Το να προβλέψει κανείς πώς θα είναι ο κόσμος στο τέλος του αιώνα μοιάζει αδύνατο. Κι όμως, χωρίς αυτές τις προβλέψεις δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον ούτε να εκτιμήσουμε πόσο επείγουσα είναι η ανάγκη δράσης απέναντι στην κλιματική κρίση. Γι’ αυτό και οι επιστήμονες συνεχίζουν να επιχειρούν δύσκολες – και συχνά αμφιλεγόμενες – εκτιμήσεις για το οικονομικό κόστος της υπερθέρμανσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη αναταραχή γύρω από μια μελέτη του Potsdam Institute for Climate Impact Research, η οποία δημοσιεύτηκε το 2024 στο περιοδικό Nature. Η έρευνα προκάλεσε αίσθηση επειδή εκτιμούσε ότι έως το 2100 η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα θα μειωθεί κατά 60% λόγω της κλιματικής αλλαγής — μια πρόβλεψη σχεδόν τριπλάσια από προηγούμενες. Η εντυπωσιακή αυτή απόκλιση οδήγησε σε αυξημένο έλεγχο, ενώ μέσα σε λίγους μήνες το Nature εξέδωσε προειδοποιητική σημείωση για προβλήματα αξιοπιστίας στη μεθοδολογία, σύμφωνα με το Bloomberg.

Λίγο αργότερα, δύο ανεξάρτητες μελέτες εντόπισαν σημαντικά σφάλματα και η μελέτη τελικά αποσύρθηκε. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα συμπεράσματα άλλαξαν ριζικά. Στη διορθωμένη εκδοχή, που βρίσκεται ακόμη υπό αξιολόγηση, η πρόβλεψη για το 2050 μειώνεται ελαφρώς – από 19% σε 17% απώλειας εισοδήματος. Για το 2100, όμως, το εκτιμώμενο κόστος παραμένει κοντά στο 60%. Ακόμη και με διορθώσεις, οι αριθμοί παραμένουν ζοφεροί.

Παράλληλα, ορισμένες εναλλακτικές μέθοδοι υπολογισμού δείχνουν ότι οι επιπτώσεις ίσως να είναι μικρότερες· μια διαφορετική προσέγγιση μέτρησης του πληθωρισμού μειώνει τη ζημιά του 2050 από το 17% σε περίπου 6%, ενώ η εκτίμηση για το 2100 πέφτει από 60% σε περίπου 15%. Η διαφορά είναι τεράστια και δείχνει πόσο δύσκολη είναι η ακριβής μοντελοποίηση ενός τόσο περίπλοκου φαινομένου.

Ένα ακόμη επίμαχο σημείο είναι ότι η μελέτη του Potsdam βασίζεται στο σενάριο RCP 8.5 – το πιο ακραίο σενάριο εκπομπών που εξετάζει ο ΟΗΕ. Το σενάριο αυτό προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξουν ουσιαστικές πολιτικές περιορισμού των εκπομπών, οδηγώντας σε αύξηση της θερμοκρασίας έως και 5°C μέχρι το τέλος του αιώνα. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν σήμερα αυτό το σενάριο απίθανο, τουλάχιστον στην ακραία του μορφή. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να έχει επιστημονική αξία, αφού δείχνει το πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι επιπτώσεις σε περίπτωση πλήρους αδράνειας.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τις διαφωνίες, η συνολική κατεύθυνση της επιστημονικής βιβλιογραφίας είναι σαφής: όσο πιο ζεστός ο πλανήτης, τόσο μεγαλύτερο το πλήγμα στην οικονομία. Μελέτες από πανεπιστήμια όπως το Stanford και το Northwestern δείχνουν ότι κάθε 1°C αύξησης της θερμοκρασίας μπορεί να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ έως και κατά 20% μακροπρόθεσμα. Άλλες έρευνες, που εξετάζουν συνδυαστικά τις ακραίες θερμοκρασίες και τα καιρικά φαινόμενα, προβλέπουν απώλειες της τάξης του 40% έως το 2100 σε σενάρια υψηλών εκπομπών.

Παρά τις ενστάσεις που διατυπώνονται για τη χρησιμότητα τέτοιων προβλέψεων – ακόμη και για το ενδεχόμενο να βλάψουν την αξιοπιστία της επιστήμης -οι περισσότερες μελέτες συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: το κόστος της κλιματικής αδράνειας θα είναι πολύ υψηλότερο από το κόστος της ενεργειακής μετάβασης. Η κλιματική κρίση, με όποιον αριθμό κι αν τη μετρήσει κανείς, παραμένει μια οικονομική βόμβα μεγατόνων.

Διαβάστε ακόμη