Η COP30 ξεκίνησε σε ένα ιδιαίτερο οικονομικό και ενεργειακό πλαίσιο, με την τιμή του βαρελιού για το αργό πετρελαίου να παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Σήμερα διαμορφώνεται περίπου στα 64 δολάρια, πολύ κάτω από τα 125 δολάρια που είχε φτάσει την άνοιξη του 2022, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Παρά αυτή τη σημαντική πτώση, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες συνεχίζουν να επενδύουν δισεκατομμύρια στην έρευνα και την ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων, ακολουθώντας στρατηγικές που συνδυάζουν την ανάγκη μείωσης του κόστους και την προετοιμασία για τις μελλοντικές ενεργειακές ανάγκες.

Η εξάντληση των κοιτασμάτων και η ανάγκη αντιστάθμισης

Ένας από τους βασικούς λόγους που οι πετρελαϊκές συνεχίζουν να επενδύουν είναι η σταδιακή εξάντληση των υπαρχόντων πετρελαϊκών πεδίων, όπως επισημαίνει η Les Echos. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), τα κοιτάσματα εξαντλούνται ταχύτερα από ό,τι πριν από μερικά χρόνια, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανακάλυψη νέων. Σχεδόν το 90% των σημερινών επενδύσεων αποσκοπεί στην αντιστάθμιση αυτής της μείωσης, ενώ μόλις το 10% αφορά στην κάλυψη της αύξησης της ζήτησης. Όπως εξηγεί ο Tom Ellacott της Wood Mackenzie, οι εταιρείες βρίσκονται «μεταξύ δύο πυρών»: από τη μία πρέπει να διαχειριστούν τον βραχυπρόθεσμο κίνδυνο των χαμηλών τιμών, από την άλλη να επεκτείνουν το χαρτοφυλάκιό τους για τη δεκαετία του 2030.

Η αργή πρόοδος της ενεργειακής μετάβασης

Η ενεργειακή μετάβαση, παρά τη συμφωνία του Παρισιού και τους διεθνείς στόχους μείωσης των εκπομπών, προχωρά πιο αργά από ό,τι αναμενόταν. Η TotalEnergies εκτιμά ότι η ζήτηση πετρελαίου θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2040, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα βασίζεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά καύσιμα. Σε αυτό το πλαίσιο, εταιρείες που είχαν περιορίσει την έκθεσή τους στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, όπως η BP και η Shell, αναγκάζονται πλέον να επανεπενδύσουν στην έρευνα, ώστε να διατηρήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά και να εξασφαλίσουν σταθερά κέρδη.

Σχιστολιθικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο: ευελιξία στην αγορά

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τους παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι το σχετικά χαμηλό κόστος παραγωγής, που πλησιάζει τα 60 δολάρια το βαρέλι, καθώς και ο σύντομος κύκλος ζωής των επενδύσεων τους. Αυτό τους επιτρέπει να προσαρμόζονται γρήγορα στις διακυμάνσεις των τιμών. Ταυτόχρονα, όμως, οι αναλυτές της Rystad Energy προειδοποιούν ότι η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου θα αρχίσει να μειώνεται μετά το 2030, περιορίζοντας τη δυνατότητα των εταιρειών να αντισταθμίσουν άμεσα τις διακυμάνσεις της αγοράς.

Ο κίνδυνος υπερπαραγωγής και οι επιλογές στρατηγικής

Η αστάθεια των τιμών παραμένει ένας κρίσιμος παράγοντας. Ο ΟΠΕΚ+ αποφάσισε πρόσφατα να αυξήσει τις ποσοστώσεις παραγωγής τον Δεκέμβριο, αφήνοντας όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο να τις περιορίσει στις αρχές του 2026. Ο επικεφαλής της Shell, Wael Sawan, αναγνώρισε τον «πραγματικό κίνδυνο υπερπαραγωγής», ενώ εταιρείες όπως οι Chevron, BP και ConocoPhillips έχουν ήδη μειώσει προσωπικό για να περιορίσουν τις δαπάνες σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον. Οι εταιρείες καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε νέες επενδύσεις, που θα πιέσουν περαιτέρω τις τιμές, ή σε μειώσεις παραγωγής για να προστατεύσουν τα κέρδη τους.

Παρά τις χαμηλές τιμές του βαρελιού, οι πετρελαϊκές συνεχίζουν τις επενδύσεις τους, συνδυάζοντας τη διατήρηση των μεριδίων αγοράς με την ανάγκη αντιστάθμισης της εξάντλησης των κοιτασμάτων και τη δυνατότητα γρήγορης προσαρμογής στις διακυμάνσεις της αγοράς. Το κρίσιμο ερώτημα που μένει ανοικτό είναι κατά πόσο οι εταιρείες θα διατηρήσουν αυτή τη στρατηγική, αν οι τιμές υποχωρήσουν ακόμη πιο κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι, ή αν θα αναπροσαρμόσουν τον προγραμματισμό τους για τη δεκαετία που έρχεται.

Διαβάστε ακόμη