Δομικές αδυναμίες του διοικητικού μηχανισμού, ελλιπής ωρίμανση έργων και ένα θεσμικό πλαίσιο που για χρόνια δοκιμάστηκε στα όριά του έχουν οδηγήσει σε πολυετείς καθυστερήσεις τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων στην Ελλάδα. Παρά τη στρατηγική σημασία τους για τη συμμόρφωση της χώρας με το ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό κεκτημένο και για τη δημόσια υγεία, η διαδρομή από τον σχεδιασμό έως την υλοποίηση αποδείχθηκε, σε πολλές περιπτώσεις, εξαιρετικά χρονοβόρα.
Σήμερα, επτά έργα διαχείρισης απορριμμάτων βρίσκονται υπό δημοπράτηση ή σε διαδικασία προετοιμασίας για την υπογραφή σύμβασης, συνθέτοντας ένα κρίσιμο χαρτοφυλάκιο υποδομών. Πρόκειται για τις μονάδες διαχείρισης απορριμμάτων του δυτικού τομέα Κεντρικής Μακεδονίας, της Ρόδου, του κεντρικού τομέα Αττικής, της Πάτρας και των όμορων Δήμων, της Ζακύνθου, της Κω – Καλύμνου και του Νοτίου Αιγαίου. Τα έργα αυτά καλούνται να καλύψουν κενά δεκαετιών σε περιφέρειες με έντονες πιέσεις, τόσο λόγω μόνιμου πληθυσμού όσο και λόγω τουριστικής δραστηριότητας.
Η εικόνα αυτή αποτυπώνει μια προσπάθεια επανεκκίνησης του τομέα, χωρίς όμως να αναιρεί το βάρος της εμπειρίας των προηγούμενων έργων, πολλά από τα οποία χρειάστηκαν έως και εννέα χρόνια για να φτάσουν στη φάση της συμβασιοποίησης ή εγκλωβίστηκαν σε αδειοδοτικά, πολεοδομικά και χρηματοδοτικά αδιέξοδα. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν υπήρξαν τυχαίες ούτε μεμονωμένες, αλλά συνδέθηκαν με επαναλαμβανόμενα προβλήματα στον σχεδιασμό, στην ωρίμανση, στις αδειοδοτήσεις και στη διαχείριση κινδύνων. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπειρία των προηγούμενων έργων ΣΔΙΤ λειτουργεί σήμερα ως οδηγός για τη νέα γενιά έργων που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Τον ανεπαρκή αρχικό σχεδιασμό ως τον πρώτο και καθοριστικό λόγο που οδήγησε σε πολυετείς καθυστερήσεις στα έργα διαχείρισης απορριμμάτων ανέδειξε η Όλγα Βεζυριανού, Head of Infrastructure Finance της SALFO & Associates SA, κατά την τοποθέτησή της σε εκδήλωση για τα έργα ΣΔΙΤ. Όπως εξήγησε, τα πρώτα έργα άρχισαν να ωριμάζουν σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημόσιοι φορείς δεν διέθεταν ούτε επαρκείς πόρους ούτε την αναγκαία τεχνική και διοικητική εμπειρία, γεγονός που οδήγησε σε ελλείψεις μελετών και ασάφειες ως προς το αντικείμενο των συμβάσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ελλιπείς μελέτες, ασάφειες ως προς το αντικείμενο και αδυναμία σαφούς προσδιορισμού των λειτουργικών απαιτήσεων των μονάδων από τα πρώτα στάδια.
Ο δεύτερος λόγος εντοπίζεται στα άλυτα ζητήματα που αφορούσαν τα ακίνητα και τα γήπεδα των έργων. Όπως επισημάνθηκε, σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαν επιλυθεί ιδιοκτησιακά θέματα, ζητήματα προσβασιμότητας, υποδομών ή μορφολογίας εδάφους, παράγοντες που επηρέασαν άμεσα το κατασκευαστικό κόστος. Οι ελλείψεις αυτές οδήγησαν σε υποεκτίμηση των προϋπολογισμών, οι οποίοι, μετά την έγκριση της πρώτης φάσης των τευχών δημοπράτησης, δεν μπορούσαν να τροποποιηθούν.
Τρίτος κρίσιμος παράγοντας ήταν η εκτίναξη του κατασκευαστικού κόστους μετά το 2021. Η αύξηση των τιμών υλικών και εργασιών επιβάρυνε σημαντικά έργα που είχαν σχεδιαστεί με παλαιότερες παραδοχές κόστους, οδηγώντας σε καθυστερήσεις, αναθεωρήσεις προϋπολογισμών, μείωση φυσικού αντικειμένου και περιορισμό του ανταγωνισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαγωνισμοί προσέλκυσαν έναν μόνο υποψήφιο ή οδηγήθηκαν ακόμη και σε ακυρώσεις.
Ο τέταρτος λόγος αφορά τις περιβαλλοντικές και πολεοδομικές αδειοδοτήσεις, οι οποίες αποτέλεσαν έναν από τους πιο χρονοβόρους κρίκους της αλυσίδας πριν από τη συμβασιοποίηση. Βάσει του πλαισίου των ΣΔΙΤ, οι περιβαλλοντικές άδειες αποτελούν προϋπόθεση για την υπογραφή της σύμβασης, με αποτέλεσμα έργα να παραμένουν για χρόνια σε εκκρεμότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτέλεσαν καθυστερήσεις στην έγκριση Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, που σε ορισμένες περιπτώσεις διήρκεσαν τρία ή και περισσότερα χρόνια.
Πέμπτος παράγοντας καθυστέρησης ήταν οι εμπλοκές που εμφανίστηκαν ακόμη και μετά την υπογραφή των συμβάσεων, κυρίως σε επίπεδο τοπικών αδειοδοτήσεων. Όπως αναφέρθηκε, σε έργα όπως αυτό της Πελοποννήσου, Δήμοι αρνήθηκαν αρχικά να εκδώσουν άδειες εισόδου-εξόδου, απαραίτητες για την οικοδομική άδεια, γεγονός που ανέστειλε την έναρξη των εργασιών και απαίτησε νομοθετικές παρεμβάσεις για να ξεμπλοκάρει η διαδικασία.
Ο έκτος λόγος συνδέεται με τις καθυστερήσεις στις συνδέσεις, καθώς και με αρχαιολογικά ζητήματα που προέκυψαν σχεδόν σε όλα τα έργα. Οι αρχικές συμβάσεις προέβλεπαν μόνο παράταση χρόνου σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς οικονομική αποζημίωση, στοιχείο που αύξανε τον κίνδυνο για τους αναδόχους και περιέπλεξε περαιτέρω την υλοποίηση.
Έβδομος και τελευταίος λόγος ήταν η ανάγκη προσαρμογής του ίδιου του θεσμικού πλαισίου μέσα από την εμπειρία των έργων. Όπως σημείωσε η κα Βεζυριανού, μόνο μετά την υλοποίηση των πρώτων προβληματικών έργων κατέστη εφικτό να ενσωματωθούν κρίσιμες βελτιώσεις, όπως η δυνατότητα επικαιροποίησης προϋπολογισμών μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης, η πρόβλεψη οικονομικής αποζημίωσης σε περιπτώσεις παρατεταμένων καθυστερήσεων και η θέσπιση σαφών χρονικών ορίων για τις αρχαιολογικές εγκρίσεις. Οι αλλαγές αυτές συνέβαλαν καθοριστικά στη μείωση των χρόνων ωρίμανσης στα νεότερα έργα.
Διαβάστε ακόμη
