Σε καθεστώς «κόκκινου συναγερμού» τίθεται και επίσημα από σήμερα η Αττική, μετά τη θετική γνωμοδότηση της ΡΑΑΕΥ, καθώς τα αποθέματα στους ταμιευτήρες υποχωρούν και η ανάγκη για άμεση δράση απέναντι στο ζήτημα της λειψυδρίας γίνεται πλέον επιτακτική. Όπως αναφέρουν πηγές στο energygame.gr η απόφαση ενεργοποιεί το άρθρο 55 και σηματοδοτεί την είσοδο του υδροδοτικού συστήματος σε λειτουργία έκτακτης ανάγκης, ανοίγοντας τον δρόμο για την επιτάχυνση όλων των κρίσιμων παρεμβάσεων: από την ενίσχυση των ταμιευτήρων Ευήνου–Μόρνου και τις μεγάλες επεμβάσεις στο Εξωτερικό Υδροδοτικό Σύστημα, έως την επίσπευση των μελετών για αφαλατώσεις και την άμεση προώθηση κάθε επείγοντος έργου που μπορεί να απαιτηθεί.
Η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων είχε ήδη θέσει σε λειτουργία το πλήρες θεσμικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων της, αμέσως μετά το αίτημα που υπέβαλε η ΕΥΔΑΠ στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ζητώντας κατεπείγουσα μέριμνα για την υδροδότηση της Αττικής. Η σημερινή γνωμοδότηση δεν είναι μια αυθόρμητη αντίδραση στη μείωση των αποθεμάτων, αλλά το αποτέλεσμα της διαδικασίας που ξεκίνησε στα τέλη Οκτωβρίου, όταν η ΕΥΔΑΠ κατέθεσε επίσημο φάκελο τεκμηρίωσης για την ανάγκη άμεσων μέτρων στο λεκανοπέδιο.
Με βάση αυτό το αίτημα η Αρχή αξιολόγησε τα δεδομένα, ενεργοποίησε τις προβλέψεις του νόμου και κατέληξε στη σημερινή εισήγηση, η οποία δρομολογεί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και επιτρέπει να επιταχυνθούν τα έργα που κρίνονται απολύτως αναγκαία για την προστασία της υδροδότησης της πρωτεύουσας.
Στην πράξη, η απόφαση αυτή ενεργοποιεί ένα πλήρες πλέγμα παρεμβάσεων που εκτείνεται σε τρεις άξονες. Η κήρυξη της Αττικής σε κατάσταση λειψυδρίας σημαίνει εν τοις πράγμασι ότι η ενίσχυση των ταμιευτήρων Ευήνου–Μόρνου, μέσω του έργου «Εύρυτος», περνά άμεσα σε φάση επιτάχυνσης, καθώς αποτελεί τη βασική γραμμή άμυνας για τη σταθερότητα της υδροδότησης της πρωτεύουσας.
Πρόκειται για ένα έργο ύψους 500 εκατ. ευρώ, το οποίο προβλέπει τη μερική εκτροπή των ποταμών Καρπενησιώτη και Κρικελιώτη προς τους ταμιευτήρες του Εύηνου, καθώς και μια σειρά παρεμβάσεων αναβάθμισης του υδροδοτικού δικτύου και ανάπτυξης εγκαταστάσεων αφαλάτωσης. Η δημοπράτηση του σχεδίου «Εύρυτος» τοποθετείται χρονικά στο καλοκαίρι του 2026 και συνοδεύεται από έναν τεχνικό σχεδιασμό ιδιαίτερα υψηλών απαιτήσεων: δύο σήραγγες μήκους 14 και 6 χιλιομέτρων, με διάμετρο τεσσάρων μέτρων, ικανές να μεταφέρουν έως και 200 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως.
Η λήψη νερού θα γίνεται αποκλειστικά όταν η στάθμη των ποταμών ανεβαίνει μετά από βροχοπτώσεις, ώστε να διασφαλίζεται η οικολογική τους ισορροπία, ενώ η φυσική βαρυτική ροή του Εύηνου επιτρέπει τη μεταφορά των ποσοτήτων χωρίς ενεργειακό κόστος, ένα στοιχείο που ενισχύει σημαντικά τη βιωσιμότητα και την απόδοση του έργου.
Ταυτόχρονα, προωθείται χωρίς καθυστερήσεις η ολοκλήρωση των επεμβάσεων στο Εξωτερικό Υδροδοτικό Σύστημα, παρεμβάσεις που αναμένεται να εξοικονομήσουν πάνω από 10 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αδιύλιστου νερού και να ενισχύσουν άμεσα το υδατικό ισοζύγιο του λεκανοπεδίου.
Σε τρίτο επίπεδο αναμένεται η επίσπευση των μελετών για τις εγκαταστάσεις αφαλάτωσης κατά έναν ολόκληρο χρόνο δημιουργεί μια κρίσιμη εφεδρική λύση, σε περίπτωση που το κυρίως σχέδιο αντιμετωπίσει απρόβλεπτες καθυστερήσεις. Οι αφαλατώσεις αποτελούν το plan B, ένα εναλλακτικό σενάριο που προβλέπει την κατασκευή τριών μεγάλων μονάδων αφαλάτωσης σε Θίσβη, Νέα Πέραμο και Λαύριο, συνολικής δυναμικότητας 147.500 κυβικών μέτρων ημερησίως. Οι μονάδες θα είναι modular – επεκτάσιμες και μεταφερόμενες ανάλογα με τις ανάγκες – και συνοδεύονται από προϋπολογισμό 480 εκατ. ευρώ: 315 εκατ. για τη Θίσβη, 110 εκατ. για τη Νέα Πέραμο και 55 εκατ. για το Λαύριο. Ο χρόνος υλοποίησης εκτιμάται μεταξύ δύο και δυόμισι ετών.
