Σε ένα σημαντικό βήμα για τη χαρτογράφηση και αξιοποίηση των ορυκτών πόρων της χώρας προχωρά το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς με απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κηρύχθηκε ερευνητέα από το Δημόσιο μια εκτεταμένη περιοχή στην Περιφερειακή Ενότητα Λέσβου. Η απόφαση ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων με στόχο την αναζήτηση κρίσιμων πρώτων υλών και σπανίων γαιών, σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στρατηγική προτεραιότητα την ενίσχυση της αυτάρκειάς της σε υλικά ζωτικής σημασίας για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Η ερευνητέα περιοχή, συνολικής έκτασης περίπου 580 τετραγωνικών χιλιομέτρων, αποτελείται από δύο τμήματα: το τμήμα Α1 έκτασης 155,37 km² και το τμήμα Α2 έκτασης 424,56 km². Τα δύο αυτά τμήματα οριοθετούνται με ακρίβεια μέσω γεωγραφικών συντεταγμένων στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς (ΕΓΣΑ ’87), όπως προβλέπεται από το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις μεταλλευτικές έρευνες. Η πρωτοβουλία εντάσσεται στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος Ερευνών Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων δράσεις αναζήτησης και αξιολόγησης επιλεγμένων εμφανίσεων κρίσιμων πρώτων υλών (CRMs) και σπανίων γαιών σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Η χρηματοδότηση του συγκεκριμένου έργου, ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ, προέρχεται από τα έσοδα των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την κατανομή των εσόδων αυτών. Η δράση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των υποχρεώσεων της χώρας που απορρέουν από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2024/1252, ο οποίος θεσπίζει το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την ασφάλεια και βιωσιμότητα του εφοδιασμού με κρίσιμες πρώτες ύλες.
Η κήρυξη της περιοχής ως ερευνητέας συνοδεύεται από την αναστολή για τρία έτη της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων προς τον αρμόδιο Περιφερειάρχη για τη χορήγηση αδειών μεταλλευτικών ερευνών από τρίτους, όπως προβλέπεται από το νομοθετικό διάταγμα 210/1973 περί Μεταλλευτικού Κώδικα. Με αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται ότι οι έρευνες θα πραγματοποιηθούν συντονισμένα και υπό την εποπτεία της πολιτείας, χωρίς επικαλύψεις και ανταγωνιστικές αιτήσεις που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή να δυσχεράνουν το έργο.
Την πρωτοβουλία για την κήρυξη της περιοχής ανέλαβε η Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ), η οποία υπέβαλε σχετικές αιτήσεις ήδη από το 2024, ενώ ακολούθησε και τροποποίηση των αρχικών ορίων της ερευνητέας ζώνης μέσα στο 2025, μετά από συνεννόηση με τις αρμόδιες υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό, η Διεύθυνση Βιομηχανίας, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου εξέδωσε θετική γνωμοδότηση, ανοίγοντας τον δρόμο για την έκδοση της υπουργικής απόφασης.
Οι έρευνες που θα πραγματοποιηθούν στη Λέσβο θα δείξουν αν διαθέτει κοιτάσματα κρίσιμων ορυκτών
Η ΕΑΓΜΕ καλείται πλέον, ως ερευνητική αρχή, να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1252, που προβλέπει συγκεκριμένες διαδικασίες για την υλοποίηση εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων και την παροχή αναλυτικής πληροφόρησης στη Γενική Διεύθυνση Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι έρευνες που θα πραγματοποιηθούν στην περιοχή της Λέσβου αναμένεται να δώσουν πολύτιμα στοιχεία για τη γεωλογική σύνθεση και τις πιθανές συγκεντρώσεις κρίσιμων πρώτων υλών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή τεχνολογιών όπως οι μπαταρίες, οι ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα.
Η εξέλιξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ευρώπη εισάγει σήμερα πάνω από το 90% των σπανίων γαιών που χρησιμοποιεί, γεγονός που καθιστά την εγχώρια αναζήτηση και αξιοποίηση τέτοιων υλικών κρίσιμη για τη μείωση της εξάρτησης και την ενίσχυση της στρατηγικής της αυτονομίας. Η Λέσβος, με την ιδιαίτερη γεωλογική της δομή και τις ενδείξεις παρουσίας πολύτιμων ορυκτών, μπορεί να διαδραματίσει ρόλο-κλειδί σε αυτή την εθνική και ευρωπαϊκή προσπάθεια.
Τα αποτελέσματα των ερευνών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν εάν και πώς η Λέσβος μπορεί να ενταχθεί στον νέο ευρωπαϊκό χάρτη στρατηγικών πρώτων υλών, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο για μελλοντικές επενδύσεις και αξιοποίηση των φυσικών της πόρων.
Διαβάστε ακόμη