Κάθε λίγες ώρες, δύο φούρνοι σε ένα επιχειρηματικό πάρκο στο Νιου Χάμσαϊρ των ΗΠΑ μετατρέπουν αθόρυβα παρτίδες μπεζ σκόνης σε ακατέργαστα μεταλλικά κράματα. Τα ανομοιόμορφα αυτά κομμάτια, στο μέγεθος λίγων τούβλων, προορίζονται τελικά για την κατασκευή ηλεκτροκινητήρων ηλεκτρικών οχημάτων ή ακόμη και για μαχητικά αεροσκάφη. Αυτή είναι η εικόνα της επεξεργασίας σπάνιων γαιών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πανεπιστημιακοί ερευνητές και startups επιχειρούν να αποσπάσουν ένα μερίδιο από έναν μικρό αλλά κρίσιμο κλάδο που κυριαρχείται από την Κίνα.
Οι σπάνιες γαίες αποτελούν μια ομάδα χημικών στοιχείων που βρίσκονται χαμηλά στον περιοδικό πίνακα, με δύσκολα ονόματα όπως νεοδύμιο και δυσπρόσιο. Χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ισχυρών μαγνητών, λέιζερ, μηχανημάτων μαγνητικής τομογραφίας και πλήθους άλλων τεχνολογικών εφαρμογών. Αν και δεν είναι στην πραγματικότητα σπάνιες, η μετατροπή τους σε εμπορικά αξιοποιήσιμη μορφή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Σήμερα, η Κίνα επεξεργάζεται πάνω από το 90% των σπάνιων γαιών παγκοσμίως, γεγονός που προκαλεί αυξανόμενη ανησυχία σε δυτικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις.
Πώς οι ΗΠΑ άφησαν την Κίνα να κυριαρχήσει στον τομέα των σπάνιων γαιών
Όπως αναφέρουν οι New York Times, οι ΗΠΑ είχαν ισχυρή παρουσία στον κλάδο έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, η επιθετική βιομηχανική πολιτική της Κίνας, σε συνδυασμό με χαλαρότερους περιβαλλοντικούς νόμους, επέτρεψε στις κινεζικές εταιρείες να κυριαρχήσουν, προσφέροντας μέταλλα και μαγνήτες σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Σταδιακά, πολλές επιχειρήσεις εξόρυξης και επεξεργασίας σπάνιων γαιών εκτός Κίνας εξαφανίστηκαν.
Οι startups στο προσκήνιο
Τα περιθώρια κέρδους είναι περιορισμένα και δεν προσελκύουν τους μεγάλους εξορυκτικούς ομίλους. Έτσι, το βάρος της ανασυγκρότησης ενός εγχώριου κλάδου πέφτει σε μικρότερες εταιρείες, όπως η Phoenix Tailings, μια start-up με έδρα την περιοχή της Βοστώνης, που λειτουργεί το εργοστάσιο μετάλλων στο Έξετερ του Νιου Χάμσαϊρ. Μικρής κλίμακας επεξεργασία πραγματοποιούν και άλλες εταιρείες στις ΗΠΑ, όπως η MP Materials, που διαθέτει ορυχείο στην Καλιφόρνια και ξεκίνησε πρόσφατα παραγωγή μετάλλου στο Τέξας. Παρόμοιες προσπάθειες καταγράφονται και στην Ευρώπη και την Ασία.
«Πρόκειται για μικρούς όγκους υλικών χαμηλής αξίας που είναι εξαιρετικά ακριβά στην επεξεργασία», σημειώνει η Έλσα Ολιβέτι, καθηγήτρια επιστήμης και μηχανικής υλικών στο MIT. «Με απλά λόγια, είναι δύσκολο να βγάλεις χρήματα».
Η μονάδα της Phoenix Tailings στο Νιου Χάμσαϊρ λειτουργεί μόλις δύο μήνες και στεγάζεται σε πρώην εργοστάσιο ιατρικών συσκευών. Η εταιρεία αγοράζει τόνους σκόνης –μείγμα νεοδυμίου και πρασεοδυμίου δεσμευμένων με οξυγόνο– από εταιρείες εξόρυξης και επεξεργασίας στις ΗΠΑ, τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία. Το υλικό ξηραίνεται και στη συνέχεια θερμαίνεται σε φούρνους σε θερμοκρασίες αντίστοιχες με αυτές της ηφαιστειακής λάβας.
Η εγκατάσταση καταλαμβάνει λιγότερα από 15.000 τετραγωνικά μέτρα και έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μην παράγει εκπομπές, πέραν εκείνων που σχετίζονται με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Το κλειστό σύστημα διαφοροποιείται από τις πιο ενεργοβόρες μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην Κίνα, όπου η τήξη του μετάλλου γίνεται με ανοιχτές διαδικασίες που απελευθερώνουν ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου. Εταιρείες όπως η Phoenix Tailings χρησιμοποιούν νέες μεθόδους επεξεργασίας για να ανταγωνιστούν τους Κινέζους προμηθευτές.
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Νικ Μάγιερς, δηλώνει ότι η Phoenix Tailings έχει διακόψει εδώ και χρόνια κάθε εξάρτηση από κινεζικές πρώτες ύλες. «Για να απεξαρτηθείς από την Κίνα, πρέπει να κόψεις τη συνήθεια από τη ρίζα», λέει χαρακτηριστικά.
Τα προβλήματα και η αμερικανική κρατική στήριξη
Η εταιρεία βρέθηκε κοντά στη χρεοκοπία στα τέλη του 2024, όμως ο εμπορικός πόλεμος της κυβέρνησης Τραμπ και οι περιορισμοί που επέβαλε η Κίνα στις εξαγωγές σπάνιων γαιών προσέλκυσαν επενδυτές και νέες παραγγελίες. Η πλειονότητα των πελατών προέρχεται από την αυτοκινητοβιομηχανία, ενώ μικρό ποσοστό αφορά αμερικανικούς αμυντικούς εργολάβους.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει δεσμεύσει πάνω από 1 δισ. δολάρια για την ενίσχυση του κλάδου, με επιδοτήσεις και εγγυημένες τιμές. Παρ’ όλα αυτά, ειδικοί προειδοποιούν ότι χωρίς συνεχή κρατική στήριξη θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις αμερικανικές εταιρείες να ανταγωνιστούν την Κίνα. «Οι παραδοσιακοί μηχανισμοί της αγοράς απλώς δεν αρκούν», καταλήγει η καθηγήτρια Ολιβέτι.
Διαβάστε ακόμη
