Οι φυσικές καταστροφές δεν λειτουργούν πλέον ως μεμονωμένα, ακραία γεγονότα, αλλά ως επαναλαμβανόμενες δοκιμασίες αντοχής για τα οικοδομικά υλικά και το σύνολο της κατασκευαστικής αλυσίδας. Σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές και ακραία καιρικά φαινόμενα φέρνουν στην επιφάνεια, με τρόπο συχνά βίαιο, τις συνέπειες των επιλογών που γίνονται στα έργα: από τον σχεδιασμό και τις προδιαγραφές μέχρι την ποιότητα, την πιστοποίηση και την τελική τοποθέτηση των υλικών.

Τη συζήτηση άνοιξε ο Χρήστος Γεωργίου, ενικός Διευθυντής του ΙΝΣΒΕ ο οποίος έθεσε το γενικό πλαίσιο της συζήτηση, εστιάζοντας στον ρόλο που διαδραματίζουν οι φυσικές καταστροφές ως «τεστ πραγματικών συνθηκών» για τις κατασκευές και στα ερωτήματα που ανακύπτουν γύρω από την επάρκεια των υφιστάμενων ελέγχων και κανόνων της αγοράς. Από την αφετηρία αυτή, η συζήτηση μετατοπίστηκε γρήγορα από τη θεωρία στην πράξη: στο αν τα υλικά που φτάνουν τελικά στο έργο είναι αυτά που προβλέπουν οι μελέτες και αν οι πιστοποιήσεις λειτουργούν ως ουσιαστικό φίλτρο ή ως τυπική διαδικασία.

Από την εμπειρία των μεγάλων έργων πήρε τη σκυτάλη ο Γιάννης Μητρόπουλος, Διευθυντής Τμήματος Μεγάλων Έργων της FIBRAN – Δημ. Αναστασιάδης Α.Ε., ξεκαθαρίζοντας ότι η αντοχή των υλικών δεν αποτελεί θεωρητικό ερώτημα. Όπως ανέφερε, «τα σωστά υλικά βεβαίως και αντέχουν στις κατασκευές», επισημαίνοντας ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η τεχνολογία ή η διαθεσιμότητα υλικών, αλλά οι συμβιβασμοί που γίνονται στην επιλογή τους.

Σύμφωνα με τον ίδιο, στα μεγάλα έργα καταγράφεται σαφώς αυξημένος βαθμός συμμόρφωσης, με αυστηρές προδιαγραφές και εκτενή πακέτα απαιτήσεων, πολλές φορές βασισμένα σε ξένους κανονισμούς πολύ αυστηρότερους από τους ελληνικούς. Στα μικρότερα έργα, αντίθετα, το οικονομικό κριτήριο αποκτά συχνά κυρίαρχο ρόλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα και τη διάρκεια ζωής των κατασκευών.

Στη συνέχεια, ο Αναστάσιος Ριζόπουλος, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της INTERPLAST Α.Ε., έφερε στο τραπέζι το ζήτημα των πιστοποιήσεων μέσα από τη διεθνή εμπειρία της βιομηχανίας πλαστικών. Όπως σημείωσε, μια εταιρεία που δραστηριοποιείται σε δεκάδες αγορές είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να τηρεί πρότυπα και πιστοποιήσεις, τονίζοντας ότι στον συγκεκριμένο κλάδο τα σχήματα ελέγχου και δοκιμών εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες. Υπογράμμισε ακόμη ότι η συμπεριφορά των πλαστικών υλικών σε ακραίες συνθήκες είναι πλέον δοκιμασμένη στην πράξη, ενώ ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις απαιτήσεις και τις δυσκολίες των πιστοποιήσεων πυροπροστασίας, τόσο στην παθητική όσο και στην ενεργητική μορφή τους.

Το ζήτημα της εποπτείας της αγοράς και των συστημικών αδυναμιών ανέδειξε ο Φίλιππος Δομαζινάκης, Διευθυντής Έρευνας και Ανάπτυξης του Ομίλου ALUMIL, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από το επίπεδο του υλικού στο επίπεδο των κανόνων. Όπως επισήμανε, στον έλεγχο της αγοράς εμπλέκονται δεκάδες φορείς, γεγονός που καθιστά τον συντονισμό εξαιρετικά σύνθετο. Στο πλαίσιο αυτό, έθεσε το ερώτημα κατά πόσο ο έλεγχος των δομικών προϊόντων εντάσσεται σε μια συνεκτική βιομηχανική πολιτική, τονίζοντας ότι σε αρκετές περιπτώσεις βασικές υποχρεώσεις, όπως η δήλωση επίδοσης και η σήμανση CE, δεν ελέγχονται επαρκώς στην πράξη.

Κοινή συνισταμένη των παρεμβάσεων ήταν ότι οι φυσικές καταστροφές λειτουργούν ως καταλύτης που επιταχύνει εξελίξεις ήδη δρομολογημένες. Η αναθεώρηση του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου για τα δομικά προϊόντα, με την ένταξη της βιωσιμότητας και του ανθρακικού αποτυπώματος στα υποχρεωτικά στοιχεία συμμόρφωσης, αλλάζει ριζικά το τοπίο. Όπως τονίστηκε, σύντομα δεν θα αρκεί ένα υλικό να είναι μηχανικά ανθεκτικό ή πιστοποιημένο· θα πρέπει να τεκμηριώνει και το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα.

Διαβάστε ακόμη