Η απάντηση στη λύση του προβλήματος της παραβατικότητας στον κλάδο της εμπορίας και διάθεσης καυσίμων, βρίσκεται στην εφαρμογή ενός ολιστικού, ψηφιακού, σύγχρονου συστήματος εισροών-εκροών, όπως ανέφερε η διοίκηση του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ) κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου χθες.

Ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ, Ιωάννης Αληγιζάκης, αναφερόμενος στη βιωσιμότητα των πρατηρίων ζήτησε την άμεση άρση του πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους, αφού θεωρεί πως ναρκοθετεί τον ανταγωνισμό και πολλά πρατήρια πωλούν κάτω από την τιμή του διυλιστηρίου. Πάντως, το τοπίο της αγοράς διαμορφώνουν σύμφωνα με τα στοιχεία η παραβατικότητα, η υπερφορολόγηση και οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές, στη σκιά μιας ελληνικής «προβληματικής» αγοράς καυσίμων, όπως τη χαρακτήρισε ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ.

Το σύστημα εισροών-εκροών

Η παραβατικότητα αποτελεί μία εκ των μεγαλύτερων πληγών του κλάδου καυσίμων και ως εκ τούτου η αγορά φέρνει συχνά το ζήτημα στο προσκήνιο τα τελευταία 10 χρόνια. Για την καταπολέμηση του φαινομένου έχουν κατά καιρούς δοκιμαστεί διάφορες «συνταγές» από επιτόπιους δειγματοληπτικούς ελέγχους, την εμπλοκή της ΑΑΔΕ, τη δημιουργία συστήματος εισροών-εκροών (που δεν λειτουργεί) και νομοθετικές παρεμβάσεις.

Σύμφωνα με έρευνα του ΕΜΠ σε πρατήρια της Αττικής, οι ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων σε πρατήρια ξεπέρασαν κατά μέσο όρο το 10%, ενώ φυσιολογική θεωρείται μία απόκλιση έως 1%, γεγονός που καταδεικνύει μεγάλη διασπορά προβληματικών παραδόσεων. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι ελλειμματικές παραδόσεις ενισχύονται τα τελευταία χρόνια ( 2011- 2023), τόσο σε επίπεδο πρατηρίων όσο και σε επίπεδο ελλειμματικών παραδόσεων. Έως και 21% μικρότερη είναι επί της ουσίας η ποσότητα καυσίμων που πληρώνουν και παραλαμβάνουν οι καταναλωτές, λόγω «πειραγμένων» αντλιών.

Ο κ. Αληγιζάκης ζήτησε εντατικοποίηση των ελέγχων της Πολιτείας για τον περιορισμό της παραβατικότητας στην αγορά καυσίμων και άρση του πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους εταιρειών και πρατηρίων, για να βελτιωθούν ο ανταγωνισμός και οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές. «Η παραβατικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με ένα αποτελεσματικό σύστημα εισροών-εκροών, ο νέος νόμος του ΥΠΟΙΚ κινείται σε σωστή κατεύθυνση, αλλά έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Παρουσιάζεται μια τελευταία ευκαιρία για τη χώρα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την παραβατικότητα, προτού το φαινόμενο καταστεί εντελώς ανεξέλεγκτο», σημείωσε. Ο αντίκτυπος αυτής της δραστηριότητας πέφτει πάνω στον καταναλωτή, αφού με την παραβατικότητα που υπάρχει σήμερα πληρώνει πολύ περισσότερο από αυτό που θα έπρεπε για την ποσότητα που αγοράζει. Αν μειωθεί η παραβατικότητα, θα μειωθεί έμμεσα και η τιμή που πληρώνει για καύσιμα ο πολίτης.

Το πρόβλημα της παραβατικότητας μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο μέσα από ένα σύγχρονο Σύστημα Εισροών-Εκροών, παράλληλα με τη χρήση του Συστήματος από τις Αρχές. Παρά τις παρεμβάσεις που έχει κάνει, η Πολιτεία δεν έχει κατορθώσει έως και σήμερα να θέσει σε λειτουργία ένα ολιστικό, ψηφιακό Σύστημα Παρακολούθησης Διακίνησης. Ο ΣΕΕΠΕ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με το ζωτικής σημασίας ζήτημα και βρίσκεται σε συνεργασία με την ΑΑΔΕ και τα συναρμόδια υπουργεία για την ολιστική αντιμετώπιση της παραβατικότητας. Ωστόσο, είναι φορές που η συζήτηση δεν βρίσκει «ευήκοα ώτα».

