Με στόχο την εκπόνηση της μελέτης σκοπιμότητας την επόμενη χρονιά, ξεκίνησαν πριν λίγες ημέρες από τη Rockfire οι γεωτρήσεις για την αναβάθμιση του πόρου στο κοίτασμα ψευδαργύρου στους Μολάους, το οποίο της έχει παραχωρηθεί για έρευνα και εκμετάλλευση. Πηγές της εταιρείας αναφέρουν πως «στόχος είναι η επέκταση του κοιτάσματος με βάση τις γεωτρήσεις», ενώ μάλιστα σχολιάζουν πως «θα μπορούσε να είναι δυνητικά μεγαλύτερο το κοίτασμα απ’ όσο προβλεπόταν αρχικά με βάση τα σχέδια παραχώρησης». Σε αυτό το πλαίσιο, σίγουρα η Rockfire θα επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να υπάρχουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα εξελίξεις.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της εταιρείας, προγραμματίζονται 30 γεωτρήσεις, με τα βάθη των γεωτρήσεων να κυμαίνονται από 200 έως 450 μέτρα. Τα αποτελέσματα για κάθε γεώτρηση θα δημοσιευτούν μόλις παραληφθούν από το εργαστήριο. Οι γεωτρήσεις αναμένεται να είναι συνεχείς τουλάχιστον μέχρι τον Φεβρουάριο του 2026.

Με το βλέμμα στους κινεζικούς περιορισμούς γερμανίου

Πηγές της αγοράς αναφέρουν στο energygame.gr πως το ζήτημα είναι η Ευρώπη «να περάσει από τη θεωρία στην πράξη» και να χρηματοδοτήσει έργα για την εξόρυξη κρίσιμων πρώτων υλών, οι οποίες είναι απαραίτητες για μια σειρά από τομείς, όπως η ενεργειακή μετάβαση, η αεροδιαστημική, η ναυτιλία και η άμυνα. Ειδικά για την τελευταία κατηγορία το ενδιαφέρον είναι μεγάλο, με βάση τους σχεδιασμούς των ευρωπαϊκών κρατών, με το γερμάνιο, το οποίο υπάρχει και στο κοίτασμα ψευδαργύρου στους Μολάους, να θεωρείται ένα στρατηγικό υλικό.

Όπως υπογραμμίζουν οι ίδιες πηγές, «η γραφειοκρατία των Βρυξελλών είναι μεγάλο εμπόδιο» που αναγκάζει αρκετά κράτη να χαράξουν τον δικό τους δρόμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, η οποία αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την έρευνα για κρίσιμες πρώτες ύλες. Βέβαια, και η ελληνική πολιτεία έχει δείξει σταθερό ενδιαφέρον τους τελευταίους μήνες. Υπενθυμίζεται, πάντως, πως ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), σε επιστολή του πριν λίγους μήνες προς την ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας τόνιζε την ανάγκη αλλαγών στον Μεταλλευτικό Κώδικα, στην κατεύθυνση απλοποίησης της περιβαλλοντικής αδειοδότησης.

Το ενδιαφέρον πάντως παγκοσμίως είναι μεγάλο και αποτυπώνεται και στην τιμή του γερμανίου, όπου ξεπέρασε τα 5.000 δολάρια το κιλό, σε σύγκριση με λίγο πάνω από τα 1.000 δολάρια στις αρχές του 2023. Η παγκόσμια ζήτηση γερμανίου είναι περίπου 180 έως 200 τόνοι ετησίως, σύμφωνα με την Fastmarkets. Η Ρωσία ιστορικά ήταν προμηθευτής γερμανίου, αλλά οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη χώρα μετά την πλήρη εισβολή της στην Ουκρανία έχουν συμβάλει σε ελλείψεις εφοδιασμού στη Δύση.

Σύμφωνα με τους Financial Times, οι κινεζικοί περιορισμοί στις εξαγωγές του γερμανίου έχουν δημιουργήσει μια «απελπιστική» κρίση εφοδιασμού και έχουν ωθήσει τις τιμές στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τουλάχιστον 14 ετών. Η Κίνα δήλωσε το 2023 ότι θα σταματήσει τις εξαγωγές γερμανίου, γαλλίου και αντιμονίου μετά τους περιορισμούς των ΗΠΑ και της Ολλανδίας σε προηγμένα τσιπ και εξοπλισμό κατασκευής τσιπ. Ωστόσο, traders και αναλυτές ανέφεραν ότι οι εξαγωγές άρχισαν να μειώνονται σοβαρά από τα τέλη του 2024 και μετά.

Διαβάστε ακόμη