Η απολιγνιτοποίηση δεν είναι μια επιλογή που επιβάλλεται από την πολιτική, αλλά μια πραγματικότητα που καθορίζεται από την ίδια την αγορά, επεσήμανε ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκος Τσάφος, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή. Με αφορμή τη συζήτηση για το μέλλον της Πτολεμαΐδας V και τον ρόλο του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, ο κ. Τσάφος παρουσίασε στοιχεία που δείχνουν την ιστορική πτώση της λιγνιτικής παραγωγής στην Ελλάδα, συγκρίσεις με τις τάσεις διεθνώς και τις οικονομικές πιέσεις που καθιστούν πλέον τις ΑΠΕ και το φυσικό αέριο πιο ανταγωνιστικές επιλογές. Παράλληλα, διαβεβαίωσε ότι η μετάβαση θα συνοδευθεί από λύσεις στην τηλεθέρμανση, ώστε να προστατευθούν οι τοπικές κοινωνίες που εξαρτώνται από τον λιγνίτη.

Ο Υφυπουργός τόνισε ότι το αποκορύφωμα της λιγνιτικής παραγωγής στη χώρα καταγράφηκε το 2005, όταν η ηλεκτροπαραγωγή από τον συγκεκριμένο πόρο ανήλθε σε περίπου 35 TWh, αντιστοιχώντας στο 60% της κατανάλωσης. Μέχρι το 2012 η πτώση ήταν σχετικά ήπια, γύρω στο 12%, αλλά από εκείνο το σημείο και έπειτα καταγράφηκε ραγδαία μείωση. Ενδεικτικά, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε κατά 55%, με τη διαφορά –όπως υπογράμμισε ο κ. Τσάφος– ότι τότε το κενό καλύφθηκε από αυξημένες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σήμερα η αντικατάσταση γίνεται κυρίως από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά μέρος ενός διεθνούς φαινομένου. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, η παραγωγή από λιγνίτη έχει μειωθεί κατά 50% σε σχέση με το 2007, με έντεκα χώρες –ανάμεσά τους η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Αυστρία και το Ηνωμένο Βασίλειο– να έχουν μηδενίσει πλήρως τη χρήση του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρότι δεν επιβαρύνονται με το επιπλέον κόστος δικαιωμάτων εκπομπών, η μείωση αγγίζει τα δύο τρίτα, ενώ ακόμα και στην Αυστραλία η πτώση ξεπερνά το 30%.

Αναφερόμενος ειδικά στην Πτολεμαΐδα V, ο κ. Τσάφος εξήγησε ότι, αν και έχει το δικαίωμα συμμετοχής στις καθημερινές δημοπρασίες επόμενης ημέρας, σπάνια καταφέρνει να μπει στο σύστημα. Το υψηλό κόστος παραγωγής, σε συνδυασμό με τα μεγάλα τεχνικά ελάχιστα που περιορίζουν την ευελιξία της, την καθιστούν μη ανταγωνιστική σε σχέση με τις μονάδες φυσικού αερίου ή τις ΑΠΕ. Όπως ανέφερε, η χρήση της περιορίζεται περίπου στο 20%, ενώ οι οικονομικές συνθήκες οδηγούν ακόμη και τη ΔΕΗ να εξετάζει ταχύτερη απόσυρση της μονάδας πριν από το 2028, που ήταν ο αρχικός κυβερνητικός στόχος.

«Δεν απαξιώνουμε έναν πόρο που θα μπορούσε να δώσει φθηνότερο ρεύμα» σημείωσε ο Υφυπουργός, τονίζοντας ότι η μονάδα παράγει μόνο στον βαθμό που μπορεί να ανταγωνιστεί τις υπόλοιπες πηγές. Με την περαιτέρω ενίσχυση των ΑΠΕ και την είσοδο νέων μονάδων στο σύστημα, η ανταγωνιστικότητά της θα υποχωρεί ακόμη περισσότερο.

Ο κ. Τσάφος υπογράμμισε ότι η ενεργειακή αυτονομία της χώρας δεν θα προέλθει από τον λιγνίτη, αλλά από την επιτάχυνση των Ανανεώσιμων Πηγών, στις οποίες –όπως είπε– η Ελλάδα ήδη κατέχει πρωτοποριακή θέση διεθνώς. «Οι ΑΠΕ είναι αυτές που θα μας δώσουν το χαμηλότερο ρεύμα και την ενεργειακή ανεξαρτησία» ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι ο λιγνίτης δεν μπορεί να προσφέρει την απαραίτητη ευελιξία στο σύστημα.

Κλείνοντας, έκανε ειδική μνεία στην τηλεθέρμανση, αναγνωρίζοντας ότι αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για τις τοπικές κοινωνίες. Διαβεβαίωσε ότι το Υπουργείο έχει λάβει συγκεκριμένα μέτρα και θα συνεχίσει να υλοποιεί λύσεις ώστε οι πολίτες που εξαρτώνται από τον λιγνίτη να έχουν πρόσβαση σε θερμική ενέργεια με ανταγωνιστικό κόστος. Όπως είπε, η μέριμνα αυτή θα ολοκληρωθεί με ένα «πακέτο λύσεων» που θα καλύψει πλήρως τις ανάγκες, χωρίς να αποτελεί λύση η διατήρηση ενός καυσίμου που πλέον δεν είναι βιώσιμο.

Διαβάστε ακόμη