Τον «έκτο πυλώνα» των έργων ΣΔΙΤ αναμένεται να αποτελέσουν το επόμενο διάστημα τα έργα διαχείρισης αστικών λυμάτων, με το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να προετοιμάζει παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, ικανές να καλύψουν συσσωρευμένες ανάγκες δεκαετιών και να απαντήσουν σε χρόνιες υστερήσεις κρίσιμων υποδομών. Αυτό κατέστησε σαφές ο Μανώλης Γραφάκος, Γενικός Γραμματέας Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων του ΥΠΕΝ, υπογραμμίζοντας ότι οι απαιτούμενες επενδύσεις στη χώρα για την επόμενη δεκαετία στον τομέα των αστικών λυμάτων υπερβαίνουν τα 6 δισ. ευρώ και δεν μπορούν να υλοποιηθούν αποσπασματικά ή με αργούς ρυθμούς.

Όπως ανέφερε, τα έργα διαχείρισης αστικών λυμάτων αποτελούν ενδεχομένως «τα πιο σοβαρά από όλα», καθώς η αδυναμία επαρκούς επεξεργασίας τους, ιδίως υπό συνθήκες αυξανόμενης τουριστικής δραστηριότητας και οικονομικής ανάπτυξης, δημιουργεί άμεσους περιβαλλοντικούς και υγειονομικούς κινδύνους.

«Αν στο 2025 δεν μπορείς να διαχειριστείς με επάρκεια δραστικά λύματα, καταλαβαίνετε όλοι πού καταλήγουν», σημείωσε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι απαιτείται συγκέντρωση μεγάλων και κρίσιμων παρεμβάσεων, με αυξημένη –εφόσον χρειαστεί– δημόσια χρηματοδότηση, αλλά με σαφή ανταποδοτικότητα και έσοδα που καθιστούν τα έργα αυτά βιώσιμα.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Γενικός Γραμματέας προανήγγειλε ότι το ΥΠΕΝ και η αρμόδια Γενική Γραμματεία θα αναλάβουν πρωτοβουλία για την παρουσίαση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων στον τομέα των αστικών λυμάτων, ώστε να υπάρξει απτή πρόοδος και μετρήσιμα αποτελέσματα ήδη από τον επόμενο χρόνο, επιδιώκοντας να μεταφερθεί ο σχεδιασμός από το επίπεδο των διαπιστώσεων στην πράξη.

Η Ελλάδα έχει βρεθεί επανειλημμένα αντιμέτωπη με καταδικαστικές αποφάσεις για τη μη συμμόρφωσή της με την Οδηγία 91/271/ΕΟΚ για την επεξεργασία αστικών λυμάτων, καταγράφοντας μια μακρά ιστορία καθυστερήσεων. Η πρώτη καταδίκη ήρθε το 2007, ενώ τον Νοέμβριο του 2013 η χώρα παραπέμφθηκε εκ νέου στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 2015 καταδικάστηκε για δεύτερη φορά, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητά την επιβολή εφάπαξ προστίμου ύψους 16 εκατ. ευρώ και ημερήσιας χρηματικής ποινής 35.000 ευρώ έως την πλήρη συμμόρφωση.

Το 2018, το ΔΕΕ επέβαλε τελικά στην Ελλάδα εφάπαξ πρόστιμο 5 εκατ. ευρώ και επιπλέον χρηματική ποινή 3,28 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο, επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα είχε ήδη συμπληρώσει καθυστέρηση περίπου 20 ετών, καθώς οι σχετικές υποδομές όφειλαν να έχουν συμμορφωθεί το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

Παρότι η συγκεκριμένη υπόθεση έκλεισε όταν διασφαλίστηκε η συλλογή και επεξεργασία λυμάτων στους επίμαχους οικισμούς, η εικόνα παραμένει προβληματική: σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 153 οικισμοί εξακολουθούν να εμφανίζουν σοβαρές ελλείψεις συμμόρφωσης, με την Ελλάδα να καλείται να εξασφαλίσει συστήματα συλλογής λυμάτων και ισοδύναμο επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας όπου χρησιμοποιούνται μεμονωμένα συστήματα, ενώ σε 143 από αυτούς δεν παρέχεται ακόμη δευτεροβάθμια επεξεργασία και σε έναν οικισμό δεν εφαρμόζεται αυστηρότερη επεξεργασία σε ευαίσθητες περιοχές, γεγονός που καθιστά αναγκαία την κατασκευή νέων και την αναβάθμιση υφιστάμενων υποδομών.

