Επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ μόνο για το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης εκτιμάται πως θα ήταν απαραίτητες στα συστήματα μεταφορών, προκειμένου αυτά να θωρακιστούν έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην περίοδο ώς το 2100, αλλά και να αποκατασταθούν έπειτα από χτυπήματα ακραίων καιρικών φαινομένων.
Η άνοδος της θερμοκρασίας και η αύξηση των καυσώνων και της στάθμης της θάλασσας, καθώς και η συχνότητα πλημμυρικών φαινομένων, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τα δίκτυα μεταφορών στη Βόρεια Ελλάδα κι ανεβάζουν τον πήχη του κόστους συντήρησης ή αποκατάστασης σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας, «γιατί υπάρχουν μεγάλες αστικές περιοχές, σημαντικοί αυτοκινητόδρομοι όπως η Εγνατία Οδός, εκτεταμένο σιδηροδρομικό δίκτυο και το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, το δεύτερο μεγαλύτερο της χώρας», όπως επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο συγκοινωνιολόγος δρ Ευάγγελος Μητσάκης, ερευνητής Α’ στο Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων Μεταφορών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΙΜΕΤ/ΕΚΕΤΑ).
Με αφορμή τη συμμετοχή του δρος Μητσάκη και άλλων ερευνητών σε παλαιότερη τομεακή μελέτη για τις μεταφορές, στο πλαίσιο ευρύτερου μελετητικού εγχειρήματος της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το ΑΠΕ/ΜΠΕ ζήτησε την εκτίμησή του για το ύψος στο οποίο πιθανώς θα κυμαινόταν το κόστος αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ειδικά στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Και στο σημείο αυτό μπήκε, μεταξύ άλλων, στη συζήτηση η πιθανή άνοδος της στάθμης της θάλασσας: «Το κόστος επαναχάραξης οδικών υποδομών στη Θεσσαλονίκη, ώστε να είναι ασφαλείς σε σχέση με την αύξηση της μέσης στάθμης της θάλασσας, εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 350 εκατ. ευρώ για την περίοδο 2030-2100», εκτιμά ο δρ Μητσάκης, εξηγώντας ότι αυτή η εκτίμηση προκύπτει βάσει σεναρίων (καλού, μεσαίου και κακού) για το πώς θα εξελιχθεί η ένταση των φαινομένων σε χρονικές περιόδους του μέλλοντος, από το 2030 έως και το 2100.
Στο μεταξύ, οι υψηλές θερμοκρασίες και ιδίως οι καύσωνες δεν «χτυπούν» μόνο τους ανθρώπους, τα ζώα και τα δάση, αλλά και τις υποδομές μεταφορών κάθε είδους, αυξάνοντας τις ανάγκες συντήρησής τους. Στο πλαίσιο αυτό, το κόστος συντήρησης των οδικών υποδομών εκτιμάται σε εύρος από 1 εκατ. ευρώ έως και 10 εκατ. ευρώ ετησίως έως το 2100, αναλόγως του αν ληφθεί υπόψη το καλό, το μεσαίο ή το κακό κλιματικό σενάριο για την άνοδο της θερμοκρασίας. Την ίδια στιγμή, η αποκατάσταση/επιδιόρθωση οδικών υποδομών, λόγω αύξησης περιστατικών έντονης βροχόπτωσης, καταιγίδων ή/και δυνητικών πλημμυρών εκτιμάται ότι θα κοστίσει στα επόμενα 75 χρόνια από 450 εκατ. έως και 700 εκατ., ανάλογα και πάλι με το κλιματικό σενάριο. Όταν, όμως, η θερμοκρασία «τραβά την ανηφόρα», οι παγετοί μειώνονται κι αυτό -σε όρους εξοικονόμησης πόρων- είναι θετικό: η εκτίμηση για τη μείωση κόστους συντήρησης οδικών υποδομών, λόγω λιγότερων ημερών με παγετό, είναι ότι θα εξοικονομηθούν από 220.000 ευρώ έως 700.000 ευρώ ετησίως, ανάλογα με το κλιματικό σενάριο.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που τη «γλείφει» η θάλασσα, ενώ τα νερά του Θερμαϊκού «βρέχουν» περιοχές όπου εδρεύουν κρίσιμες υποδομές, όπως το αεροδρόμιο «Μακεδονία». Αν, λοιπόν, η μέση στάθμη της θάλασσας ανέβει, το κόστος των επιπλέον επιπτώσεων στις αεροπορικές μεταφορές εκτιμάται πως θα διαμορφωθεί σε εύρος από 250 εκατ. έως και 400 εκατ. ευρώ στην περίοδο ώς το 2100, ανάλογα πάντα με το κλιματικό σενάριο. Αντίστοιχα θα επηρεαστούν και οι λιμενικές υποδομές, καθώς η άνοδος της μέσης στάθμης της θάλασσας θα απαιτήσει -μεταξύ άλλων- εκτεταμένες ανυψώσεις κρηπιδωμάτων, που εκτιμάται ότι θα στοιχίσουν από 5 εκατ. έως και 20 εκατ., αναλόγως κλιματικού σεναρίου.
