Το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας είναι ένα από τα πλέον σύνθετα και ανθεκτικά της Ευρώπης, σχεδιασμένο να εξυπηρετεί έναν μητροπολιτικό πληθυσμό εκατομμυρίων κατοίκων κάτω από συνθήκες που δοκιμάζονται όλο και περισσότερο από την κλιματική κρίση, σημείωσε η Φανή Μισκάκη, Αναπληρώτρια Διευθύντρια Σχεδιασμού και Ανάπτυξης της ΕΥΔΑΠ, μιλώντας στην εκδήλωση της ΕΥΑΘ. Σήμερα, όπως επισημάνθηκε, το συνολικό υδροδοτικό σύστημα της ΕΥΔΑΠ περιλαμβάνει 435 χιλιόμετρα εξωτερικών υδραγωγείων και ένα δίκτυο πόσιμου νερού που εκτείνεται σε περίπου 14.500 χιλιόμετρα, καλύπτοντας τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας και των προαστίων. Περίπου 2,26 εκατομμύρια παροχές τροφοδοτούνται καθημερινά, με ετήσια διανομή που φθάνει τα 386,5 εκατ. κυβικά μέτρα, δηλαδή περίπου 1,1 εκατ. κυβικά μέτρα νερού την ημέρα. Το νερό ξεκινά τη διαδρομή του από τη δυτική Στερεά Ελλάδα, από τον Εύηνο και τον Μόρνο, κινείται βαρυτικά προς την Αττική, ενώ το σύστημα ενισχύεται από τον κλάδο της λίμνης Υλίκης και τη λίμνη του Μαραθώνα, ώστε να υπάρχει εναλλακτική υδροδότηση ανάλογα με τις συνθήκες και τη διαθεσιμότητα των πόρων.

Η επεξεργασία του νερού πραγματοποιείται σε τέσσερις μονάδες Ασπρόπυργος, Μενίδι, Γαλάτσι και Πολυδένδρι Κιούρκας και ακολουθεί πέντε διαδοχικές τεχνικές φάσεις. Από εκεί και πέρα, το πόσιμο πλέον νερό διοχετεύεται στο δίκτυο διανομής και φτάνει, μέσω αγωγών ολοένα μικρότερης διαμέτρου, σε κάθε χρήση των καταναλωτών. Πρόκειται για ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί για μεγάλες αντοχές, αλλά όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά, εκατό χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΥΔΑΠ βρίσκεται αντιμέτωπο με έναν νέο, σύνθετο και ιδιαίτερα πιεστικό κίνδυνο: τη λειψυδρία.

Πώς η λειψυδρία επηρεάζει την ποιότητα του νερού

«Η ΕΥΔΑΠ για άλλη μια φορά αντιμετωπίζει έναν μεγάλο κίνδυνο. Έχει τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της λειψυδρίας», σημειώθηκε, με τη διευκρίνιση ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το πού θα βρεθεί επαρκής ποσότητα νερού, αλλά και το «πόσο καθαρό μπορούμε να διατηρήσουμε το λιγοστό νερό που πλέον έχουμε». Η μείωση των αποθεμάτων, όπως καταγράφηκε στα στοιχεία των τελευταίων υδρολογικών ετών, οδηγεί σε αυξημένη συγκέντρωση ρύπων, ακόμη και αν οι ίδιες οι ρυπαντικές φορτίσεις παραμένουν σταθερές. Αυτό καθιστά το νερό δυνητικά λιγότερο κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, την ώρα που η άνοδος της θερμοκρασίας ευνοεί την ανάπτυξη παθογόνων μικροοργανισμών και οι ακραίες βροχοπτώσεις και πλημμύρες μεταφέρουν ρυπαντικά φορτία από το έδαφος στις πηγές ύδρευσης.

Ιδιαίτερη μνεία έγινε και στον κίνδυνο υφαλμύρινσης των υπόγειων υδάτων, ειδικά στις παράκτιες περιοχές, λόγω της υπεράντλησης, καθώς και στη γενικότερη πίεση που ασκεί η κλιματική κρίση στους υδατικούς πόρους. «Οι συμβατικοί και οι αναδυόμενοι ρύποι που μπορεί να υπάρχουν στο περιβάλλον μπορεί να εντείνονται εξαιτίας της λειψυδρίας και της κλιματικής κρίσης», τονίστηκε, περιγράφοντας ένα περιβάλλον αυξημένων και σύνθετων κινδύνων για την ποιότητα του νερού.

Πώς απαντά η ΕΥΔΑΠ σε αυτή την πρόκληση

Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, η ΕΥΔΑΠ έχει ενισχύσει περαιτέρω τους μηχανισμούς ελέγχου και πρόληψης. Όπως υπογραμμίστηκε, εφαρμόζεται «ακόμη πιο δυναμικός και συστηματικός έλεγχος ποιότητας για την έγκαιρη πρόληψη τυχόν προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν». Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται επίσης στις αυστηρές υγειονομικές προδιαγραφές των υλικών που χρησιμοποιούνται στην υδροληψία, την επεξεργασία και τη διανομή.

