«Τα όπλα της αποτροπής στο μέλλον δεν θα λέγονται μόνο belharra, rafale ή patriot. Θα λέγονται και γάλλιο, αντιμόνιο, βολφράμιο, γερμάνιο και χαλκός. Τέτοια όπλα υπάρχουν στο ελληνικό υπέδαφος. Είναι στο χέρι μας να τα αξιοποιήσουμε». Με αυτή τη φράση κλείνει το άρθρο του, που δημοσιεύτηκε αυτές τις ημέρες, ο Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, Πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ). Ο κ. Γιαζιτζόγλου εκφράζει μια θέση που αρχίζει και γίνεται ευρέως αποδεκτή διεθνώς: Οι κρίσιμες πρώτες ύλες, ή αλλιώς κρίσιμα ορυκτά, θα επηρεάζουν δραματικά τη γεωπολιτική πραγματικότητα από δω και στο εξής.

Αυτό δείχνει να το έχει καταλάβει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πρόσφατα έκλεισε μια μεγάλη συμφωνία για επενδύσεις με ευνοϊκούς όρους σε ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας. Στόχος του Τραμπ είναι να μειώσουν οι ΗΠΑ την εξάρτησή τους από τις κινεζικές εισαγωγές. Η Κίνα ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου κρίσιμων ορυκτών και δεν έχει διστάσει να το εργαλειοποιήσει στο πρόσφατο παρελθόν, προκαλώντας «παρενέργειες» στις αντίπαλες οικονομίες και ασκώντας έλεγχο πάνω τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δείχνει να έχει λάβει, επίσης, το μήνυμα, κάνοντας τα πρώτα δειλά βήματα για να εξασφαλίσει στρατηγική αυτονομία. Μέχρι πρότινος, η ΕΕ, που εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους ορυκτούς πόρους της Κίνας, προσπαθούσε να επιτύχει την ενεργειακή της μετάβαση με ορυχεία άλλων.

Τα κρίσιμα ορυκτά μέταλλα και πρώτες ύλες αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η ενεργειακή μετάβαση και η τεχνολογική εξέλιξη. Αποτελούν βασικό συστατικό για την κατασκευή φωτοβολταϊκών, ανεμογεννητριών, μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά και για συστήματα άμυνας, για smartphones και άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Η ΕΕ εδώ και δεκαετίες έχει δημιουργήσει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας τους ορυκτούς πόρους άλλων, αναπτυσσόμενων κυρίως κρατών. Αυτό την έχει οδηγήσει να εξαρτάται από τρίτες χώρες, και κυρίως από την Κίνα, σε κομβικούς τομείς της οικονομίας της. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο την εξασφάλιση εναλλακτικών προμηθευτών και την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων που διαθέτει στο υπέδαφός της.

Τον Μάρτιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε 47 στρατηγικά έργα που αφορούν εξόρυξη, επεξεργασία και ανακύκλωση σπάνιων γαιών και πρώτων υλών σε ευρωπαϊκό έδαφος, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τρίτες χώρες και να διαφοροποιηθούν οι πηγές εφοδιασμού. Ανάμεσά τους ήταν και ένα ελληνικό έργο, βάσει της πρότασης για εξόρυξη και επεξεργασία βωξίτη, αλουμίνας και γαλλίου που υπέβαλε η Metlen. Το επενδυτικό σχέδιο της Metlen έχει προϋπολογισμό 295,5 εκατ. ευρώ και αποσκοπεί στην επίτευξη συνολικής παραγωγικής δυναμικότητας (σε ετήσια βάση) 2 εκατ. τόνων βωξίτη, 1.265.000 τόνων αλουμίνας (από 865.000 τόνους σήμερα) και 50 ΜΤ γαλλίου (για πρώτη φορά). Και οι τρεις αυτές πρώτες ύλες περιλαμβάνονται στη λίστα των Κρίσιμων Πρώτων Υλών (Critical Raw materials) της ΕΕ.

Πέραν της επένδυσης της Metlen, προχωράει και η επένδυση της Rockfire στους Μολάους Λακωνίας, με στόχο την εξόρυξη ψευδαργύρου και, κυρίως, γερμανίου. Σε πρόσφατη ανάρτησή της στο LinkedIn, η εταιρεία ανέφερε: «Το έργο της Rockfire στους Μολάους, το οποίο ανήκει κατά 100% στην εταιρεία, περιλαμβάνει ψευδάργυρο, μόλυβδο, ασήμι και ένα πολύτιμο υποπροϊόν, το γερμάνιο. Η γεωλογική σπανιότητα του γερμανίου έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση της τιμής του, καθώς η έλλειψη προσφοράς αρχίζει να γίνεται αισθητή».

Ο παράγοντας της κοινωνικής αποδοχής

Παρά τη γεωπολιτική σημασία των κρίσιμων ορυκτών, μια μεγάλη μεταλλευτική επένδυση, που ενέχει και σημαντικές επιπτώσεις στο τοπικό περιβάλλον, θα πρέπει πάντα να διαθέτει την αποδοχή της τοπικής κοινωνίας για να προχωρήσει χωρίς προβλήματα. Αυτό το γεγονός έχει γίνει σαφές σε ευρωπαϊκές χώρες που προσπαθούν να προχωρήσουν τέτοια έργα, όπως η Ελλάδα, αλλά και η Σερβία. Όσον αφορά τη χώρα μας, τον Ιανουάριο του 2025 το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αντιμονίου που διαθέτει η Βόρεια Χίος. Η Λάβα Μεταλλευτική & Λατομική ΑΕ, που ανήκει στον όμιλο εταιρειών της τσιμεντοβιομηχανίας ΗΡΑΚΛΗΣ, η ΤΕΡΝΑ Λευκόλιθοι (ο βραχίονας μεταλλευτικής δραστηριότητας της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ), η Geotest και η Γαία Μελετών ΑΕ εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τον διαγωνισμό. Ωστόσο, οι μεγάλες τοπικές αντιδράσεις που έχουν ξεσπάσει δημιουργούν προβλήματα στο εγχείρημα και αμφιβολίες για το μέλλον του.