Δύο χρόνια έρευνας
Η πρώτη μελέτη της ΤτΕ, σχετικά με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, είχε εκπονηθεί το 2011 από ομάδα επιστημόνων από διάφορους τομείς, που είχε συγκροτηθεί για αυτόν τον σκοπό. Ο δρ Μητσάκης είχε συμμετάσχει στην τομεακή μελέτη των μεταφορών με την ιδιότητα του συγκοινωνιολόγου. Στην ίδια τομεακή μελέτη μετείχαν οι Γεώργιος Γιαννόπουλος, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Χρυσόστομος Μυλωνάς, πολιτικός μηχανικός ΑΠΘ και υποψήφιος διδάκτορας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Χρήστος Ζερεφός, επόπτης του Κέντρου Έρευνας Φυσικής της Ατμόσφαιρας & Κλιματολογίας και γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και Ιωάννης Καψωμενάκης, ερευνητής στο Κέντρο Έρευνας Φυσικής της Ατμόσφαιρας & Κλιματολογίας. Η μελέτη αυτή επικαιροποιήθηκε στο τέλος του 2021 και τα ευρήματά της παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο 12ο Διεθνές Συνέδριο για την Έρευνα στις Μεταφορές (ICTR 2025), στη Θεσσαλονίκη.
«Τα φαινόμενα που εξετάσαμε στην Ελλάδα ήταν η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και της μέσης θερμοκρασίας, η αύξηση των περιστατικών υψηλών και πολύ υψηλών θερμοκρασιών, η συχνότητα των παγετών και των καταιγίδων και των πλημμυρών και η μεταβολή στην ταχύτητα του ανέμου, που επηρεάζει τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές. Η Ελλάδα χωρίζεται σε διάφορες κλιματικές περιοχές, οι οποίες δεν συμπίπτουν με τις γεωγραφικές. Για παράδειγμα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη ανήκουν στην ίδια κλιματική περιοχή. Εξετάσαμε τις επιπτώσεις, ποιες υποδομές δυνητικά επηρεάζονται και πώς. Εξετάσαμε το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια. Η έρευνά μας διήρκεσε δύο ημερολογιακά έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων αποτυπώσαμε όλα τα μεταφορικά συστήματα, για να τα βάλουμε στα τρία σενάρια και να δούμε τις επιπτώσεις. Ως προς τις εκτιμήσεις, πρόβλημα υπάρχει με τις έντονες βροχοπτώσεις και τις καταιγίδες, γιατί τα σημερινά κλιματικά μοντέλα δεν μπορούν να “πιάσουν” καιρικά φαινόμενα τόσο ακραία, όσο π.χ. ο “Ντάνιελ” στη Θεσσαλία», κατέληξε ο δρ Μητσάκης.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ, στην οποία είχε συμμετάσχει ο δρ Μητσάκης, το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, αν δεν υπάρξει δράση για την αντιμετώπισή της ούτε στην Ελλάδα ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμήθηκε ότι θα είναι πολύ υψηλό. Αν η κλιματική αλλαγή εξελιχθεί με την ένταση που αναμένεται έως το 2050 και μετέπειτα το 2100, χωρίς παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η σωρευτική ζημία για την ελληνική οικονομία μέχρι και το 2100 φθάνει τα 701 δισ. ευρώ.
Διαβάστε ακόμη