Η αναθεωρημένη ευρωπαϊκή οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων έρχεται να προστεθεί σε αυτό το ήδη βαρύ ιστορικό προσφυγών και καταδικαστικών αποφάσεων για τη χώρα, αυστηροποιώντας περαιτέρω το πλαίσιο συμμόρφωσης και περιορίζοντας τα περιθώρια νέων καθυστερήσεων. Σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς, που επικεντρωνόταν κυρίως στην κάλυψη βασικών υποχρεώσεων συλλογής και επεξεργασίας, η νέα οδηγία μετατοπίζει το βάρος στην ποιοτική αναβάθμιση των υποδομών και στη μετατροπή των λυμάτων σε ενεργό περιβαλλοντικό και ενεργειακό πόρο. Επεκτείνει τις υποχρεώσεις επεξεργασίας σε μικρότερους οικισμούς από 1.000 ισοδύναμους κατοίκους, αυξάνοντας σημαντικά τον αριθμό των δήμων που θα πρέπει να συμμορφωθούν, ενώ εισάγει δεσμευτικούς στόχους ενεργειακής ουδετερότητας του τομέα έως το 2040.

Παράλληλα, θέτει νέες απαιτήσεις για την ανάκτηση θρεπτικών συστατικών, τη βελτίωση της ποιότητας της ιλύος και την αντιμετώπιση μικρορύπων και μικροπλαστικών, καθιστώντας σαφές ότι για χώρες με ιστορικό καθυστερήσεων, όπως η Ελλάδα, η επόμενη φάση συμμόρφωσης δεν θα κριθεί μόνο στο αν υπάρχουν εγκαταστάσεις, αλλά στο πώς αυτές λειτουργούν και τι περιβαλλοντικό αποτύπωμα αφήνουν.

Τα έργα

Ο αγώνας για να απαλλαγεί η Ανατολική Αττική από τους βόθρους βρίσκεται σε εξέλιξη, με την ΕΥΔΑΠ να υλοποιεί ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποχέτευσης που φιλοδοξεί να καλύψει ένα από τα μεγαλύτερα διαχρονικά κενά βασικών υποδομών στην Αττική. Έως το 2029, περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα αναμένεται να αποκτήσουν πρόσβαση σε οργανωμένο αποχετευτικό δίκτυο, σε μια περιοχή που, παρά τη ραγδαία οικιστική της ανάπτυξη, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να βασίζεται σε βόθρους, κατά παράβαση των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων που ίσχυαν ήδη από το 2000 και το 2005 για οικισμούς άνω των 15.000 και 2.000 κατοίκων αντίστοιχα.

Η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου έχει επιβαρύνει το περιβάλλον και την καθημερινότητα των κατοίκων, με παράνομες συνδέσεις σε αγωγούς ομβρίων, υπερχειλίσεις βόθρων και σημαντικό οικονομικό κόστος για τα νοικοκυριά, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι από το 2015 το Δικαστήριο της ΕΕ έχει επιβάλει πρόστιμα στην Ελλάδα για τη μη συμμόρφωση στους οικισμούς Αρτέμιδας, Κορωπίου, Ραφήνας και Νέας Μάκρης.

Στο επίκεντρο του επενδυτικού προγράμματος της ΕΥΔΑΠ, συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ, βρίσκεται η Ανατολική Αττική, με έργα προϋπολογισμού περίπου 1 δισ. ευρώ σε οκτώ δήμους, μεταξύ των οποίων Ραφήνα–Πικέρμι, Σπάτα–Αρτέμιδα, Μαραθώνας και Παλλήνη. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την κατασκευή 307 χιλιομέτρων αγωγών, περισσότερες από 10.000 εξωτερικές διακλαδώσεις και ειδικά τεχνικά έργα για τη σύνδεση με τα Κέντρα Επεξεργασίας Λυμάτων.

