Βαθαίνει η στρατηγική σύμπλευση Ελλάδας και Κύπρου στον κρίσιμο τομέα των ορυκτών πρώτων υλών, καθώς η δεύτερη συνάντηση εμπειρογνωμόνων των δύο χωρών –που πραγματοποιήθηκε σε εξαιρετικό κλίμα και με ουσιαστικά αποτελέσματα– επιβεβαίωσε ότι ο κοινός στόχος είναι πλέον ξεκάθαρος: να επιταχυνθούν οι αδειοδοτήσεις, να ενισχυθεί η διαφάνεια και να εδραιωθεί ένα σύγχρονο, βιώσιμο και ανταγωνιστικό μοντέλο αξιοποίησης των Στρατηγικών και Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΣΚΟΠΥ). Η συζήτηση δεν περιορίστηκε σε τεχνοκρατικό επίπεδο αλλά άνοιξε ξεκάθαρα τον δρόμο για μια νέα εποχή θεσμικής ενοποίησης των διαδικασιών, εναρμονισμένη με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις φιλοδοξίες των δύο χωρών για ενεργό ρόλο στον ευρωπαϊκό μετασχηματισμό των πρώτων υλών.
Την Κύπρο εκπροσώπησαν ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Μεταλλείων και Λατομείων του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, κ. Στέλιος Μιχαήλ, μηχανικός μεταλλείων, και η τεχνικός μηχανικός κα Ευμορφία Κωνσταντινίδη. Από την πλευρά της Ελλάδας, παρών ήταν ο Γενικός Διευθυντής Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Πέτρος Τζεφέρης, επικεφαλής αντιπροσωπείας που συγκέντρωνε στελέχη από όλες τις διευθύνσεις της Γενικής Διεύθυνσης ΟΠΥ – μια πλήρης και στοχευμένη παρουσία που καταδεικνύει την πρόθεση για βαθιά θεσμική εμβάθυνση της συνεργασίας.
Κεντρικός άξονας της συνάντησης ήταν η ανάγκη να προσαρμοστεί η διαδικασία αδειοδότησης των ΣΚΟΠΥ στις προβλέψεις του νέου Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1252, γνωστού ως Critical Raw Materials Act (CRMA), που αποτελεί την ευρωπαϊκή απάντηση στην πρόκληση της στρατηγικής αυτάρκειας σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Η πρόταση για ίδρυση Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης (ΕΚΕ), με βάση τις διατάξεις του CRMA, αντιμετωπίστηκε ως καταλύτης για την επιτάχυνση των διαδικασιών, με στόχο να ξεμπλοκάρουν καθυστερήσεις και να αποκτήσει η αδειοδότηση την προβλεψιμότητα και την ταχύτητα που απαιτεί η εποχή.
Πέρα όμως από τον θεσμικό σχεδιασμό, οι δύο πλευρές εστίασαν και σε τεχνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα αιχμής, τα οποία συχνά αποτελούν τροχοπέδη για την ουσιαστική πρόοδο εξορυκτικών έργων. Η ανταλλαγή εμπειριών και καλών πρακτικών αναδείχθηκε ως πολύτιμο εργαλείο, ιδίως σε ζητήματα όπως οι περιβαλλοντικές εγκρίσεις, η πολυεπίπεδη συναρμοδιότητα και η ανάγκη συντονισμού μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών. Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι η απλοποίηση δεν σημαίνει εκπτώσεις στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά σύγχρονα και αποδοτικά εργαλεία που διασφαλίζουν ταυτόχρονα ανάπτυξη και βιωσιμότητα.
Η συνάντηση κατέληξε σε ξεκάθαρη δέσμευση για συνέχιση της συνεργασίας σε ακόμη πιο πρακτικό επίπεδο. Προβλέπεται επίσκεψη των ελληνικών στελεχών στην Κύπρο, ώστε να αποκτήσουν άμεση εικόνα των εξορυκτικών δραστηριοτήτων, να εξετάσουν από κοινού επιτόπια προβλήματα και να εντοπίσουν ευκαιρίες για περαιτέρω σύγκλιση διαδικασιών. Επιπλέον, ανοικτό παραμένει το ενδεχόμενο επίσημης θεσμικής θωράκισης της συνεργασίας μέσω Μνημονίου Συνεργασίας, που θα εξειδικεύσει το πλαίσιο και θα θέσει μακροπρόθεσμους στόχους.
Η Ελλάδα και η Κύπρος, δύο χώρες με βαθιά γεωλογική ταυτότητα αλλά και κοινές προκλήσεις στον δρόμο της ενεργειακής και πρώτης υλης μετάβασης, φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η διαχείριση των ορυκτών δεν είναι πλέον μόνο εθνική υπόθεση. Είναι ευρωπαϊκή, στρατηγική και συνδεδεμένη με τη νέα πράσινη και ψηφιακή εποχή. Και με τη σημερινή τους σύμπλευση, στέλνουν το μήνυμα ότι θέλουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Διαβάστε ακόμη: