Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον αστάθειας, η Ελλάδα διαμορφώνει τη δική της στρατηγική για να αναβαθμίσει τη θέση της τόσο σε ενεργειακό όσο και σε γεωστρατηγικό επίπεδο. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) υλοποιεί ένα σχέδιο που εκτείνεται σε τρεις βασικούς άξονες: βραχυπρόθεσμα, επικεντρώνεται στην άμεση αξιοποίηση των υπαρχουσών διασυνδέσεων που δεν χρησιμοποιούνται στο έπακρο· μεσοπρόθεσμα, στοχεύει σε επενδύσεις ενίσχυσης των διασυνοριακών ροών, αναδεικνύοντας το ευρωπαϊκό κενό στον δίκαιο επιμερισμό κόστους· και μακροπρόθεσμα, επιδιώκει τον επανασχεδιασμό των ενεργειακών δικτύων βάσει του στόχου για net zero, ώστε η χώρα να συμβάλει ενεργά σε έναν ενιαίο, λειτουργικό ενεργειακό χώρο.

Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκεται η ανάδειξη της Ελλάδας ως κρίσιμου κόμβου μεταφοράς ενέργειας από και προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά στο 10ο Συμπόσιο Ενεργειακής Μετάβασης ο υφυπουργός Νίκος Τσάφος, στόχος δεν είναι απλώς η ενεργειακή αυτάρκεια, αλλά η ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κανόνων και υποδομών για μια ασφαλέστερη και δικαιότερη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

Η ενεργειακή πραγματικότητα έχει αλλάξει ριζικά για την Ελλάδα από το 2019 και μετά. Όπως εξήγησε ο υφυπουργός, η χώρα που μέχρι πρότινος εισήγαγε το σύνολο του φυσικού αερίου για εσωτερική κατανάλωση, σήμερα λειτουργεί ως πύλη εισόδου για την τροφοδοσία της ΝΑ Ευρώπης. Το μεγαλύτερο ποσοστό του αερίου που εισέρχεται πλέον στην Ελλάδα, μέσω του TAP, του IGB και –προσεχώς– του FSRU Αλεξανδρούπολης και του αγωγού προς τη Βόρεια Μακεδονία, δεν παραμένει στη χώρα αλλά διοχετεύεται στην ευρύτερη περιοχή.

Αυτό μεταβάλλει ριζικά το προφίλ της Ελλάδας ως ενεργειακού δρώντος: από αποδέκτης, γίνεται ενεργός μεταφορέας. Η έννοια της «ενεργειακής ασφάλειας» παύει να περιορίζεται στην επάρκεια και μετατοπίζεται στο ζήτημα της διαθεσιμότητας σε προσιτές τιμές. Και εκεί, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Όπως εξήγησε ο Τσάφος, παρά την εκρηκτική αύξηση των ΑΠΕ, οι τιμές ηλεκτρισμού παραμένουν υψηλές – και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την περιφέρεια των Βαλκανίων.

Το παράδειγμα της συνάντησης των MED9 στην Πορτογαλία είναι αποκαλυπτικό. Ενώ Ισπανία και Πορτογαλία κινούνταν στις τιμές των 60 ευρώ/MWh, χώρες όπως η Ελλάδα, η Κροατία και η Σλοβενία βρίσκονταν στα 112–113 ευρώ. Ο κατακερματισμός της ευρωπαϊκής αγοράς είναι πλέον πασιφανής: εννέα μεσογειακά κράτη, πέντε διαφορετικά συστήματα τιμολόγησης και καμία ενιαία στρατηγική σύγκλισης.

Αυτό είναι, σύμφωνα με τον υφυπουργό, το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να τεθεί η συζήτηση για τη θέση της Ελλάδας και τις στοχεύσεις της. Στόχος του ΥΠΕΝ είναι να μεταφέρει αυτή την πραγματικότητα στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, όχι απλώς ως εθνικό πρόβλημα, αλλά ως στοιχείο ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού ελλείμματος: η Νοτιοανατολική Ευρώπη αντιμετωπίζει δυσανάλογα υψηλό κόστος, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς διαρθρωτική αλλαγή στο μοντέλο λειτουργίας της αγοράς και στον σχεδιασμό των δικτύων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρώτος –και πιο άμεσος– άξονας αφορά τη βραχυπρόθεσμη βελτιστοποίηση των υφιστάμενων υποδομών. «Δεν είναι μόνο ότι πρέπει να χτίσουμε καινούρια καλώδια», τόνισε ο Τσάφος. «Το θέμα είναι ότι ήδη υπάρχουν δίκτυα που δεν χρησιμοποιούνται στο έπακρο». Κατά την περίοδο της κρίσης του 2022, διαπιστώθηκε ότι η δυναμικότητα στις διασυνδέσεις Γαλλίας–Γερμανίας μπορούσε να αυξηθεί χωρίς νέες επενδύσεις, απλώς με αλλαγές στις τεχνικές παραδοχές και τα όρια ασφαλείας των μοντέλων που χρησιμοποιούν οι διαχειριστές. Κάτι αντίστοιχο, είπε, θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην περιφέρεια των Βαλκανίων, σε περιόδους πίεσης.