Άρση του πλαφόν

Από την άλλη πλευρά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος έθεσε ο κ. Αληγιζάκης το ζήτημα του πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους. «Η ελληνική αγορά καυσίμων έχει υψηλό βαθμό ανταγωνισμού, πρέπει να λειτουργήσει ελεύθερα, το πλαφόν που έβαλε το κράτος οδηγεί σε μη βιώσιμη αγορά, δεν μπορούμε ως εταιρείες να βοηθήσουμε όσες επιχειρήσεις θέλουν να επενδύσουν για να είναι έτοιμες για την «πράσινη» μετάβαση, το πλαφόν δεν λαμβάνει υπόψιν τα αυξημένα κόστη (επιτόκια, μισθοί, λειτουργικά)», σημείωσε. «Είναι καιρός η αγορά να λειτουργήσει σε ένα υγιές επιχειρηματικό πλαίσιο, όλοι θα ωφεληθούν», συμπλήρωσε. Ήδη για το συγκεκριμένο σύστημα ο κλάδος έχει επενδύσει 200 εκατομμύρια και για την επικαιροποίησή του απαιτείται ένα πολύ μικρότερο κεφάλαιο, της τάξεως των 2-3 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να καταστεί λειτουργικό. Όπως σημείωσε η διοίκηση του ΣΕΕΠΕ, η ΑΑΔΕ έχει δεσμευθεί για την υλοποίηση του συστήματος μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 2025 και αυτήν τη στιγμή το ζητούμενο είναι να ξεκινήσουν οι διαδικασίες, καθώς ήδη έχει χαθεί πολύς χρόνος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ (Συγκεντρωτικά Στοιχεία και Αριθμοδείκτες του Κλάδου Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2022), το μεικτό περιθώριο κέρδους των εταιρειών στην εσωτερική αγορά δεν διασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους, καθώς από το 2016 συμπιέζεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 5% (4,6% το 2017, 4% το 2018, 4,3% το 2019, 4,5% το 2020, 4,4% το 2021, 3% το 2022). Η εφαρμογή του πλαφόν, η οποία συμπιέζει περαιτέρω το ήδη χαμηλό μεικτό περιθώριο, αγνοεί την αύξηση του πληθωρισμού (κατά περίπου 10 μονάδες την τελευταία διετία), την πολύ μεγάλη αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους από τις αυξήσεις επιτοκίων, την αύξηση των μεταφορικών που δόθηκε στα βυτιοφόρα ή που παρουσιάζεται στα πλοία με την αύξηση των ρυμουλκών και των καυσίμων. Όπως τονίστηκε, το πλαφόν, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας για τις νόμιμες επιχειρήσεις, θέτοντας εν αμφιβόλω όχι μόνο τις μελλοντικές επενδύσεις τους, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητά τους. Παράλληλα, τροφοδοτεί τον αθέμιτο ανταγωνισμό με τις παραβατικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν σχεδόν ανεξέλεγκτες. Όπως τόνισε ο ΣΕΕΠΕ, ο ρόλος των νόμιμων εταιρειών του κλάδου είναι εξαιρετικά κρίσιμος για την οικονομία, την ενεργειακή ασφάλεια αλλά και την ενεργειακή μετάβαση της χώρας.

Γιατί τα καύσιμα είναι ακριβά

Ο ΣΕΕΠΕ υποστηρίζει πως «τα καύσιμα στην Ελλάδα είναι ακριβά λόγω της υψηλής φορολογίας», σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΕΕΠΕ. «Η αγορά μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει τι ακριβώς ρυθμίζει ο νέος νόμος του υπουργείου Οικονομικών για την παραβατικότητα στα καύσιμα, η μόνιμη επωδός που ακούγεται αφορά τα υπερκέρδη των πετρελαϊκών. Η Ελλάδα είναι μία χώρα με πολύ μεγάλο αριθμό πρατηρίων, είναι τρίτη στην ΕΕ ανά 1.000 αυτοκίνητα σε πρατήρια αναλογικά με τον πληθυσμό της. Οι αποφάσεις της Πολιτείας δεν αφήνουν τον ανταγωνισμό να λειτουργήσει, η ελληνική αγορά καυσίμων είναι μία μικρή και προβληματική αγορά, έχει συσσωρευμένες ζημίες 450 εκατ. ευρώ από το 2010, κανείς δεν θέλει να επενδύσει στην ελληνική αγορά. Αυτή η εικόνα των υπερκερδών υπάρχει γιατί βολεύει«.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ στην οποία αναφέρθηκε, το μεικτό περιθώριο κέρδους των εταιρειών εμπορίας καυσίμων, προ φόρων, άγγιξε το 0,5% (2021-2022), το μεικτό περιθώριο το 3% το 2022 με τα καθαρά κέρδη, μετά από φόρους χωρίς αεροπορικά καύσιμα και διεθνείς πωλήσεις το 2022, να προσεγγίζουν τα 1,9 εκατ. ευρώ.

Επί 7 συναπτά έτη (2010-2016) ο κλάδος σημείωνε διαρκώς ζημίες (καθαρά κέρδη μετά από φόρους χωρίς αεροπορικά καύσιμα και διεθνείς πωλήσεις), ενώ και το 2020 ο κλάδος πέρασε ξανά σε αρνητική θέση (ζημιές 34,5 εκατ. ευρώ), εξαιτίας της πανδημίας.

Και ενώ η αγορά αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, ο κλάδος χρειάζεται να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική του και να μπει σε τροχιά πράσινης μετάβασης. «Έχουμε μπροστά μας την πράσινη μετάβαση, αυτό απαιτεί επενδύσεις εκατομμυρίων, αν δεν επενδύσουν οι εταιρείες δεν θα έχουν μέλλον». «Ο Σύνδεσμός αποδέχτηκε τον νέο νόμο που προβλέφθηκε για συνυπευθυνότητα στους ελέγχους καυσίμων, αυτό αυξάνει τα λειτουργικά κόστη μας. Από 8.000 το 2012, σήμερα τα πρατήρια στην Ελλάδα είναι 5.500, τα περισσότερα από τα οποία δεν είναι βιώσιμα, φεύγουν οι υγιείς πρατηριούχοι, μένουν οι παραβατικοί», υποστήριξε ο κ. Αληγιζάκης.