«Χωρίς γρήγορες αδειοδοτήσεις, τίποτα δεν πρόκειται να λειτουργήσει». Με αυτή τη φράση, ο Γιώργος Τσόπελας, Πρόεδρος της McKinsey & Company Ελλάδας και Κύπρου, έθεσε από την αρχή το πλαίσιο για την επόμενη ημέρα των «πράσινων τεχνολογιών». Οι νέες τεχνολογίες – από το υδρογόνο και το CCS μέχρι τα εναλλακτικά καύσιμα – δεν θα κριθούν από το πόσο ώριμες είναι, αλλά από το πόσο γρήγορα η χώρα θα διαμορφώσει ένα σταθερό, καθαρό και λειτουργικό περιβάλλον για την ανάπτυξή τους. Στα τέσσερα σημεία που παρουσίασε – από την ανάγκη προβλεψιμότητας στις τιμές άνθρακα έως τη δημιουργία ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας – αποτυπώθηκε με σαφήνεια ότι το στοίχημα της μετάβασης είναι πλέον ζήτημα ρυθμού και όχι θεωρητικών διακηρύξεων.

Από το βήμα του πρώτου Forum για την Ενέργεια και τη Βιωσιμότητα, με τίτλο «Reframing the Energy Transition», φάνηκε ότι στο ίδιο μήκος κύματος κινείται πλέον και η ίδια η αγορά. Ο Γιώργος Αλεξόπουλος, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της HELLENiQ Energy, τόνισε ότι η ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών απαιτεί σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο και γρήγορες αδειοδοτήσεις, στοιχείο που αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε επένδυση. Στο ίδιο πνεύμα, ο Άρης Στεφάτος, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ, εστίασε στο CCS, υπογραμμίζοντας ότι το διαθέσιμο χρονικό παράθυρο για την Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Η Λιάνα Γούτα, Γενική Διευθύντρια της FuelsEurope, έθεσε στο επίκεντρο τον ρόλο των ανανεώσιμων καυσίμων και τον βαθύ βιομηχανικό μετασχηματισμό που απαιτείται στην Ευρώπη, ενώ η Μαρία-Ρίτα Γκάλι, CEO του ΔΕΣΦΑ, ανέδειξε τη σημασία των υποδομών φυσικού αερίου και της ύπαρξης σταθερών κανόνων ώστε να στηριχθούν αποτελεσματικά οι νέες μορφές ενέργειας.

Τσόπελας: Το τετράπτυχο της μετάβασης και η εικόνα των νέων τεχνολογιών

Ο Γιώργος Τσόπελας, Πρόεδρος της McKinsey & Company Ελλάδας και Κύπρου, περιέγραψε με σαφήνεια ότι η επόμενη ημέρα για το υδρογόνο, το CCS και τα συνθετικά καύσιμα δεν θα κριθεί από την τεχνολογία, αλλά από τις θεσμικές προϋποθέσεις που θα δημιουργήσει η χώρα. Όπως είπε, απαιτούνται τέσσερις άμεσες κινήσεις: προβλέψιμες πορείες στις τιμές άνθρακα, κανόνες αγοράς για το υδρογόνο που να ευθυγραμμίζονται με τη λογική της αγοράς ηλεκτρισμού, ταχεία αδειοδότηση και ολοκληρωμένες αλυσίδες αξίας που θα επιτρέψουν στις νέες τεχνολογίες να ωριμάσουν σε πραγματικό χρόνο. Ο κ. Τσόπελας εξήγησε ότι το υδρογόνο παραμένει ακριβό -με σημερινό κόστος στα 5 με 6 δολάρια το κιλό, ενώ και τα συνθετικά καύσιμα αεροπορίας βρίσκονται ακόμη σε μη ανταγωνιστικό επίπεδο. Ωστόσο, σημείωσε ότι η McKinsey θεωρεί πως το κόστος μπορεί να μειωθεί αισθητά, εφόσον διαμορφωθεί το κατάλληλο πλαίσιο κινήτρων και κανόνων.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στο CCS, το οποίο χαρακτήρισε «απαραίτητο εργαλείο» για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, επισημαίνοντας ότι χωρίς αυτό οι στόχοι κλιματικής ουδετερότητας παραμένουν εκτός πραγματικότητας. Σημαντικό μέρος της παρέμβασής του αφιερώθηκε στην τεχνητή νοημοσύνη και στον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ήδη την ενεργειακή αγορά. Ανέφερε ότι οι διαχειριστές δικτύου χρησιμοποιούν αλγορίθμους μηχανικής μάθησης για την πρόβλεψη βλαβών, τη μείωση του περιθωρίου ασφαλείας και την εξοικονόμηση κόστους, ενώ τα «ψηφιακά εργαλεία συνεργασίας» επιταχύνουν μελέτες, μειώνοντας χρόνο και κόστος και διευκολύνοντας τη χρηματοδότηση των έργων. Όπως υπογράμμισε, «η μετάβαση δεν είναι θέμα μακρινής τεχνολογίας, αλλά θέμα ρυθμού και οργάνωσης».

