Ο χαλκός κατέγραψε νέο ιστορικό υψηλό, ξεπερνώντας τα 12.000 δολάρια ανά τόνο, καθώς σοβαρές διακοπές στην παραγωγή μεταλλείων και οι αναταράξεις στο παγκόσμιο εμπόριο που συνδέονται με την ατζέντα δασμών του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ωθούν το κρίσιμο βιομηχανικό μέταλλο προς τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο από το 2009.
Οι τιμές στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (LME) αυξήθηκαν έως και 1%, αγγίζοντας τα 12.044 δολάρια ανά τόνο, επεκτείνοντας ένα ράλι που έχει ενισχύσει την αξία του χαλκού κατά περισσότερο από ένα τρίτο μέσα στο έτος. Κεντρικός καταλύτης της ανόδου είναι η πιθανότητα επιβολής αμερικανικών δασμών στο μέταλλο, ένα ενδεχόμενο που έχει οδηγήσει σε εκρηκτική αύξηση των εισαγωγών χαλκού στις ΗΠΑ. Το φαινόμενο αυτό έχει μετατρέψει την παγκόσμια αγορά σε πεδίο έντονου ανταγωνισμού, με κατασκευαστές εκτός ΗΠΑ να εμπλέκονται σε «πόλεμο προσφορών» για να εξασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες.
Η επίδραση στις διεθνείς ροές εμπορίου είναι τόσο έντονη, ώστε οι τιμές συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά ακόμη και τη στιγμή που η πραγματική κατανάλωση επιδεινώνεται στην Κίνα. Η ασιατική υπερδύναμη απορροφά περίπου το 50% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού και παραδοσιακά λειτουργεί ως βαρόμετρο για τη ζήτηση. Παρότι ο χαλκός θεωρείται από τους επενδυτές δείκτης της παγκόσμιας βιομηχανικής δραστηριότητας, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας δεν έχει καταφέρει να ανακόψει το ράλι. Αντίθετα, ενισχύεται η εκτίμηση ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθώς οι traders επιταχύνουν τις αποστολές προς τις ΗΠΑ για να προλάβουν ενδεχόμενους δασμούς.
Παράλληλα, σοβαρά προβλήματα καταγράφονται και στην πλευρά της προσφοράς. Διακοπές λειτουργίας σε μεταλλεία στην Αμερική, την Αφρική και την Ασία έχουν πυροδοτήσει προειδοποιήσεις ότι η αγορά πλησιάζει σε ένα σημαντικό έλλειμμα. Η Deutsche Bank εκτιμά ότι η παραγωγή από τους μεγαλύτερους μεταλλευτικούς ομίλους παγκοσμίως θα μειωθεί κατά 3% φέτος και ενδέχεται να υποχωρήσει περαιτέρω το 2026.
Αν και τα παγκόσμια αποθέματα θεωρούνται προς το παρόν επαρκή, οι αναλυτές της Morgan Stanley προειδοποιούν ότι το 2025 η αγορά χαλκού θα αντιμετωπίσει το σοβαρότερο έλλειμμα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Η τράπεζα προβλέπει ότι η ζήτηση θα υπερβεί την προσφορά κατά περίπου 600.000 τόνους την επόμενη χρονιά, με τα κενά να διευρύνονται στη συνέχεια.
Οι κίνδυνοι στην πλευρά της προσφοράς δεν είναι κάτι καινούργιο για τη βιομηχανία του χαλκού και εδώ και χρόνια βρίσκονται στο επίκεντρο των αισιόδοξων προβλέψεων τραπεζών και επενδυτών. Σε αυτές προστίθεται και η αναμενόμενη έκρηξη της ζήτησης από ταχέως αναπτυσσόμενους κλάδους, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης. Η Citigroup έχει μάλιστα συμβουλεύσει τους πελάτες της ότι, σε ένα ιδιαίτερα θετικό σενάριο, οι τιμές θα μπορούσαν να φτάσουν ακόμη και τα 15.000 δολάρια ανά τόνο. Ένα τέτοιο σενάριο προϋποθέτει ασθενέστερο δολάριο και μειώσεις επιτοκίων στις ΗΠΑ, παράγοντες που θα καθιστούσαν τον χαλκό ακόμη πιο ελκυστικό για τους επενδυτές.
Παρόμοια τολμηρές προβλέψεις είχαν διατυπωθεί και στα πρώτα στάδια της πανδημίας, όταν οι τιμές του χαλκού εκτοξεύθηκαν, αλλά τότε το ράλι «φρέναρε» κάτω από τα 11.000 δολάρια, λόγω ισχυρής αντίστασης από αγοραστές στην Κίνα. Και αυτή τη φορά δεν λείπουν οι σκεπτικιστές. Αναλυτές της Goldman Sachs επισημαίνουν ότι η άνοδος έως τώρα στηρίζεται κυρίως σε επενδυτικά στοιχήματα για μελλοντική στενότητα της αγοράς και όχι στα σημερινά θεμελιώδη προσφοράς και ζήτησης.
Παρά τις επιφυλάξεις, η Goldman Sachs εξακολουθεί να θεωρεί τον χαλκό κορυφαία επιλογή μεταξύ των βιομηχανικών μετάλλων και, στα μέσα Δεκεμβρίου, αναβάθμισε την πρόβλεψή της για το 2025 στα 11.400 δολάρια ανά τόνο.
Στις 11:36 τοπική ώρα, ο χαλκός ενισχυόταν κατά 1% στα 12.042,50 δολάρια στο LME, ενώ ανοδικά κινήθηκαν και άλλα βιομηχανικά μέταλλα, με το νικέλιο να καταγράφει άνοδο περίπου 2%.
Διαβάστε ακόμη