Την ίδια ώρα, καθυστερήσεις καταγράφονται στο έργο αποχέτευσης που αφορά Γέρακα, Ανθούσα και τμήμα της Παλλήνης, το οποίο προβλέπει τη μεταφορά των λυμάτων απευθείας στην Ψυττάλεια, χωρίς την κατασκευή νέου ΚΕΛ. Η λύση αυτή έχει επιλεγεί ώστε να καλυφθούν ταχύτερα οι ανάγκες των περιοχών και με μικρότερη περιβαλλοντική επιβάρυνση, ωστόσο, σύμφωνα με πηγές, η πρόοδος του έργου δεν κινείται με τον ρυθμό που θα επιθυμούσε η ΕΥΔΑΠ.

Τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η «νέα Ψυττάλεια» στη διαχείριση της λειψυδρίας και, ευρύτερα, στη βελτιστοποίηση της διαχείρισης υδάτων και λυμάτων στο Λεκανοπέδιο έθεσε στο επίκεντρο της συζήτησης ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ, Χάρης Σαχίνης, μιλώντας στο 2ο συνέδριο Redefining the Future Horizons του ΤΜΕΔΕ. Όπως σημείωσε, σε μια περίοδο αυξημένων πιέσεων στα υδατικά αποθέματα, η αξιοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων μπορεί να αποτελέσει συμπληρωματικό εργαλείο, όχι άμεση λύση, αλλά μέρος μιας πιο ορθολογικής και κυκλικής προσέγγισης.

Το Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων Ψυττάλειας, που λειτουργεί από το 1994 και σήμερα βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, επεξεργάζεται κατά μέσο όρο περίπου 730.000 κυβικά μέτρα λυμάτων ημερησίως, καλύπτοντας πληθυσμό έως 5,6 εκατ. κατοίκων. Ο επικεφαλής της ΕΥΔΑΠ υπενθύμισε ότι ετησίως περίπου 300 εκατ. κυβικά μέτρα νερού καταλήγουν στη θάλασσα, όταν το υδατικό «κενό» της Αττικής εκτιμάται στα 250 εκατ. κυβικά μέτρα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο, με πρόσθετες επεξεργασίες και υποδομές, ένα μέρος αυτών των ποσοτήτων να μπορούσε να αξιοποιηθεί για χρήσεις όπως άρδευση ή βιομηχανικό νερό. Έσπευσε, ωστόσο, να επισημάνει ότι κρίσιμος παράγοντας παραμένει το κόστος μεταφοράς και οι απαιτούμενες υποδομές, καθιστώντας σαφές ότι πρόκειται για λύσεις μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Σαχίνης αναφέρθηκε στο έργο «Ψυττάλεια 3.0», το οποίο προβλέπει την εισαγωγή τεταρτοβάθμιας επεξεργασίας και την εκπόνηση ενός συνολικού master plan για την κάλυψη αναγκών βιομηχανικού και αρδευτικού νερού μέσω επαναχρησιμοποίησης. Παράλληλα, στόχος είναι η μετατροπή της Ψυττάλειας σε εγκατάσταση ενεργειακά ουδέτερη, τόσο ως προς την κατανάλωση ενέργειας όσο και ως προς τις εκπομπές, με σχετικό διαγωνισμό να αναμένεται να τεθεί προσεχώς προς συζήτηση στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΥΔΑΠ.

Ο νέος αυτός επενδυτικός κύκλος περιλαμβάνει παρεμβάσεις για την περαιτέρω ενεργειακή αξιοποίηση της ιλύος και των παραγόμενων προϊόντων επεξεργασίας, όπως βιοαέριο και βιομεθάνιο, την ανάκτηση θρεπτικών συστατικών όπως ο φώσφορος, την παραγωγή ανακτημένου νερού, καθώς και έργα ενεργειακής βελτιστοποίησης μέσω φωτοβολταϊκών και άλλων τεχνολογιών. Κομβικό στοιχείο αποτελεί, επίσης, η πλήρης εναρμόνιση με τη νέα, αυστηρότερη ευρωπαϊκή οδηγία για την επεξεργασία αστικών λυμάτων.

Διαβάστε ακόμη