Αλεξόπουλος: Τα «εμπόδια» που μπλοκάρουν τις πράσινες τεχνολογίες

Στη δική του παρέμβαση, ο Γιώργος Αλεξόπουλος, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της HELLENiQ Energy, επιβεβαίωσε στην πράξη όσα περιέγραψε ο Τσόπελας, τονίζοντας ότι χωρίς σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο και γρήγορες διαδικασίες, καμία πράσινη τεχνολογία δεν μπορεί να ωριμάσει. Ανέφερε ότι ακόμη και έργα «απόλυτης προτεραιότητας» χρειάζονται έως και 18 μήνες μόνο για την υπογραφή σύμβασης σύνδεσης, κάτι που –όπως είπε– παγώνει τις επενδύσεις και μεταθέτει συνεχώς τους χρόνους υλοποίησης. Στάθηκε ιδιαίτερα στο πρόβλημα των περικοπών ΑΠΕ, αποκαλύπτοντας ότι σήμερα «χάνεται πάνω από το 10% της πράσινης παραγωγής» λόγω ελλείψεων σε δίκτυα και αποθηκευτικούς πόρους.

Γούτα: Τα ανανεώσιμα καύσιμα και ο βιομηχανικός μετασχηματισμός που δεν μπορεί να περιμένει

Η Λιάνα Γούτα, Γενική Διευθύντρια της FuelsEurope, ανέδειξε μια διάσταση της μετάβασης που συχνά μένει στη σκιά της συζήτησης γύρω από το υδρογόνο και το CCS: τον ρόλο των ανανεώσιμων καυσίμων και την ανάγκη άμεσου βιομηχανικού μετασχηματισμού στην Ευρώπη. Όπως τόνισε, η κλιματική ουδετερότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη συνεισφορά των υγρών καυσίμων νέας γενιάς, ειδικά σε τομείς όπου ο εξηλεκτρισμός δεν είναι εφικτός ή ρεαλιστικός. Υπενθύμισε ότι η Ευρώπη έχει ήδη προσδιορίσει έναν οδικό χάρτη που απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, περίπου 400 δισ. ευρώ έως το 2050, για να μετατραπούν τα υφιστάμενα διυλιστήρια σε μονάδες παραγωγής πράσινων καυσίμων, βιοκαυσίμων και e-fuels.

Η κα Γούτα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημασία του ευρωπαϊκού παραγωγικού ιστού. Όπως εξήγησε, ο μετασχηματισμός των υφιστάμενων βιομηχανιών είναι πολύ πιο οικονομικός από την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων, μειώνοντας το κόστος κατά 30–50%. Αυτό, όμως, προϋποθέτει να αναγνωριστεί ο κλάδος ως στρατηγικός και να υπάρξει σταθερό πλαίσιο που θα επιτρέψει στις εταιρείες να επενδύσουν με ορίζοντα δεκαετιών. Ανέφερε επίσης ότι η Ελλάδα διαθέτει τέσσερα από τα πιο σύγχρονα διυλιστήρια της Ευρώπης, με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα, γεγονός που της δίνει την ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο-κλειδί στην αγορά των ανανεώσιμων καυσίμων.

Ιδιαίτερα καθαρό ήταν και το μήνυμά της για το γεωπολιτικό σκέλος: η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να παράγει πράσινα καύσιμα ή να τα εισάγει. Αν δεν υπάρξει έγκαιρη κινητοποίηση, κινδυνεύει να αντικαταστήσει την εξάρτηση από το ορυκτό πετρέλαιο με μια νέα εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες και τεχνολογίες. Η τοποθέτηση της κ. Γούτα λειτουργεί ως κρίσιμη υπενθύμιση ότι η μετάβαση δεν αφορά μόνο νέες τεχνολογίες, αλλά και την ικανότητα της Ευρώπης και της Ελλάδας να διατηρήσει τις βιομηχανίες της ως ενεργό κομμάτι του ενεργειακού της μέλλοντος.

