Η δημόσια διαβούλευση για το εθνικό σχέδιο ενεργειακής αξιοποίησης απορριμμάτων μπορεί να ολοκληρώθηκε, όμως οι αντιδράσεις που προκάλεσε φωτίζουν το βάθος των αποκλίσεων γύρω από ένα από τα πιο φιλόδοξα – και ταυτόχρονα πιο αμφιλεγόμενα – εγχειρήματα γύρω από τη διαχείριση απορριμμάτων. Δήμοι, τεχνικά επιμελητήρια, επιστημονικοί σύλλογοι και φορείς της αγοράς κατέθεσαν σειρά σχολίων, άλλοτε υπέρ της ανάγκης προώθησης ενός νέου μοντέλου και άλλοτε με αιχμηρή κριτική απέναντι στη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Το σχέδιο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προβλέπει τη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης (καύσης) απορριμματογενών ενεργειακών πρώτων υλών (ΑΕΠΥ) από αστικά στερεά απόβλητα (ΑΣΑ), με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2030. Πρόκειται για ένα έργο που εντάσσεται στον στρατηγικό σχεδιασμό για την κυκλική οικονομία και τη μετάβαση της χώρας σε ένα σύγχρονο, βιώσιμο μοντέλο διαχείρισης απορριμμάτων. Η εξαγγελία του είχε γίνει ήδη από το 2019 από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ωστόσο, έξι χρόνια μετά, το σχέδιο παραμένει σε στάδιο προπαρασκευής, χωρίς να έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος ως προς την αδειοδότηση ή την έναρξη των έργων.
Παρότι τα σχόλια της δημόσιας διαβούλευσης για το σχέδιο δεν θα δημοσιοποιηθούν, οι πρώτες τοποθετήσεις των φορέων αρχίζουν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αποκαλύπτοντας σημαντικές αποκλίσεις και αντιδράσεις γύρω από το μέλλον της ενεργειακής αξιοποίησης απορριμμάτων στην Ελλάδα. Από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα τεχνικά επιμελητήρια έως τους επιστημονικούς και ρυθμιστικούς φορείς, διαμορφώνεται ήδη ένα πολύχρωμο μωσαϊκό απόψεων, με κοινό παρονομαστή την ανάγκη για διαφάνεια, κοινωνική συναίνεση και σαφή τεκμηρίωση πριν από οποιαδήποτε υλοποίηση.
Την ώρα που η Τοπική Αυτοδιοίκηση μέσω του Συνδέσμου Βιώσιμης Ανάπτυξης Πόλεων και το ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας τάσσονται κατηγορηματικά κατά της καύσης, χαρακτηρίζοντάς την «πισωγύρισμα» για την κυκλική οικονομία, άλλοι φορείς, όπως η ΕΕΔΣΑ, κινούνται σε πιο πραγματιστική κατεύθυνση, θεωρώντας την ενεργειακή αξιοποίηση αναγκαίο συμπλήρωμα στο τέλος της ιεράρχησης των αποβλήτων. Στον ίδιο δρόμο, η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) επιχειρεί να χαράξει μια γραμμή ισορροπίας, υπερασπιζόμενη την ανάγκη ενός σύγχρονου μοντέλου αλλά και αναδεικνύοντας τις αδυναμίες της ΣΜΠΕ με τεχνική, περιβαλλοντική και κοινωνική τεκμηρίωση.
Η ανάγκη, αλλά και οι προϋποθέσεις
Η ΡΑΑΕΥ αναγνωρίζει ότι η χώρα δεν μπορεί να επιτύχει τους ευρωπαϊκούς στόχους χωρίς υποδομές ενεργειακής αξιοποίησης. Με ποσοστό ταφής 79%, έναντι 23% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε. στη διαχείριση αποβλήτων. Όπως σημειώνει η Αρχή στο επίσημο position paper του Κλάδου Αποβλήτων, η WtE αποτελεί «αναγνωρισμένη και ώριμη τεχνολογία που μπορεί να συμβάλει στην εκτροπή από την ταφή και στη μείωση των εκπομπών, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται με περιβαλλοντική ασφάλεια και περιορισμένο υπόλειμμα».
Ωστόσο, η ΡΑΑΕΥ σπεύδει να διευκρινίσει ότι η καύση δεν μπορεί να προηγείται της ανακύκλωσης ούτε να λειτουργεί ως εργαλείο υποκατάστασης της πρόληψης και της επαναχρησιμοποίησης. Αντιθέτως, πρέπει να αφορά αποκλειστικά το μη ανακυκλώσιμο υπόλειμμα, αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα στάδια της ιεράρχησης των αποβλήτων.
