Οι εταιρείες εξόρυξης χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο τα Community Development Agreements (CDAs) για να καθορίσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις κοινότητες που επηρεάζονται. Αυτό βοηθά να διασφαλιστεί ότι οι κοινότητες επωφελούνται από τις συγκεκριμένες επενδύσεις. Ωστόσο, για απτά αποτελέσματα απαιτούνται σημαντικές προσπάθειες.

Στην Ευρώπη υπάρχει έντονος προβληματισμός για το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που καταγράφεται στην εξορυκτική δραστηριότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως εξίσου σημαντικό είναι το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής των συγκεκριμένων έργων. Όπως ανέφερε πρόσφατα στο συνέδριο της ΕΑΓΜΕ ο γενικός διευθυντής Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Ενέργειας κ. Πέτρος Τζεφέρης, τα Community Development Agreements (CDAs) μπορούν να εξασφαλίσουν τη δομημένη εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών.

Πιο συγκεκριμένα, η πολωνική προεδρία πρότεινε τα Community Development Agreements (CDAs), που είναι συμβάσεις διμερείς ή τριμερείς, όπου μπορεί να συμμετέχει και το κράτος, οι οποίες έχουν συνομολογηθεί ανάμεσα στις τοπικές κοινωνίες και τις επιχειρήσεις, με σκοπό να καθορίσουν τις υποχρεώσεις και τα οφέλη των εμπλεκομένων μερών. Σύμφωνα με τον κ. Τζεφέρη, «στην Ευρώπη δεν έχουν ακόμα μεγάλη εφαρμογή, καθώς η Ευρώπη έχει ένα συνεκτικό σχέδιο και ένα από τα πιο αυστηρά πλαίσια, όμως σε άλλες περιοχές παγκοσμίως που το πλαίσιο δεν είναι συνεκτικό και που υπάρχει το χάσμα εμπιστοσύνης, εφαρμόζονται. Στην Αφρική, στην Ασία και στην Αυστραλία».

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Ενέργειας, «επί της ουσίας όταν υπάρχει ένα αμφιλεγόμενο εξορυκτικό έργο, τίθεται σε συζήτηση ένα κείμενο πλαίσιο προς τις τοπικές κοινωνίες, το οποίο πρέπει να συνομολογηθεί και μόνο όταν γίνει αυτό προχωρά η συμβασιοποίηση του έργου. Αυτό προϋποθέτει, φυσικά, να υπάρχουν όργανα παρακολούθησης, εμπειρογνώμονες και φυσικά πρέπει να υπάρχει μια λογοδοσία και ένα σύστημα διαμεσολάβησης και διαιτησίας».

Διαβάστε ακόμη