Στεφάτος: Το CCS ως παράθυρο ευκαιρίας και η μάχη με τον χρόνο

Ο Άρης Στεφάτος, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ, έδωσε ίσως την πιο καθαρή εικόνα για το πού ακριβώς βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα στον κρίσιμο τομέα του CCS, τονίζοντας ότι η χώρα έχει μια μοναδική ευκαιρία που δεν θα παραμείνει ανοιχτή για πολύ. Όπως εξήγησε, η Ευρώπη στρέφεται πλέον με απόλυτη αποφασιστικότητα στην απομάκρυνση του άνθρακα από τη βαριά βιομηχανία, και το CCS εξελίσσεται σε στρατηγικό πυλώνα για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα βρίσκεται σε προνομιακή θέση: διαθέτει ώριμες υποδομές, γεωλογικές δυνατότητες και μια σειρά έργων που μπορούν να της εξασφαλίσουν ρόλο «πρώτου παίκτη» στην περιοχή.

Η πιο χαρακτηριστική του διατύπωση ήταν ότι «το παράθυρο ευκαιρίας είναι εξαιρετικά στενό». Στο σημείο αυτό εξήγησε ότι οι χώρες που θα κινηθούν πρώτες θα έχουν τη δυνατότητα να προσελκύσουν βιομηχανίες, χρηματοδοτήσεις και διεθνείς συνεργασίες, καθώς η ζήτηση για αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα θα αυξάνεται ραγδαία τα επόμενα χρόνια. Ανέφερε ότι το έργο στον Πρίνο αποτελεί την πιο ώριμη ελληνική υποδομή, ενώ το πρόγραμμα «Apollo CO₂» και τα επιπλέον σχέδια τριών ακόμη εταιρειών μπορούν να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο cluster, ικανό να καλύψει τόσο ελληνικές όσο και περιφερειακές ανάγκες.

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι για να προχωρήσουν όλα αυτά απαιτείται ισχυρή στήριξη στις κρατικές εταιρείες που σηκώνουν το βάρος των γεωτρήσεων και των μελετών, καθώς η τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική πολυπλοκότητα των έργων CCS είναι πολύ μεγάλη. Ο κ. Στεφάτος σημείωσε ότι η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με ταχύτητα και συνοχή, αξιοποιώντας πλήρως τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί και τις ευρωπαϊκές πολιτικές που ευνοούν πλέον ανοιχτά την ανάπτυξη αυτών των τεχνολογιών. Όπως κατέληξε, «η στιγμή είναι τώρα», μια φράση που αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την αίσθηση κατεπείγοντος που διαπέρασε όλη την τοποθέτησή του.

Γκάλι: Οι υποδομές, οι κανόνες και η ανάγκη για ένα συνεκτικό ενεργειακό σύστημα

Η Μαρία-Ρίτα Γκάλι, CEO του ΔΕΣΦΑ, μετέφερε στο πάνελ την οπτική του διαχειριστή υποδομών, υπογραμμίζοντας ότι η ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ένα σύστημα φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού που να λειτουργεί με διαφάνεια, προβλεψιμότητα και ανθεκτικότητα. Όπως τόνισε, η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα την τελευταία δεκαετία, αποκτώντας αγωγούς, διασυνδέσεις και νέες εισόδους LNG που την έχουν αναδείξει σε πύλη για τη ΝΑ Ευρώπη.

Ωστόσο, οι νέες τεχνολογίες απαιτούν ένα επόμενο επίπεδο ωριμότητας, στο οποίο οι υποδομές θα λειτουργούν ως ενιαίος, ψηφιακά ενοποιημένος κορμός που θα μπορεί να στηρίξει υδρογόνο, βιομεθάνιο, αποθήκευση και σύνθετες ροές ενέργειας.

Η κ. Γκάλι ανέδειξε ιδιαίτερα το ζήτημα των κανόνων της αγοράς, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα λειτουργεί με πλήρη διαφάνεια και πρόσβαση τρίτων, ενώ αυτό δεν συμβαίνει σε όλες τις γειτονικές χώρες, δημιουργώντας ανταγωνιστικές στρεβλώσεις. Για να μπορέσουν, όπως είπε, οι νέες μορφές ενέργειας να αποκτήσουν ρόλο στο σύστημα, χρειάζεται «ισοτιμία στους κανόνες του παιχνιδιού» και σαφή εμπορικά σήματα που θα επιτρέψουν τη σύναψη νέων συμβολαίων και την ανάληψη ρίσκου από τους επενδυτές.

Διαβάστε ακόμη