Οι θαλάσσιες εξαγωγές αργού πετρελαίου της Ρωσίας σημείωσαν απότομη πτώση, τη μεγαλύτερη από τον Ιανουάριο του 2024, καθώς οι νέες αμερικανικές κυρώσεις οδήγησαν βασικούς αγοραστές να απομακρυνθούν από το ρωσικό πετρέλαιο. Οι εκφορτώσεις φορτίων επλήγησαν ακόμη περισσότερο από τις φορτώσεις, ενώ η ποσότητα του ρωσικού πετρελαίου που παραμένει στη θάλασσα αυξήθηκε σημαντικά.

Σύμφωνα με στοιχεία παρακολούθησης δεξαμενόπλοιων που συγκέντρωσε το Bloomberg, ο μέσος όρος των εξαγωγών του τελευταίου μήνα από τα ρωσικά λιμάνια διαμορφώθηκε στα 3,58 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έως τις 2 Νοεμβρίου, μειωμένος κατά περίπου 190.000 βαρέλια σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Η πτώση αυτή έπληξε σοβαρά τα έσοδα της Μόσχας από το πετρέλαιο, τα οποία υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο, μετά την απαγόρευση των ΗΠΑ για συναλλαγές με τους δύο μεγαλύτερους ρωσικούς εξαγωγείς, τη Rosneft PJSC και τη Lukoil PJSC.

Διστακτικοί οι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου

Διυλιστήρια σε Κίνα, Ινδία και Τουρκία σταμάτησαν προσωρινά να αγοράζουν φορτία που υπόκεινται σε κυρώσεις, αναζητώντας εναλλακτικές πηγές προμήθειας. Παρότι οι Ρώσοι εξαγωγείς συνεχίζουν να φορτώνουν πετρέλαιο σε δεξαμενόπλοια, οι αγοραστές είναι πιο διστακτικοί να το παραλάβουν, με αποτέλεσμα η ποσότητα του ρωσικού αργού στη θάλασσα να ξεπεράσει τα 380 εκατομμύρια βαρέλια — αύξηση 27 εκατ. βαρελιών ή 8% από τον Σεπτέμβριο.

Οι τρεις αυτές χώρες απορροφούν πάνω από το 95% των ρωσικών θαλάσσιων εξαγωγών, επομένως η Ρωσία δύσκολα θα μπορέσει να αντισταθμίσει τη μείωση των αγορών τους. Το Κρεμλίνο πιθανότατα θα συνεχίσει να φορτώνει πετρέλαιο όσο μπορεί, ακόμη κι αν τα φορτία παραμένουν σε πλωτή αποθήκευση. Έτσι, το πετρέλαιο που βρίσκεται στη θάλασσα μετατρέπεται σε δείκτη του αντίκτυπου των κυρώσεων.

Η απαγόρευση συναλλαγών με τις τέσσερις μεγαλύτερες ρωσικές εταιρείες εξαγωγής αργού ενδέχεται να επηρεάσει και τις παγκόσμιες προμήθειες πετρελαίου, σύμφωνα με στελέχη ευρωπαϊκών πετρελαϊκών ομίλων, μειώνοντας την πιθανότητα υπερπροσφοράς το 2025.

Μεγάλα ινδικά διυλιστήρια που αγόραζαν σχεδόν 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως ρωσικού αργού παγώνουν προσωρινά τις αγορές, γεγονός που αναμένεται να πλήξει τις παραδόσεις Δεκεμβρίου και Ιανουαρίου. Οι κρατικές εταιρείες εξετάζουν εάν μπορούν να συνεχίσουν να προμηθεύονται περιορισμένες ποσότητες μέσω μικρότερων προμηθευτών, παρακάμπτοντας τις κυρώσεις.

Ανάλογες κινήσεις γίνονται και στην Κίνα: οι κρατικοί κολοσσοί Sinopec και PetroChina ακύρωσαν αρκετά φορτία, επηρεάζοντας έως και 45% των κινεζικών θαλάσσιων εισαγωγών από τη Ρωσία, περίπου 400.000 βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με τη Rystad Energy. Το πλήγμα αφορά κυρίως το ρωσικό αργό ESPO, που εξάγεται από το λιμάνι Kozmino και προορίζεται για βόρεια κινεζικά διυλιστήρια. Στην Τουρκία, τρίτο μεγαλύτερο αγοραστή, οι εισαγωγές μειώνονται καθώς τα διυλιστήρια στρέφονται σε προμηθευτές μικρότερης απόστασης, όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Σαουδική Αραβία και το Καζακστάν.

Παρά τη διαταραχή, ο διευθύνων σύμβουλος της Gunvor Group, Τορμπιόρν Τερνκβιστ, δήλωσε ότι «με τον καιρό, το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πετρελαίου θα καταλήξει ξανά στην αγορά, με κάποιον τρόπο – πάντα βρίσκει τον δρόμο του».

Την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου, η επεξεργασία αργού στη Ρωσία αυξήθηκε, καθώς τα διυλιστήρια επανεκκίνησαν μετά από συντήρηση ή επιθέσεις ουκρανικών drones. Ωστόσο, νέα επίθεση στο εργοστάσιο της Rosneft στο Σαράτοφ αναμένεται να μειώσει ξανά την παραγωγή.

Συνολικά, 26 δεξαμενόπλοια φόρτωσαν 21,11 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού αργού την εβδομάδα έως τις 2 Νοεμβρίου, έναντι 26,41 εκατ. βαρελιών την προηγούμενη εβδομάδα. Ο ημερήσιος μέσος όρος των αποστολών έπεσε στα 3,02 εκατ. βαρέλια, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα εβδομάδων.

Η μέση αξία των ρωσικών εξαγωγών υποχώρησε κατά 90 εκατ. δολάρια

Η μέση αξία των ρωσικών εξαγωγών υποχώρησε κατά 90 εκατ. δολάρια, στα 1,36 δισ. δολάρια την εβδομάδα, καθώς μειώθηκαν τόσο οι ποσότητες όσο και οι τιμές. Οι τιμές του ρωσικού Urals από τη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα έπεσαν περίπου στα 51,5 δολάρια το βαρέλι, ενώ το αργό ESPO της Άπω Ανατολής διαμορφώθηκε στα 59,2 δολάρια, κάτω από το πλαφόν των 60 δολαρίων που έχει θέσει η G7.

Οι ροές προς Κίνα και Ινδία μειώθηκαν αισθητά — στα 970.000 και 940.000 βαρέλια ημερησίως αντίστοιχα — ενώ πάνω από 1,3 εκατ. βαρέλια ημερησίως βρίσκονται σε δεξαμενόπλοια χωρίς δηλωμένο προορισμό. Πολλά από αυτά πιθανότατα θα καταλήξουν τελικά σε αυτές τις δύο αγορές, εκτός αν οι κυρώσεις παρατείνουν τη διακοπή. Οι αποστολές προς την Τουρκία έπεσαν στα 320.000 βαρέλια ημερησίως, ενώ προς τη Συρία παρέμειναν μηδενικές.

Η κατάσταση δείχνει πως, αν και η Ρωσία συνεχίζει να εξάγει πετρέλαιο, η επίδραση των αμερικανικών κυρώσεων έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής τόσο στις ροές όσο και στα έσοδα, δοκιμάζοντας την ικανότητα της Μόσχας να παρακάμπτει τους περιορισμούς μέσω τρίτων χωρών ή πλωτών αποθεμάτων.

Διαβάστε ακόμη