Με το εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ να είναι κλειστό τα τελευταία δύο χρόνια και να πραγματοποιούνται πλέον οι απαραίτητες συντηρήσεις, αναζητείται φόρμουλα για να ξαναπάρει μπρος η εγκατάσταση που για αρκετές δεκαετίες τροφοδοτούσε τη βιομηχανία ανοξείδωτου χάλυβα με νικέλιο, ως κράμα σιδηρονικελίου. Το ερώτημα που υπάρχει είναι με ποιον τρόπο θα μπορούσε να «αναστηθεί» η ΛΑΡΚΟ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις για την επαναλειτουργία της. Ένα ζητούμενο που απασχολεί πλέον την αγορά είναι η μέθοδος αξιοποίησης του μεταλλεύματος. Η ΛΑΡΚΟ λειτουργούσε για δεκαετίες με την τεχνολογία της πυρομεταλλουργίας, η οποία είναι αρκετά ενεργοβόρος και απαιτεί πολλούς εργαζόμενους. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως μέσω αυτής της διαδικασίας δεν μπορεί να παραχθεί καθαρό νικέλιο, που είναι απαραίτητος κρίκος για την κατασκευή μπαταριών, ενώ δεν μπορεί να συλλεχθεί και κοβάλτιο.

Στον αντίποδα, η τεχνολογία της υδρομεταλλουργίας δεν είναι τόσο ενεργοβόρος και απαιτεί λιγότερους εργαζόμενους. Μπορούν, δε, μέσω αυτής της τεχνολογίας να ανακτηθούν τόσο το κοβάλτιο, όσο και το νικέλιο στην καθαρή του μορφή. Τα ζητήματα που προαναφέρθηκαν βρέθηκαν στο επίκεντρο πρόσφατης συνάντησης μεταξύ στελεχών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, της Ειδικής Διαχείρισης και επιστημόνων. Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε να προωθηθεί η υδρομεταλλουργία.

Η υδρομεταλλουργία και το μέλλον της ΛΑΡΚΟ

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ανάδειξη αυτών των ζητημάτων αποτελούν το θεμέλιο για να ξεκινήσουν και πάλι οι συζητήσεις και να ακολουθηθεί ένας βηματισμός ώστε να γίνει εκ νέου διαγωνισμός για την προσέλκυση επενδυτών. Ωστόσο, θα απαιτηθεί όπως φαίνεται αρκετός χρόνος. Ένα άλλο ζήτημα που αφορά την επαναλειτουργία της ΛΑΡΚΟ σχετίζεται με τις απαραίτητες επενδύσεις που θα πρέπει να γίνουν στο σκέλος της περιβαλλοντικής προστασίας, ώστε αυτή να ακολουθήσει τα σύγχρονα περιβαλλοντικά πρότυπα. Από κει και πέρα, όπως ανέφερε τον περασμένο Ιούλιο στο συνέδριο της ΕΑΓΜΕ ο κ. Δημήτρης Δημητριάδης, Σύμβουλος Διοίκησης της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, η ΛΑΡΚΟ έχει πράσινο μέλλον με επενδύσεις στην υδρομεταλλουργία. Σύμφωνα με τον κ. Δημητριάδη, αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί «με την εγκατάσταση ενός υδρομεταλλουργικού εργοστασίου, μιας επένδυσης που θα φθάσει στα 700 εκατ. ευρώ με δυνατότητα παραγωγής 20.000 τόνων νικελίου το χρόνο και 1.100 τόνων κοβαλτίου. Στο εργοστάσιο αυτό μπορεί να συνυπάρξει και να λειτουργήσει μονάδα ανακύκλωσης και ανάκτησης υπολειμμάτων, όπως χαλκού, δημιουργώντας έτσι ένα τεχνολογικό hub».

Υπενθυμίζεται πως η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, μαζί με την AD Holdings, είχε αναδειχθεί προτιμητέος επενδυτής στην προηγούμενη διαδικασία ιδιωτικοποίησης που είχε δρομολογήσει το Δημόσιο, πλην όμως απέσυρε το ενδιαφέρον της το καλοκαίρι του 2024.

«Καυτό» ζήτημα οι κρίσιμες πρώτες ύλες στην Ευρώπη

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξελίσσεται η συζήτηση για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, με την Ευρώπη να αναζητά βηματισμό για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων που διαθέτει. Δεδομένου πως η ΕΕ είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα, στόχος είναι η υλοποίηση μιας στρατηγικής που θα την καταστήσει ανεξάρτητη από κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως το γάλλιο, το αντιμόνιο, το βολφράμιο, το γερμάνιο και ο χαλκός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο εξαρτημένη είναι η Ευρώπη από πρώτες ύλες είναι η περίπτωση του λιθίου. Οι κινεζικές εταιρείες σήμερα ελέγχουν περίπου το 25% της παγκόσμιας ικανότητας εξόρυξης του πολύτιμου ορυκτού, με την Ευρώπη να είναι εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις των τιμών. Ο χρυσός είναι ένα άλλο παράδειγμα, με τις τιμές του να εκτοξεύονται την προηγούμενη χρονιά, εξαιτίας του πληθωρισμού και των γεωπολιτικών κινδύνων. Σύμφωνα με το Canadian Mining Journal, το πολύτιμο μέταλλο ξεπέρασε το όριο των 3.800 δολαρίων ανά ουγγιά μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, προτού κλείσει το έτος λίγο πάνω από τα 3.600 δολάρια ανά ουγγιά.

Το ζητούμενο, σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς, είναι πως πρέπει να εφαρμοστεί ο ευρωπαϊκός κανονισμός για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act), ενισχύοντας την ανθεκτικότητα της ΕΕ μέσω της διασφάλισης πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Ο συγκεκριμένος κανονισμός όμως είναι το πρώτο βήμα. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η εύρεση χρηματοδοτικού εργαλείου. Σε αυτό το επίπεδο η Ευρώπη κινείται πάρα πολύ αργά, επισημαίνουν οι ίδιες πηγές. Παράλληλα, τονίζεται πως το ενεργειακό κόστος παραμένει ένα πολύ σημαντικό «αγκάθι» για τις επενδύσεις, ενώ οι καθυστερήσεις στην αδειοδοτική διαδικασία μειώνουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Εκτιμάται, πάντως, πως στη χώρα μας το ερευνητικό ενδιαφέρον για κρίσιμες πρώτες ύλες θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια.

Διαβάστε ακόμη