Ήδη, έχουν υπάρξει προσφυγές κατοίκων της Χίου στο Συμβούλιο της Επικράτειας (ΣτΕ), ενώ πριν μερικές ημέρες ο καθηγητής Νομικής και Συνταγματικού Δικαίου, Πάνος Λαζαράτος, εκφράζοντας την πλειοψηφία των κατοίκων του νησιού, κατέθεσε επιστολή προς το ΥΠΕΝ και ειδικότερα προς τον υπουργό Σταύρο Παπασταύρου, ζητώντας την άμεση ακύρωση του διαγωνισμού. Οι μεγάλες πυρκαγιές που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής μέσα στο καλοκαίρι έπαιξαν έναν επιπλέον ρόλο. Με ανάρτησή του, ο κ. Λαζαράτος ανέφερε: «Πριν λίγο κατέθεσα αίτημα διακοπής του διαγωνισμού για την εξόρυξη ΑΝΤΙΜΟΝΙΟΥ στη βόρεια ΧΙΟ. Το απαιτεί το Σύνταγμα, ο ν. 998/1979, τα λάθη της προκηρύξεως, οι συνθήκες, η ανάγκη για ένα νέο ξεκίνημα στην ΑΜΑΝΗ και η στοιχειώδης λογική. Εκφράζω την πεποίθηση ότι ο Πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός […] θα ανταποκριθούν σύντομα στο αίτημα αυτό». «Το περιβάλλον και η φέρουσα ικανότητα της νήσου υπέστησαν τεράστια επιβάρυνση, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε επιβαρυντική δραστηριότητα, πολλώ δε μάλλον η πραγματοποίηση μεγάλης κλίμακας εξορυκτικών δραστηριοτήτων, να μην είναι βιώσιμη και ως εκ τούτου να αντίκειται στο άρθ. 24 παρ. 1 του Συντάγματος», πρόσθεσε.

Μεγάλες αντιδράσεις υπάρχουν και στην κοντινή μας Σερβία, η οποία διαθέτει τεράστια κοιτάσματα λιθίου στο υπέδαφός της. Η σερβική κυβέρνηση «ανέστησε» πέρυσι την επένδυση που σχεδιάζει στη χώρα ο πολυεθνικός μεταλλευτικός κολοσσός, Rio Tinto, η οποία είχε μπλοκάρει το 2022 λόγω των τότε αντιδράσεων. Από πέρυσι έχει υπάρξει μεγάλη κινητοποίηση και χιλιάδες Σέρβοι έχουν διαμαρτυρηθεί στους δρόμους, ενώ τον Μάρτιο μαζεύτηκαν 100.000 υπογραφές που ζητούσαν τη διακοπή του έργου. Στο «πρόσωπο» της Σερβίας, η ΕΕ βλέπει έναν αξιόπιστο προμηθευτή ενός απαραίτητου για την οικονομία της ορυκτού και ήδη έχει συνάψει συμφωνία με τη σερβική κυβέρνηση για μελλοντική προμήθεια λιθίου. Η σερβική κυβέρνηση, από την άλλη, βλέπει μια μεγάλη ευκαιρία για να ενισχύσει σημαντικά την οικονομία της. «Αυτή είναι μια ευκαιρία που δεν πρόκειται να χάσουμε», είχε δηλώσει πέρυσι ο Σέρβος υπουργός Οικονομικών, Σίνισα Μάλι.

Παρόλα αυτά, τόσο οι Σέρβοι κάτοικοι, όσο και οι κάτοικοι της Χίου, φοβούνται ότι η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων θα μολύνει τις πηγές νερού και τους υδροφόρους ορίζοντες και θα θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Η ελληνική και η σερβική κυβέρνηση έχουν επανειλημμένα προσπαθήσει να κατευνάσουν τις ανησυχίες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Είναι γεγονός πως η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήσει το μέλλον της στα χέρια μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, όπως η Κίνα. Για να ανορθώσει τη βιομηχανία και την οικονομία της, θα πρέπει να βρει αξιόπιστες πηγές πρώτων υλών. Παράλληλα, δεν είναι δυνατό ούτε και ηθικό να επιδιώκει την ενεργειακή της μετάβαση με πρώτες ύλες που προέρχονται εξ’ ολοκλήρου από ορυχεία άλλων κρατών. Από την άλλη, καμία μεγάλη μεταλλευτική επένδυση δεν θα μπορέσει να προχωρήσει αν δεν εξασφαλιστεί τοπική υποστήριξη ή ανοχή. Θα πρέπει να υπάρξει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και των τοπικών κοινοτήτων, ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη εμπιστοσύνη στη σχέση κράτους και πολιτών. Μόνο έτσι θα είναι πραγματικά βιώσιμα τα έργα που απαιτούνται να γίνουν στην Ευρώπη.

Διαβάστε ακόμη