Η βενζίνη αποτελεί ένα είδος πολυτελείας για τους Έλληνες οδηγούς, σύμφωνα με νέα έκθεση της Fuels Europe, αφού τον Ιανουάριο του 2025 η χώρα μας είχε την τρίτη ακριβότερη βενζίνη σε ολόκληρη την ΕΕ, με μέση τιμή 1,80 ευρώ ανά λίτρο. Πάνω από την Ελλάδα βρισκόταν μόνο η Ολλανδία και η Δανία. Αξιοσημείωτο είναι, δε, πως η φθηνότερη βενζίνη σε όλη την ΕΕ βρισκόταν στη γειτονική μας Βουλγαρία, με μέση τιμή 1,28 ευρώ το λίτρο. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως το αρχικό κόστος της βενζίνης στη χώρα μας σε σχέση με τη Βουλγαρία έχει ελάχιστη διαφορά. Η χαώδης απόσταση μεταξύ των δύο κρατών έγκειται στους φόρους που περνούν στο τελικό προϊόν και κατ’ επέκταση στον τελικό καταναλωτή. Συγκεκριμένα, οι φόροι αποτελούν το 59% της τελικής τιμής της βενζίνης στην Ελλάδα. Ενώ τον Ιανουάριο το αρχικό κόστος του προϊόντος βρισκόταν περίπου στο 0,74 ευρώ ανά λίτρο, οι έμμεσοι φόροι (ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, τα περιβαλλοντικά τέλη κλπ.) προσέθεταν άλλο 0,72 ευρώ ανά λίτρο, ενώ το ΦΠΑ προσέθετε άλλο 0,35 ευρώ ανά λίτρο, ανεβάζοντας κατά πολύ το τελικό κόστος της βενζίνης.
Άλλα σημεία της έκθεσης αποκαλύπτουν την παλαιότητα των ελληνικών οχημάτων. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (του 2022), η Ελλάδα διαθέτει κατά μέσο όρο τον παλαιότερο στόλο επιβατικών αυτοκινήτων, φορτηγών, λεωφορείων, αλλά και βαν, στην ΕΕ. Πιο αναλυτικά, ο ευρωπαϊκός ηλικιακός μέσος όρος επιβατικών αυτοκινήτων ανέρχεται σε 12,3 έτη, ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται σε 17,3 έτη. «Στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη, όπου οι πολίτες δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε καινούργια οχήματα και εξαρτώνται από την αγορά μεταχειρισμένων, τα επιβατικά αυτοκίνητα παραμένουν σε χρήση για περισσότερα χρόνια και απαιτούν λύσεις για την απανθρακοποίησή τους», αναφέρει η Fuels Europe. Αντίστοιχα, ο ηλικιακός μέσος όρος των φορτηγών στη χώρα μας ανέρχεται σε 23 έτη, των λεωφορείων σε 18,8 έτη και των βαν σε 21,4 έτη. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος στα λεωφορεία και τα βαν ανέρχεται σε 12,5 έτη.
Το βιοντίζελ παραμένει το πιο δημοφιλές βιοκαύσιμο εντός της ΕΕ
Η έκθεση εξετάζει και την εξέλιξη της παραγωγής βιοκαυσίμων τα τελευταία χρόνια. Από τα στοιχεία προκύπτει πως μεταξύ 2019 και 2023, η παγκόσμια παραγωγή βιοκαυσίμων παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης μετά την πανδημία του κορονοϊού και της αυξανόμενης ζήτησης για βιώσιμες ενεργειακές πηγές στον τομέα των μεταφορών, σηματοδοτώντας τη μετατόπιση προτεραιοτήτων στο παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο. Κατά την περίοδο αυτή, τα βιοκαύσιμα για την αεροπορία κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση εντός της ΕΕ, με άνοδο 92,3% στην παραγωγή. Η βιο-βενζίνη και τα υπόλοιπα υγρά βιοκαύσιμα αυξήθηκαν επίσης κατά 0,34% και 26,5% αντίστοιχα.
Αντιθέτως, η παραγωγή βιοντίζελ μειώθηκε ελαφρώς κατά 1,88%, αντανακλώντας αλλαγές στις πολιτικές προτεραιότητες, όπως τονίζεται. Το 2019, η μεταβλητότητα των τιμών των πρώτων υλών επηρέασε την παραγωγή, ενώ το 2021 η βιομάζα άρχισε να κατευθύνεται κυρίως σε τομείς με μεγαλύτερες μειώσεις εκπομπών μέσω εθνικών κλιματικών σχεδίων. Το 2023, η πρόταση του Κανονισμού για τη Βιομηχανία Μηδενικών Ρύπων (Net-Zero Industry Act) ενίσχυσε την υποστήριξη για πράσινο υδρογόνο και συνθετικά καύσιμα (e-fuels) εις βάρος του βιοντίζελ. Παρόλα αυτά, το βιοντίζελ καλύπτει τη μεγαλύτερη μερίδα της ευρωπαϊκής ζήτησης για βιοκαύσιμα, καθώς είναι πιο διαθέσιμο σε σχέση με τη βιο-βενζίνη και αποτελεί τη μόνη πρακτική επιλογή για φορτηγά και λεωφορεία.
Τέλος, η έκθεση επισημαίνει πως η συνολική ζήτηση πετρελαίου στην ΕΕ ανήλθε σε 520,6 εκατομμύρια τόνους το 2024. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι περιορισμοί λόγω του κορονοϊού έχουν αρθεί, η ζήτηση πετρελαίου μειώθηκε κατά σχεδόν 8% σε σχέση με το 2019. Η μείωση αυτή αντικατοπτρίζεται κυρίως στη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου η ζήτηση έπεσε κατά 19 και 8,1 εκατομμύρια τόνους αντίστοιχα. Ωστόσο, τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες μειώσεις σημείωσαν το Λουξεμβούργο (-20,9%) και η Φινλανδία (-19,7%) την περίοδο 2019–2024. Αντίθετα, ορισμένες χώρες της ΕΕ παρουσίασαν σημαντική αύξηση στη ζήτηση, όπως η Βουλγαρία με άνοδο 22,6% (+0,9 Mt) και η Μάλτα με 9,4% (+0,2 Mt).
Διαβάστε ακόμη