Όπως έχει τονίσει η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ, η Θίσβη θεωρείται ήδη η πιο ώριμη τεχνικά επιλογή, καθώς διαθέτει ελεύθερο χώρο, οδική πρόσβαση και επαρκή ηλεκτροδοτική ισχύ. Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι οι αφαλατώσεις δεν είναι μια «φθηνή λύση», επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Για κάθε κυβικό την ημέρα απαιτούνται περίπου 800–1.000 ευρώ επένδυση. Δηλαδή, 100.000 κυβικά ημερησίως κοστίζουν γύρω στα 100 εκατ. ευρώ. Και χρειάζονται 3 κιλοβατώρες ενέργειας ανά κυβικό, επομένως το λειτουργικό κόστος εξαρτάται από την τιμή του ρεύματος».
«Με το νέο καθεστώς, κάθε επείγον έργο που ενδέχεται να απαιτηθεί μπορεί πλέον να δρομολογηθεί με ταχύτητα, χωρίς τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που μέχρι σήμερα επιβράδυναν την υλοποίηση», αναφέρουν στο energygame.gr πηγές με γνώση του θέματος. Μάλιστα όπως συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές, «με τις παρεμβάσεις αυτές εκμηδενίζεται ο κίνδυνος λειψυδρίας έως την υλοποίηση του έργου ΕΥΡΥΤΟΣ», αναδεικνύοντας τον επείγοντα και στρατηγικό χαρακτήρα της απόφασης.
Σήμερα, η εικόνα των υδατικών πόρων είναι ιδιαίτερα πιεστική: τα αποθέματα μειώνονται με ρυθμό που φτάνει τα 250 εκατομμύρια κυβικά μέτρα τον χρόνο, οι βροχοπτώσεις έχουν υποχωρήσει κατά 25%, η εξάτμιση έχει αυξηθεί κατά 15% και η κατανάλωση καταγράφει άνοδο 6%. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, αυτός ο συνδυασμός παραμέτρων καθιστά αναπόφευκτη την επίσπευση των αποφάσεων και των παρεμβάσεων.
Σε καθεστώς συναγερμού μπαίνουν επίσης το Μεγανήσι Λευκάδας, η Πάτμος και η Λέρος, με τη ΡΑΑΕΥ να εισηγείται την υπαγωγή τους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, για τα νησιά, η απόφαση αυτή έχει άμεσο και ουσιαστικό αντίκτυπο: η ένταξη στο ειδικό καθεστώς τους επιτρέπει να χρηματοδοτήσουν έργα με δημόσιους πόρους, παρά το ότι οι τοπικοί φορείς δεν διαθέτουν διαχειριστική επάρκεια. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «αυτοί δεν έχουν διαχειριστική επάρκεια. Σημαίνει ότι δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν με δημόσιο χρήμα. Αν βγουν όμως σε έκτακτη ανάγκη, τότε μπορούν να χρηματοδοτηθούν με δημόσιο χρήμα λόγω της ανάγκης να γίνουν επειγόντως κάποια έργα».
Τη σημασία της απόφασης εξήγησε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, ξεκαθαρίζοντας ότι η ένταξη στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης «δεν σημαίνει έκτακτα μέτρα για τους πολίτες». Όπως τόνισε μιλώντας στο Action 24, η γνωμοδότηση της ΡΑΑΕΥ «σημαίνει επιτάχυνση των διαδικασιών και των μελετών για ολοκλήρωση έργων» και επιτρέπει στα νησιά «να κάνουν έργα που με διαφορετική διαδικασία δεν θα ολοκληρώνονταν σε χρόνο ικανοποιητικό».
Ο υπουργός υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει άμεσο ή έμμεσο μέτρο, αυτή η απόφαση δεν έχει καμία σχέση με τα τιμολόγια», ενώ εξήγησε ότι οι διαδικασίες που ξεκλειδώνονται αφορούν αποκλειστικά την ΕΥΔΑΠ και τα έργα υδροδότησης που πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα. Ο κ. Παπασταύρου έθεσε και τη μεγάλη εικόνα, σημειώνοντας ότι η Αττική αντιμετωπίζει κρίση νερού «κάθε 25–30 χρόνια», υπενθυμίζοντας ότι οι μεγάλες υδροδοτικές υποδομές της χώρας χτίστηκαν σε αντίστοιχες περιόδους πίεσης: «Το 1991 ήταν η μεγαλύτερη κρίση λειψυδρίας. Το 1926 επί Βενιζέλου έγινε ο Μαραθώνας το 1929, το 1956 η Υλίκη, το 1979 ο Μόρνος και το 1991 η μελέτη για τον Εύηνο». Όπως είπε, αυτά τα έργα αποτελούν «μεγαλόπνοες λύσεις» που εξασφαλίζουν υδροδότηση για δεκαετίες.
Σε ό,τι αφορά τα σημερινά δεδομένα, αποκάλυψε ότι «μέχρι το 2021 οι ταμιευτήρες είχαν 1,1 δισ. κυβικά μέτρα. Από το 2022 χάνουμε 250 εκατ. τον χρόνο», εξαιτίας της μείωσης των βροχοπτώσεων κατά 25% και της αυξημένης εξάτμισης, «παράγοντες της κλιματικής αλλαγής» που καθιστούν αναγκαία την άμεση ενεργοποίηση του μηχανισμού έκτακτης ανάγκης.
Διαβάστε ακόμη