Πέρα από την τεχνική χρήση των γραμμών, προέκυψε και η ανάγκη καλύτερου συντονισμού στα προγράμματα συντήρησης. «Το καλοκαίρι του 2022, πολλές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης έκλεισαν μονάδες για συντήρηση επειδή θεωρούσαν ότι δεν θα υπάρξει ζήτηση λόγω χαμηλής κατανάλωσης – και μετά ήρθε ο καύσωνας», υπενθύμισε ο Τσάφος. Αντιθέτως, η Ελλάδα, έχοντας εμπειρία από υψηλές θερμοκρασίες, προγραμματίζει τις συντηρήσεις Άνοιξη και Φθινόπωρο. Ένα καλύτερο, κοινό ευρωπαϊκό χρονοδιάγραμμα συντηρήσεων θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη συνολική διαθεσιμότητα ισχύος.

Ο δεύτερος άξονας αφορά τον μεσοπρόθεσμο στόχο επενδύσεων σε ενίσχυση των ροών. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα του δίκαιου επιμερισμού κόστους: γιατί να επενδύσει, για παράδειγμα, η Αυστρία στο δίκτυό της ώστε να εξυπηρετηθεί η Ελλάδα ή η Ρουμανία; Όπως τόνισε ο υφυπουργός, πρόκειται για ένα ερώτημα που το σημερινό μοντέλο της ΕΕ δεν μπορεί ακόμη να απαντήσει. «Δεν μπορούμε να ζητάμε από τους καταναλωτές της κάθε χώρας να επωμιστούν το 100% του κόστους μιας διασύνδεσης, όταν το όφελος αφορά όλη την περιφέρεια», είπε χαρακτηριστικά.

Ο τρίτος, πιο απαιτητικός άξονας είναι ο μακροπρόθεσμος ανασχεδιασμός των δικτύων για την εποχή του net zero. Σήμερα, κάθε χώρα αναπτύσσει το δικό της Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) και οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες απλώς τα συνυπολογίζουν σε μια συνολική ανάλυση. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί βέλτιστο σχεδιασμό. «Η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται με όρους ολοκληρωμένου συστήματος», είπε ο Τσάφος. «Άλλος έχει ήλιο, άλλος έχει άνεμο, άλλος υδροηλεκτρικά, άλλος πυρηνικά. Αν δεν τα δεις συνδυαστικά, δεν θα πετύχεις χαμηλές τιμές και ασφάλεια».
Και δεν πρόκειται για φιλοσοφική προσέγγιση. Οι επιπτώσεις της κακής διασύνδεσης είναι ήδη μετρήσιμες. Η διαφορά στις τιμές ηλεκτρισμού που καταγράφηκε πέρσι ανάμεσα σε Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη μεταφράστηκε σε κόστος δεκάδων εκατομμυρίων για καταναλωτές, κάθε μήνα. «Το να έχεις καλώδιο 1 GW αντί για 500 MW δεν είναι τεχνική πολυτέλεια», είπε ο υφυπουργός. «Είναι στρατηγική επένδυση για το χαμηλότερο κόστος στην τελική κατανάλωση».

Η Ελλάδα, σύμφωνα με την τοποθέτησή του, είναι έτοιμη να αναλάβει αυτόν τον ρόλο – να γίνει γέφυρα, κόμβος και παράγοντας σύγκλισης σε μια Ευρώπη που καλείται να αποφασίσει αν θέλει ενεργειακή ένωση ή απλώς συνύπαρξη εθνικών αγορών με ανισότητες. Η απάντηση θα καθορίσει όχι μόνο τη θέση της χώρας στον χάρτη, αλλά και την ποιότητα της ενέργειας – και της πολιτικής – στην επόμενη δεκαετία.

Διαβάστε ακόμη