, αλλά και ποιες είναι οι καθοριστικές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητά τους – από τη μεταβλητότητα των τιμών και την αντοχή του δικτύου, έως τη δυσπιστία των ελληνικών τραπεζών απέναντι στα έργα χωρίς εγγυημένα έσοδα.

Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως τα tolling agreements, που προσφέρουν έναν ενδιάμεσο μηχανισμό εξασφάλισης εσόδων, ανοίγοντας τον δρόμο για την ωρίμανση της αγοράς. Ωστόσο, όπως προειδοποιεί ο κ. Κουρσόπουλος, η επιτυχία της μετάβασης αυτής εξαρτάται από την ταχύτητα των διαδικασιών σύνδεσης, την πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες και εφεδρικές αγορές, καθώς και από τη δυνατότητα των επενδυτών να διαχειριστούν έξυπνα το ρίσκο του κανιβαλισμού εσόδων.

Η Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, εισέρχεται στην εποχή των εμπορικών μπαταριών – όμως η πορεία προς τα εκεί προϋποθέτει εμπιστοσύνη, στρατηγική και ικανότητα διαχείρισης αβεβαιοτήτων.

«Κύριε Κουρσόπουλε, εκτιμάτε ότι το νέο σχήμα προτεραιότητας σύνδεσης στο δίκτυο για αυτόνομες μπαταρίες θα οδηγήσει στην ανάπτυξη τουλάχιστον 4 GW merchant έργων έως το 2035. Μπορείτε να μας εξηγήσετε πώς καταλήξατε στο συγκεκριμένο νούμερο και τι σηματοδοτεί για την ελληνική αγορά;»

Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστική πολιτική παρέμβαση που επιτρέπει την ανάπτυξη εμπορικών έργων αποθήκευσης χωρίς να στηρίζονται αποκλειστικά σε επιδοτήσεις. Στην εκτίμηση αυτή λαμβάνονται υπόψη τόσο τα κριτήρια της πρόσκλησης που αφορούν μόνο σε ώριμα έργα, όσο και τα περιθώρια κερδοφορίας για τα merchant μοντέλα, που δημιουργεί η μεταβλητότητα των τιμών της αγοράς.

Για την ελληνική αγορά, αυτό σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα φάση, όπου η αποθήκευση ενέργειας αντιμετωπίζεται πλέον ως ένα αυτόνομο και οικονομικά βιώσιμο asset class, με κρίσιμο ρόλο στην ευστάθεια και την ευελιξία του συστήματος.

Ερώτηση 2:

«Αναφέρεστε στο σχήμα ως καταλύτη για την ανάπτυξη merchant projects, που μέχρι πρόσφατα βασίζονταν κατά κύριο λόγο στις επιδοτήσεις. Ποιες πιστεύετε ότι θα είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τους επενδυτές και τους developers στο νέο αυτό πλαίσιο;»

Το βασικό πλεονέκτημα του νέου σχήματος προτεραιότητας σύνδεσης στο δίκτυο για αυτόνομες μπαταρίες του ΥΠΕΝ είναι η δυνατότητα επιτάχυνσης της διασύνδεσης για ώριμα έργα. Ωστόσο, αυτό συνοδεύεται από αυστηρές προϋποθέσεις — περιβαλλοντικές άδειες, εξασφαλισμένη χρηματοδότηση και σαφή χρονοδιαγράμματα υλοποίησης. Αυτά συνιστούν και τις βασικές προκλήσεις για τους επενδυτές:

  • Πρόσβαση σε χρηματοδότηση: Τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι σε merchant έργα, λόγω της μεταβλητότητας των εσόδων.

  • Μεταβλητότητα των τιμών της αγοράς, η οποία επηρεάζεται μεταξύ άλλων από τις διακυμάνσεις των τιμών του αερίου και τον ρυθμό διείσδυσης των ΑΠΕ. Ως εκ τούτου, ο χρονισμός εισόδου ενός έργου στην αγορά παίζει καθοριστικό ρόλο στην κερδοφορία συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας

  • Πρόσβαση στις αγορές: Το περιορισμένο βάθος των αγορών (κυρίως σε σχέση με τις εφεδρίες) καθώς και το καθορισμός των κανονισμών συμμετοχής στις αγορές μπορούν να επηρεάσουν την σώρευση χρηματοροών για μπαταρίες

Ερώτηση 3:

«Η έκθεση της Aurora επισημαίνει δυσκολίες στην εξασφάλιση χρηματοδότησης, δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν ακόμα επιδείξει έντονο ενδιαφέρον για έργα BESS που βασίζονται αποκλειστικά στα έσοδα της αγοράς. Βλέπετε να δημιουργείται χώρος για νέα εναλλακτικά χρηματοδοτικά σχήματα;»

Η αγορά των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό, θεωρούμε ότι μπορεί να εξηγήσει το γιατί η μετάβαση από σχήματα επιδοτήσεων σε αμιγώς εμπορικά έργα που θα βασίζονται αποκλειστικά σε έσοδα της αγοράς, αποτελεί «άλμα πίστης».