Κεντρικό ρόλο σε αυτό το σύστημα κατέχει η Υπηρεσία Ελέγχου Ποιότητας Νερού της ΕΥΔΑΠ. Η υπηρεσία παρακολουθεί την ποιότητα του νερού από την πηγή έως τη βρύση, ελέγχοντας δείγματα από τους τέσσερις ταμιευτήρες, τις εισόδους και εξόδους των μονάδων επεξεργασίας, αλλά κυρίως από αντιπροσωπευτικά σημεία του δικτύου διανομής, δηλαδή από το τελικό πόσιμο νερό που φτάνει στους καταναλωτές. Οι έλεγχοι πραγματοποιούνται 365 ημέρες τον χρόνο στα διαπιστευμένα κατά ISO 17025 εργαστήρια της εταιρείας και αφορούν πολύ μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων και παραμέτρων από όσους προβλέπει η νομοθεσία.

Ενδεικτικά αναφέρθηκε ότι περισσότεροι από 9.000 έλεγχοι νερού πραγματοποιούνται ετησίως για μικροβιολογικές παραμέτρους, όταν η νομοθεσία απαιτεί περίπου 1.300. Παράλληλα, η ΕΥΔΑΠ αξιοποιεί συστήματα έγκαιρης και άμεσης προειδοποίησης, με online παρακολούθηση κρίσιμων παραμέτρων σε πραγματικό χρόνο, ενώ η ίδια υπηρεσία διαχειρίζεται και τα παράπονα των καταναλωτών που σχετίζονται με την ποιότητα του νερού.

Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στη δομή της Υπηρεσίας Ελέγχου Ποιότητας, με κεντρικό πυλώνα το τμήμα της δειγματοληψίας, «το ευαίσθητο της ποιότητας νερού», και στο εργαστήριο οργανικών μικρορύπων, το οποίο έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Όπως επισημάνθηκε, το εργαστήριο αυτό έχει εξοπλιστεί με σύγχρονη τεχνολογία, ώστε να καλύπτει τις νέες δυνατότητες των αναλυτικών τεχνικών και τις αυξημένες απαιτήσεις για την ανίχνευση ουσιών που μπορεί να εγκυμονούν κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ή το υδατικό οικοσύστημα. Η χρήση εξοπλισμού υψηλής ευαισθησίας, με ανίχνευση μέσω φασματομετρίας μαζών, επιτρέπει την αξιόπιστη και ασφαλή ταυτοποίηση ακόμη και πολύ μικρών συγκεντρώσεων ρύπων.

Στην τοποθέτησή της, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Σχεδιασμού & Ανάπτυξης της ΕΥΔΑΠ εξηγεί ότι μέχρι σήμερα λειτουργούν δύο πιλοτικοί σταθμοί, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί στο δίκτυο με στόχο τη μετάβαση σε συνεχή, σε πραγματικό χρόνο παρακολούθηση της ποιότητας του νερού. Όπως τονίζεται, οι σταθμοί αυτοί επιτρέπουν την άμεση λήψη ποιοτικών δεδομένων, ώστε η ΕΥΔΑΠ να μπορεί να αντιδρά εγκαίρως όταν απαιτείται, παρακολουθώντας κρίσιμες παραμέτρους όπως το χλώριο, η αγωγιμότητα, η θολότητα και η θερμοκρασία.

Τα αποτελέσματα αυτού του διαρκούς και πολυεπίπεδου ελέγχου αποτυπώνονται και σε διεθνείς αξιολογήσεις. Με περίπου 170.000 μετρήσεις σε 10.000 δείγματα πόσιμου και 2.000 δείγματα ακατέργαστου νερού ετησίως, η ΕΥΔΑΠ πιστοποιεί διαρκώς ότι το νερό της Αθήνας είναι άριστης ποιότητας και συγκαταλέγεται στα καλύτερα της Ευρώπης. Σύμφωνα με το European Benchmarking Cooperation, η ποιότητα του νερού της ΕΥΔΑΠ διαμορφώθηκε στο 99,7% την περίοδο 2017–2024, ενώ στο Urban Water Atlas for Europe του 2017 η Αθήνα βαθμολογήθηκε με άριστα, λαμβάνοντας τη μέγιστη βαθμολογία 10. Παράλληλα, η ποιότητα του νερού βρέθηκε στο 100% μεταξύ 180 χωρών παγκοσμίως, σύμφωνα με τον Δείκτη Περιβαλλοντικών Επιδόσεων (EPI) του Πανεπιστημίου Yale.

Διαβάστε ακόμη