Διαφωνία με την προτεραιοποίηση και τον αριθμό των μονάδων
Η βασική ένσταση της Αρχής αφορά τη φιλοσοφία της ΣΜΠΕ, η οποία – όπως επισημαίνει – αντιμετωπίζει την ενεργειακή αξιοποίηση «όχι ως συμπλήρωμα, αλλά σχεδόν ως υποκατάστατο» της ανακύκλωσης. «Η καύση δεν μπορεί να προηγείται της ανακύκλωσης. Οποιαδήποτε υπερδιαστασιολόγηση θα οδηγήσει σε μακροχρόνια δέσμευση ποσοτήτων και θα υπονομεύσει τη Διαλογή στην Πηγή», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Η ΡΑΑΕΥ θεωρεί ατεκμηρίωτη τη δέσμευση για έξι μονάδες, ζητώντας να προηγηθεί ανάλυση ποσοτήτων, ποιοτικής σύστασης των αποβλήτων και πραγματικών αναγκών ανά Περιφέρεια, ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο του «lock-in», δηλαδή της μόνιμης εξάρτησης από τη ροή σύμμεικτων σκουπιδιών.
«Η διαχείριση τέφρας δεν μπορεί να αφεθεί στους επενδυτές»
Από τους πιο αιχμηρούς άξονες του κειμένου είναι η περιβαλλοντική διάσταση. Αν και η ΡΑΑΕΥ αναγνωρίζει τη μεγάλη πρόοδο των σύγχρονων μονάδων σε τεχνολογίες αντιρρύπανσης, τονίζει πως «η καύση παράγει ρύπους και επικίνδυνη τέφρα, ακόμη και στις πλέον σύγχρονες εγκαταστάσεις». Επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει ΧΥΤΕΑ (χώρους διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων), ζητά να προηγηθεί η εκπόνηση ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης τέφρας και υπολειμμάτων. «Η διαχείριση τέφρας δεν μπορεί να αφεθεί στους επενδυτές — αποτελεί κρίσιμη πτυχή δημόσιας περιβαλλοντικής ευθύνης», αναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο. Παράλληλα, επισημαίνει ότι οι μονάδες θα πρέπει να διαθέτουν σύστημα συνεχούς παρακολούθησης εκπομπών (CEMS) με online δημοσιοποίηση των δεδομένων, ώστε να εξασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια και κοινωνική εμπιστοσύνη.
Το ζήτημα του κόστους και της κοινωνικής αντοχής
Η ΡΑΑΕΥ δεν κρύβει τις επιφυλάξεις της για το οικονομικό σκέλος. Αν και θεωρεί ότι η καύση μπορεί να έχει θετικό κοινωνικό ισοζύγιο εάν συνυπολογιστούν τα πρόστιμα και το περιβαλλοντικό κόστος της ταφής, προειδοποιεί πως η οικονομική βιωσιμότητα δεν έχει αποδειχθεί. Στο position paper γίνεται αναφορά σε διεθνή στοιχεία κόστους (80–120 ευρώ ανά τόνο, που ενδέχεται να αγγίξει τα 193 ευρώ με το ETS), με την επισήμανση ότι τα κόστη αυτά δεν μπορούν να μετακυλιστούν στους πολίτες χωρίς ανταποδοτικά οφέλη.
Η Αρχή ζητά να προηγηθεί πλήρης μελέτη κόστους–οφέλους, να θεσπιστεί ρυθμιστικό πλαίσιο τιμολόγησης (gate fee) με σταθερούς όρους για 20–25 έτη, και να εφαρμοστεί η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Παράλληλα, ζητά να προβλεφθούν κοινωνικές αντισταθμίσεις — όπως παροχή θερμότητας σε σχολεία και δημοτικές υποδομές μέσω τηλεθέρμανσης — ώστε οι τοπικές κοινωνίες να ωφελούνται άμεσα.
«Η ενεργειακή αξιοποίηση δεν είναι ιδιωτική υπόθεση»
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει η ΡΑΑΕΥ στον θεσμικό ρόλο του Δημοσίου και την ανάγκη δημόσιου ελέγχου. Παρότι αναγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο των ιδιωτικών κεφαλαίων, προειδοποιεί ότι η διαχείριση απορριμμάτων «δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά δημόσιο αγαθό». Ζητά, επομένως, σαφή νόμο-πλαίσιο που θα καθορίζει τους όρους συμμετοχής επενδυτών, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τον μηχανισμό ελέγχου και την εποπτεία της Αρχής.
Προτείνει, μάλιστα, να προβλεφθεί θεσμικά ότι η ΡΑΑΕΥ θα έχει εποπτικό και ρυθμιστικό ρόλο στην τιμολόγηση, στην κοστολόγηση, στην περιβαλλοντική παρακολούθηση και στη δημοσιοποίηση δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, σχεδιάζει τη δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου για τα έργα WtE, με υποχρεωτική δημοσιοποίηση εκπομπών, στοιχείων κόστους και ποσοτήτων, καθώς και ετήσιες εκθέσεις για την απόδοση και την περιβαλλοντική τους συμμόρφωση.
