Μπορεί να έχει περάσει σχετικά χαμηλά στον οικονομικό Τύπο, αλλά υπάρχει ένα κορυφαίο παράδειγμα για το πως η συνεργασία του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να φέρει τεράστια οφέλη σε έναν κλάδο. Πρόκειται για την ελληνική φαρμακοβιομηχανία η οποία τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει στη δημιουργία δεκάδων εργοστασίων καθιστώντας τον κλάδο ως έναν από τους κορυφαίους εξαγωγικούς τομείς της χώρας. Μάλιστα η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία συνεχίζει και σήμερα να επενδύει σε νέα εργοστάσια (ακόμα και πρώτων υλών για τα φάρμακα ώστε να περιορίσει τη διεθνή εξάρτηση) και σε ερευνητικά κέντρα.

Πώς έγινε αυτό; Επειδή διαδοχικές κυβερνήσεις, διαφορετικών κομμάτων και ιδεολογικών προσήμων κάθισαν στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους του κλάδου, άκουσαν τα προβλήματα και έδωσαν ουσιαστικές λύσεις. Όλα ξεκίνησαν με την περίφημη μελέτη της αμερικανικής εταιρείας συμβούλων McKinsey στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Εκείνη η μελέτη θεωρούσε πως η φαρμακοβιομηχανία μπορεί να είναι ένα από τα ατού της χώρας. Στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που κέρδισε την εξουσία το 2015, υπήρχαν άνθρωποι που πήραν τη μελέτη, φώναξαν τους φαρμακοβιομήχανους και προχώρησαν σε μέτρα στήριξης του κλάδου. Και η επόμενη κυβέρνηση, το 2019, συνέχισε στον ίδιο δρόμο με αποτέλεσμα ο τομέας να συνεχίζει ακόμα και σήμερα τη δυναμική του ανάπτυξη.

Η άλλη όψη

Η άλλη πλευρά του νομίσματος, εκεί που οι συνεχείς εξαγγελίες δε γίνονται ποτέ πράξη επειδή πάντα λείπει μια μικρή λεπτομέρεια, είναι ο τομέας των πρώτων υλών. Η Ελλάδα, διαβάζουμε εδώ και χρόνια, έχει πλούσιες πρώτες ύλες που μπορούν να βοηθήσουν στο σχεδιασμό της Ευρώπης για απεξάρτηση από την Κίνα και άλλους διεθνείς ανταγωνιστές. Στη χώρα μας βλέπουμε νομοθετήματα, αλλαγές στο μεταλλευτικό κώδικα, κ.α. αλλά ταυτόχρονα δε βλέπουμε να προχωρούν επενδύσεις στις πρώτες ύλες, λόγω τοπικών αντιδράσεων και αγκυλώσεων στη νομοθεσία. Οι πολίτες φαίνεται πως είναι λογικό να χρησιμοποιούν πράσινα προϊόντα που παράγονται με πρώτες ύλες από την Αφρική ή άλλες φτωχές χώρες του πλανήτη…

Δέκα χρόνια για μια άδεια

Όπως έγραφε πρόσφατα και ο Μ. Κωνσταντινίδης, πρώην Γενικός Γραμματέας του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), πώς είναι δυνατόν να ωφεληθεί η χώρα όταν «για να πάρουμε μια ΑΕΠΟ (σ.σ. περιβαλλοντική μελέτη) ώστε να ξεκινήσουμε την έρευνα μπορεί να απαιτηθούν τρία με τέσσερα χρόνια, όταν για να πάρουμε μια δεύτερη ΑΕΠΟ,  μετά τη ολοκλήρωση της έρευνας, ώστε να ξεκινήσουμε την εκμετάλλευση να απαιτηθούν άλλα πέντε χρόνια, όταν πολύ πιθανόν ένας οποιοσδήποτε να μην σε θέλει στον περίγυρο του (…) και να προσφύγει κατά των ΑΕΠΟ στο ΣτΕ, όταν μετά από κάθε ΑΕΠΟ θα πρέπει να ζητάς έγκριση Τεχνικής Μελέτης από την Διοίκηση…».

Ο παραλογισμός με τις άδειες χειριστών μηχανημάτων έργων

Ο κ. Κωνσταντινίδης αναδεικνύει και το θέμα με το Προεδρικό Διάταγμα για τις άδειες χειριστών μηχανημάτων (ΠΔ 113/2012) , «που περισσότερο μοιάζει με διαφημιστικό φυλλάδιο εταιρειών παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού, το οποίο κατατάσσει τα μηχανήματα έργου αλλοπρόσαλλα, απαιτώντας εξωφρενικής διάρκειας χρονικό διάστημα εργασίας ως βοηθού πριν την τελική εξέταση. Με αποτέλεσμα σήμερα ενώ η ανεργία είναι πάνω από 9% στην χώρα μας να μην υπάρχουν διαθέσιμοι χειριστές μηχανημάτων έργου». Είναι απίστευτο, αλλά «για την απόκτηση άδειας γομωτού εκρηκτικών υλών απαιτούνται 400 πλήρη ημερομίσθια εργασίας ως βοηθού γομωτού για την μία άδεια και 600 πλήρη ημερομίσθια ως βοηθού για τις δύο άδειες (κοινών η ηλεκτρικών πυροδοτήσεων)».

Τα ξεχασμένα νομοθετήματα

Πολλοί θα πιστέψουν πως αυτές οι ξεχασμένες «φωτογραφικές» ρυθμίσεις που βρίσκονται διάσπαρτες στην ελληνική νομοθεσία για τις επενδύσεις και την εργασία οφείλονται απλά σε αδιαφορία ή άγνοια των υπευθύνων. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, δεν πρόκειται για τυχαίες παραλείψεις. Οι «φωτογραφίες» εξυπηρετούν μικροσυμφέροντα εκτός και εντός του δημοσίου τα οποία κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα. Ειδικά όταν οι αρμόδιοι υπουργοί συμφωνούν με όσα τους επισημαίνει η αγορά σε κάθε σύσκεψη, αλλά ξεχνούν να προχωρήσουν στις αλλαγές.

Η ανάγκη για «ξεσκόνισμα»

Γι’ αυτό το λόγο, παράλληλα με τις πρωτοβουλίες για επιστροφή Ελλήνων επαγγελματιών από το εξωτερικό, την προσέλκυση ειδικευμένων εργατών από άλλες χώρες, την ουσιαστική αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης (ακούγεται ως ανέκδοτο μετά από δεκαετίες αδιαφορίας!), κ.α. χρειάζεται και η σύσταση μιας επιτροπής. Μιας επιτροπής που θα αναζητήσει και θα «σβήσει» από την ελληνική νομοθεσία τις ρυθμίσεις που δυσκολεύουν όσους θέλουν να εργαστούν σε μια σειρά τεχνικών επαγγελμάτων, με «φωτογραφικές» ρυθμίσεις και παράλογες, αναχρονιστικές, απαιτήσεις.

Διαβάστε ακόμη