Μία δεκαετία μετά τη Συμφωνία του Παρισιού, τα δεδομένα δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και αυξημένων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αρχίζει να αλλάζει δραματικά. Αντίθετα με τις προηγούμενες δεκαετίες, όπου η αύξηση του ΑΕΠ συνοδευόταν σχεδόν πάντα από μεγαλύτερες εκπομπές, πλέον πολλές χώρες καταφέρνουν να μειώνουν τις εκπομπές CO2 ενώ οι οικονομίες τους συνεχίζουν να αναπτύσσονται.
Σύμφωνα με νέα ανάλυση του Energy and Climate Intelligence Unit (ECIU), που εξέτασε 113 χώρες καλύπτοντας πάνω από το 97% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 93% των εκπομπών, παρατηρείται μια «εντυπωσιακή μετατόπιση». Η έρευνα βασίστηκε στα στοιχεία του Global Carbon Budget του 2025 και σε μια πιο λεπτομερή ταξινόμηση των χωρών από ό,τι προηγούμενες μελέτες, καταλήγοντας ότι η αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από τις εκπομπές γίνεται πλέον «κανόνας και όχι εξαίρεση».
Ο όρος «αποσύνδεση» αναφέρεται στο κατά πόσο μια οικονομία μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ της χωρίς να αυξηθούν οι εκπομπές CO2. Υπάρχουν τρεις βασικές κατηγορίες: η απόλυτη αποσύνδεση, όταν οι εκπομπές μειώνονται παράλληλα με θετική οικονομική ανάπτυξη, η σχετική αποσύνδεση, όταν οι εκπομπές αυξάνονται αλλά με πιο αργό ρυθμό από το ΑΕΠ, και η αντίθετη κατάσταση, όταν οι εκπομπές αυξάνονται ενώ το ΑΕΠ μειώνεται, κάτι σπάνιο που μπορεί να εμφανιστεί σε περιόδους σοβαρής οικονομικής κρίσης, όπως κατά την πανδημία COVID-19.
Η μελέτη του ECIU αναδεικνύει ότι η αποσύνδεση παρατηρείται πλέον σε Ευρώπη, Βόρεια και Νότια Αμερική αλλά και Αφρική, ενώ πολλές αναδυόμενες οικονομίες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο, μετακινούμενες από ταχύτερη αύξηση εκπομπών σε απόλυτη αποσύνδεση. Πλέον, το 92% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 89% των εκπομπών βρίσκεται σε οικονομίες που είτε έχουν σχετική είτε απόλυτη αποσύνδεση, από 77% πριν από τη Συμφωνία του Παρισίου.
Συγκεκριμένα, μεταξύ 2015 και 2023, χώρες που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 46% του παγκόσμιου ΑΕΠ κατάφεραν να αυξήσουν την οικονομία τους μειώνοντας ταυτόχρονα τις εκπομπές, καταγράφοντας αύξηση 38% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Οι χώρες ταξινομήθηκαν σε «σταθερούς αποσυνδετές», που διατηρούν την απόλυτη αποσύνδεση πριν και μετά το Παρίσι, σε «βελτιωτές», που σημείωσαν αποσύνδεση για πρώτη φορά μετά το 2015, και σε «αντιστρεπτές», που έχασαν προηγούμενα κεκτημένα.
Στην Ευρώπη, οι περισσότερες χώρες, όπως Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Σουηδία, κατατάσσονται στους σταθερούς αποσυνδετές. Κάποιες χώρες, όπως Ελλάδα, Ελβετία και Ιταλία, χαρακτηρίζονται «βελτιωτές», ενώ η Λιθουανία, Λετονία και Σλοβενία συγκαταλέγονται στις «αντιστρεπτές».
Όπως επισημαίνει ο John Lang, επικεφαλής του Net Zero Tracker στο ECIU, «Μας λένε συχνά ότι ο κόσμος δεν μπορεί να μειώσει τις εκπομπές χωρίς να μειώσει την ανάπτυξη. Το αντίθετο συμβαίνει. Η αποσύνδεση είναι πλέον ο κανόνας, όχι η εξαίρεση». Παρά τη σταδιακή αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών CO2, η «δομική αλλαγή είναι αδιαμφισβήτητη».
Ο Gareth Redmond-King προσθέτει ότι η ώθηση που δημιούργησε η Συμφωνία του Παρισιού είναι ασταμάτητη: «Περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται στον τομέα καθαρής ενέργειας από ότι στα ορυκτά καύσιμα, ενώ οι βιομηχανίες net zero αναπτύσσονται τρεις φορές ταχύτερα από την οικονομία συνολικά». Υπογραμμίζει ότι η επίτευξη των στόχων net zero παραμένει «η μόνη λύση για να σταματήσουμε τα ολοένα πιο δαπανηρά και επικίνδυνα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής».
Η νέα τάση δείχνει ότι η αποσύνδεση οικονομίας και εκπομπών μπορεί να γίνει πραγματικότητα, καθιστώντας εφικτή την ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον και ανοίγοντας τον δρόμο για μια πιο βιώσιμη παγκόσμια οικονομία.
Διαβάστε ακόμη