Οι ενστάσεις για τη χωροθέτηση
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στη χωροθέτηση των έξι μονάδων, όπου η ΡΑΑΕΥ επισημαίνει «κενά και ελλείψεις τεκμηρίωσης». Ζητά πολυκριτηριακή ανάλυση βάσει πληθυσμιακών δεδομένων, υποδομών, πρόσβασης, περιβαλλοντικών ορίων και ισοκατανομής βαρών. «Η χωροθέτηση πρέπει να τεκμηριώνεται με βάση την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και την ισοκατανομή των επιπτώσεων, ώστε να αποφευχθεί η συγκέντρωση ρυπογόνων δραστηριοτήτων σε συγκεκριμένες περιοχές», σημειώνεται χαρακτηριστικά. Η τοποθέτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία υπό το φως των αντιδράσεων στη Δυτική Μακεδονία, όπου φορείς, όπως το ΤΕΕ/ΤΔΜ, κάνουν λόγο για «περιβαλλοντικό έγκλημα» και «μεταλιγνιτική εκμετάλλευση».
Αναγκαία η κοινωνική συναίνεση
Η ΡΑΑΕΥ θεωρεί ότι καμία μονάδα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κοινωνική αποδοχή. Στο κείμενο της θέσης της υπογραμμίζεται πως η διαδικασία διαβούλευσης πρέπει να γίνει «ουσιαστική, διαφανής και συμμετοχική», με πραγματική ενημέρωση των πολιτών, των ΟΤΑ και των ΦοΔΣΑ. Ζητά να καθιερωθούν δημόσιες ακροάσεις και τακτική δημοσιοποίηση στοιχείων, ώστε να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και να αποφευχθούν κοινωνικές συγκρούσεις.
Ανοιχτό παραμένει και το οικονομικό σκέλος, το οποίο η ΡΑΑΕΥ αντιμετωπίζει με επιφυλάξεις. Παρότι αναγνωρίζει ότι η καύση μπορεί να μειώσει το περιβαλλοντικό κόστος της ταφής, επισημαίνει πως η οικονομική βιωσιμότητα δεν έχει αποδειχθεί. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, το κόστος κυμαίνεται διεθνώς στα 80–120 ευρώ ανά τόνο, φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις έως τα 193 ευρώ εφόσον συνυπολογιστεί το ETS, γεγονός που δεν μπορεί να μετακυλιστεί απευθείας στους πολίτες. Η Αρχή ζητά πλήρη μελέτη κόστους–οφέλους και σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο τιμολόγησης (gate fee), ενώ τονίζει πως πρέπει να υπάρξουν κοινωνικές αντισταθμίσεις — όπως παροχή θερμότητας μέσω τηλεθέρμανσης σε σχολεία και δημοτικές υποδομές — ώστε οι τοπικές κοινωνίες να έχουν απτά οφέλη.
Την ίδια στιγμή, προειδοποιεί ότι η διαχείριση απορριμμάτων «δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά δημόσιο αγαθό». Ζητά τη θέσπιση νόμου-πλαισίου που θα καθορίζει τη συμμετοχή των ιδιωτών και τη σαφή εποπτεία της Αρχής, ενώ προτείνει τη δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου έργων WtE, με διαφανή δημοσιοποίηση δεδομένων εκπομπών και κόστους.
ΕΕΔΣΑ: Ναι υπό όρους – Αναγκαίο συμπλήρωμα στο τέλος της ιεράρχησης
Η Ελληνική Εταιρεία Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΕΕΔΣΑ) κινείται σε πιο πραγματιστική κατεύθυνση, τονίζοντας ότι η ενεργειακή αξιοποίηση μπορεί να αποτελέσει αναγκαίο κρίκο στην αλυσίδα της κυκλικής οικονομίας, αρκεί να τηρηθεί η ιεράρχηση της Ε.Ε. και να μην εκτοπιστούν η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση.
Η ΕΕΔΣΑ αναγνωρίζει ότι η τεχνολογία είναι ώριμη και εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά ζητά σαφή στρατηγική ένταξη στο ΕΣΔΑ, ολοκληρωμένο σχέδιο χρηματοδότησης και σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο για τις συμβάσεις και το gate fee, προκειμένου να αποφευχθούν στρεβλώσεις και υπερβολικές επιβαρύνσεις στους ΟΤΑ.
Αντίθετα, το ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας απορρίπτει κατηγορηματικά το σχέδιο, χαρακτηρίζοντάς το «πισωγύρισμα για την κυκλική οικονομία» και «περιβαλλοντικά ριψοκίνδυνο». Επισημαίνει ότι η ενεργειακή αξιοποίηση, όπως προτείνεται, «θα δεσμεύσει τη χώρα σε δεκαετίες καύσης», περιορίζοντας τα κίνητρα για πρόληψη και ανακύκλωση.
Ανάλογες επιφυλάξεις έχουν εκφράσει και αρκετοί δήμοι, ενώ υπενθυμίζεται πως το
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ο γενικός γραμματέας Διαχείρισης Αποβλήτων Μανώλης Γραφάκος υπερασπίζεται τη ΣΜΠΕ, δηλώνοντας στο Olympia Forum ότι «η Ελλάδα δεν έχει περιθώριο για άλλες καθυστερήσεις».
Διαβάστε ακόμη
