Η φιλόδοξη προσπάθεια των δυτικών χωρών, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να επαναπατρίσουν κρίσιμες βιομηχανίες επεξεργασίας μετάλλων, όπως ο χαλκός, το αλουμίνιο και τις σπάνιες γαίες, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα απρόβλεπτο, αλλά βαθιά ριζωμένο εμπόδιο σύμφωνα με τους Financial Times. Την εκρηκτική αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και τον σκληρό ανταγωνισμό από τον κλάδο της «Μεγάλης Τεχνολογίας» (Big Tech). Αυτό το σύνθετο πρόβλημα απειλεί όχι μόνο την οικονομική βιωσιμότητα των χυτηρίων, αλλά και την ευρύτερη στρατηγική επιδίωξη για μείωση της εξάρτησης από αλυσίδες εφοδιασμού που κυριαρχούνται από χώρες όπως η Κίνα, θέτοντας σε κίνδυνο την ενεργειακή μετάβαση και την εθνική ασφάλεια.
Η βιομηχανία των μετάλλων είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα. Οι διαδικασίες τήξης, ειδικά για μέταλλα όπως το αλουμίνιο που απαιτούν ηλεκτρόλυση, καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Σε ένα περιβάλλον όπου οι τιμές της ενέργειας έχουν εκτοξευθεί, εν μέρει λόγω γεωπολιτικών εντάσεων όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, το κόστος λειτουργίας των χυτηρίων έχει γίνει απαγορευτικό. Ο Alex Christopher, ανώτερος αναλυτής στην SMM Aluminium Strategy, τονίζει πως η τιμή της ενέργειας μπορεί να αντιπροσωπεύει έως και το 40% του λειτουργικού κόστους μιας χυτηρίου αλουμινίου. Ταυτόχρονα, η ραγδαία επέκταση των κέντρων δεδομένων της Big Tech, τα οποία απαιτούν επίσης τεράστιες ποσότητες ενέργειας για λειτουργία και ψύξη, δημιουργεί μια άνευ προηγουμένου ζήτηση. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί, με την τεράστια οικονομική τους δύναμη, είναι σε θέση να πληρώνουν υψηλότερα ποσά για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμων συμβολαίων ενέργειας, εκτοπίζοντας ουσιαστικά τους παραδοσιακούς βιομηχανικούς χρήστες.
Οι κυβερνήσεις, αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία αυτών των μετάλλων –τα οποία είναι θεμελιώδη για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων, ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών και αμυντικών συστημάτων– έχουν προβεί σε σημαντικές παρεμβάσεις. Δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ έχουν διατεθεί μέσω επιδοτήσεων, φορολογικών ελαφρύνσεων και προγραμμάτων χρηματοδότησης, όπως ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA) στις ΗΠΑ. Επιπλέον, έχουν επιβληθεί δασμοί σε εισαγωγές μετάλλων για την προστασία των εγχώριων παραγωγών. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα, αν και απαραίτητα, αποδεικνύονται ανεπαρκή μπροστά στη δυναμική των τιμών της ενέργειας και την άνευ προηγουμένου ζήτηση από τον τεχνολογικό τομέα. Η λογική της αγοράς, όπου ο μεγαλύτερος «πλειοδότης» εξασφαλίζει την ενέργεια, υπονομεύει τις προσπάθειες για επανεκβιομηχάνιση.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα παράδοξο. Ενώ οι ΗΠΑ και η Ευρώπη επιδιώκουν την «πράσινη» μετάβαση και την απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, η αδυναμία τους να παράγουν επαρκή ποσότητα βασικών μετάλλων στο εσωτερικό απειλεί να καταστήσει αυτή τη μετάβαση εξαιρετικά δαπανηρή ή και ανέφικτη, αυξάνοντας την εξάρτηση από ξένους προμηθευτές. Επιπλέον, η αυξανόμενη ζήτηση για μετάλλευμα και η μειωμένη ικανότητα επεξεργασίας στη Δύση ενισχύουν την παγκόσμια κυριαρχία χωρών όπως η Κίνα, η οποία ελέγχει σημαντικό μέρος της αλυσίδας εφοδιασμού.
Η λύση σε αυτό το περίπλοκο πρόβλημα απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση. Πέρα από τις επιδοτήσεις, είναι αναγκαία η ανάπτυξη νέων, λιγότερο ενεργοβόρων τεχνολογιών για την επεξεργασία μετάλλων, η διασφάλιση μακροπρόθεσμων, σταθερών τιμών ενέργειας για τη βιομηχανία και, ενδεχομένως, η θέσπιση πολιτικών που θα εξισορροπούν τις ενεργειακές ανάγκες διαφόρων κλάδων, αναγνωρίζοντας τη στρατηγική τους σημασία. Χωρίς μια ολοκληρωμένη και συντονισμένη προσπάθεια, οι φιλοδοξίες για επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής και για επίτευξη πλήρους στρατηγικής αυτονομίας στα μέταλλα κινδυνεύουν να παραμείνουν ένα όνειρο. Η μάχη για τα μέταλλα δεν είναι απλώς μια οικονομική πρόκληση, αλλά ένας γεωπολιτικός αγώνας που θα καθορίσει το μέλλον της βιομηχανίας και της τεχνολογίας παγκοσμίως.
Διαβάστε ακόμη