Η ανάπτυξη επιχειρηματικών μοντέλων, μέσω βραχυ- μεσοπρόθεσμων συμβασιοποιημένων εσόδων θα μπορούσε να αποτελέσει γέφυρα για την μετάβαση από τις επιδοτήσεις σε μοντέλα merchant μπαταριών. Πιο συγκεκριμένα, τα Tolling Agreements αποτελούν ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο που εξετάζεται ολοένα και περισσότερο στις αναδυόμενες αγορές αποθήκευσης ενέργειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Βασίζονται στην έννοια της παραχώρησης χρήσης του συστήματος αποθήκευσης από τον ιδιοκτήτη (developer) σε έναν αντισυμβαλλόμενο διαχειριστή ή offtaker — συνήθως μια εταιρεία εμπορίας ενέργειας με εμπειρία στη διαχείριση BESS στην αγορά.

Ένα ενδεικτικό (αλλά όχι το μοναδικό) πλαίσιο μιας τέτοιας συμφωνίας περιλαμβάνει:

  • Ο offtaker αναλαμβάνει την εκμετάλλευση και διαχείριση του συστήματος αποθήκευσης στην αγορά, είτε για σκοπούς εμπορίας ενέργειας (arbitrage) είτε για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών.

  • Ο developer, από την πλευρά του, εξασφαλίζει μια ελάχιστη εγγυημένη απόδοση (floor price), που συμφωνείται εκ των προτέρων στο συμβόλαιο.

  • Σε περίπτωση που η εμπορική εκμετάλλευση του BESS αποφέρει υψηλότερα έσοδα από το συμφωνημένο κατώτατο όριο, το πλεονάζον κέρδος (“upside”) κατανέμεται μεταξύ των δύο μερών με βάση όρους που προβλέπονται στη σύμβαση.

Τα tolling agreements αποτελούν σημαντικό καταλύτη για τη χρηματοδότηση έργων BESS, διότι προσφέρουν σταθερότητα εσόδων και μειώνουν τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους για τους δανειστές. Με αυτόν τον τρόπο, καθίστανται πιο ελκυστικά για τράπεζες και επενδυτικά funds, τα οποία διστάζουν να υποστηρίξουν έργα που βασίζονται αποκλειστικά σε μεταβλητά έσοδα από την αγορά.

Ερώτηση 4:

«Η ανάλυση της Aurora καταλήγει στο ότι, παρά το φαινόμενο του κανιβαλισμού των εσόδων στην αγορά, τα merchant BESS θα μπορούν να προσφέρουν IRR άνω του 9%. Ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι θα κρίνουν την ανθεκτικότητα των οικονομικών αυτών δεικτών στην πράξη;»

Οι βασικοί παράγοντες είναι:

  • Εξέλιξη του spread τιμών στην αγορά: Αν η μεταβλητότητα των τιμών παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, τα έσοδα από arbitrage θα συνεχίσουν να είναι επαρκή.

  • Ανταγωνιστικότητα κόστους CapEx/O&M: Η μείωση κόστους τεχνολογίας και λειτουργίας είναι κρίσιμη για τη διατήρηση υψηλών αποδόσεων.

  • Ενσωμάτωση σε πολλαπλές αγορές: Η συμμετοχή όχι μόνο στην αγορά ενέργειας αλλά και σε αγορές επικουρικών υπηρεσιών ενισχύει την ανθεκτικότητα των εσόδων.

  • Διαχείριση του “cannibalization effect”: Στρατηγικός χρονισμός φόρτισης/εκφόρτισης και χρήση advanced forecasting tools μπορούν να μειώσουν το ρίσκο.

Ερώτηση 5:

«Συνολικά, πώς αξιολογείτε αυτήν τη στιγμή την ελληνική αγορά αποθήκευσης ενέργειας; Βρισκόμαστε όντως στο κατώφλι μιας νέας εποχής για τα εμπορικά έργα BESS και τι θα χρειαστεί να γίνει από εδώ και πέρα για να αξιοποιηθεί πλήρως αυτή η ευκαιρία;»

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, βρισκόμαστε στο ξεκίνημα της αγοράς των συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα. Το σχήμα προτεραιότητας σύνδεσης στο δίκτυο για αυτόνομες μπαταρίες αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για την ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας. Ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη εμπορικών έργων αποθήκευσης ενέργειας (merchant projects), που έως τώρα δεν είχαν τύχει αξιοποίησης, και υπογραμμίζει τη σαφή πρόθεση υποστήριξης ενός πιο ευέλικτου και ανθεκτικού ενεργειακού συστήματος. Ωστόσο, η υλοποίησή του συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις που οι επενδυτές και οι developers θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν, όπως αναφέρθηκαν παραπάνω.

Εφόσον αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, η αποθήκευση ενέργειας μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια και στην πράσινη μετάβαση της χώρας.