Η διεθνής ναυτιλία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές διαμάχες των τελευταίων ετών. Η Διεθνής Ναυτιλιακή Οργάνωση (IMO) προωθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο για την επιβολή παγκόσμιου φόρου άνθρακα (carbon charge) στα πλοία, με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, οι ΗΠΑ αντιδρούν έντονα, χαρακτηρίζοντας την πρωτοβουλία άδικη και οικονομικά επιζήμια, τόσο για τις αμερικανικές επιχειρήσεις όσο και για το διεθνές εμπόριο.
Η πρόταση του ΟΗΕ, που έχει τη στήριξη δεκάδων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, προβλέπει ότι κάθε πλοίο θα πληρώνει τέλος ανάλογο με το επίπεδο των εκπομπών του. Τα έσοδα θα κατευθύνονται σε ταμεία για την ανάπτυξη πράσινων ναυτιλιακών τεχνολογιών και τη στήριξη αναπτυσσόμενων χωρών που εξαρτώνται από το θαλάσσιο εμπόριο. Αν εγκριθεί οριστικά, θα πρόκειται για το πρώτο παγκόσμιο οικονομικό μέτρο που στοχεύει άμεσα στη μείωση των εκπομπών από τη ναυτιλία – έναν κλάδο που μεταφέρει περίπου το 90 % του παγκόσμιου εμπορίου και ευθύνεται για το 3 % των συνολικών εκπομπών CO₂ στον πλανήτη.
Παρά τις φιλοδοξίες, η Ουάσινγκτον βλέπει τον φόρο άνθρακα ως απειλή. Από τον Απρίλιο του 2025, η κυβέρνηση Τραμπ αποχώρησε από τις συνομιλίες της IMO, καλώντας μάλιστα άλλες χώρες να πράξουν το ίδιο. Σε εμπιστευτική επιστολή που διέρρευσε, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προειδοποιούσε ότι οι ΗΠΑ «απορρίπτουν κάθε μηχανισμό που επιβάλλει οικονομικά μέτρα σε αμερικανικά πλοία βάσει εκπομπών ή επιλογής καυσίμου» και προανήγγειλε «ανταποδοτικά μέτρα» απέναντι σε κράτη που στηρίξουν τη συμφωνία.
Οι ενστάσεις των ΗΠΑ και ο φόβος των δασμών
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι ο παγκόσμιος φόρος άνθρακα θα αυξήσει το κόστος μεταφοράς, επιβαρύνοντας την εφοδιαστική αλυσίδα και τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό. Κατά την αμερικανική κυβέρνηση, η πρωτοβουλία είναι «κακοσχεδιασμένη» και θα λειτουργήσει σαν ένας παγκόσμιος φόρος που θα πλήξει δυσανάλογα τις εξαγωγικές οικονομίες και τους καταναλωτές.
Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει ευαίσθητους τομείς του εμπορίου, όπως η ενέργεια και τα αγροτικά προϊόντα, αυξάνοντας το κόστος των εισαγωγών. Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg, οι ΗΠΑ έχουν εξετάσει ακόμη και την επιβολή δασμών σε προϊόντα χωρών που θα εφαρμόσουν το νέο καθεστώς, εάν αυτό θεωρηθεί ότι στρέφεται εναντίον αμερικανικών συμφερόντων.
«Δεν πρόκειται για περιβαλλοντική ρύθμιση, αλλά για παγκόσμια φορολόγηση του εμπορίου», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Τραμπ, υπονοώντας ότι η πρωτοβουλία εξυπηρετεί περισσότερο πολιτικές σκοπιμότητες παρά κλιματικούς στόχους.
Ωστόσο, περιβαλλοντικές οργανώσεις και πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απορρίπτουν αυτή τη θέση. Όπως τονίζουν, η ναυτιλία παραμένει ο μοναδικός μεγάλος τομέας που δεν υπόκειται σε διεθνή μηχανισμό μείωσης εκπομπών. «Χωρίς οικονομικό αντικίνητρο, οι ρύποι στη ναυτιλία θα συνεχίσουν να αυξάνονται», δήλωσε αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημειώνοντας ότι «ο φόρος άνθρακα είναι το ελάχιστο που μπορεί να γίνει».
Τεχνικά εμπόδια και γεωπολιτικά παιχνίδια
Πέρα από την πολιτική αντιπαράθεση, η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Πώς θα υπολογίζονται οι εκπομπές κάθε πλοίου; Ποιοι θα έχουν απαλλαγές; Και ποιος θα διαχειρίζεται τα έσοδα από τις χρεώσεις; Αυτά τα ερωτήματα προκαλούν έντονες διαφωνίες και μεταξύ των χωρών που υποστηρίζουν την πρόταση.
Ορισμένα κράτη με μεγάλους ναυτιλιακούς στόλους, όπως η Ελλάδα, η Ιαπωνία και η Σιγκαπούρη, επιμένουν ότι οι κανόνες πρέπει να είναι ρεαλιστικοί και να μην οδηγήσουν σε στρεβλώσεις της αγοράς. Πολλοί πλοιοκτήτες φοβούνται ότι η επιβολή τέλους άνθρακα θα δημιουργήσει έναν νέο «φόρο συμμόρφωσης» χωρίς να διασφαλίζεται ότι τα έσοδα θα επανεπενδυθούν σε καθαρές τεχνολογίες.
Αναλυτές σημειώνουν ότι οι διεθνείς οργανισμοί έχουν δύσκολο έργο: πρέπει να επιβάλουν μέτρα αρκετά αυστηρά ώστε να έχουν περιβαλλοντικό αποτέλεσμα, αλλά όχι τόσο βαριά ώστε να εκτροχιάσουν το παγκόσμιο εμπόριο. «Η ναυτιλία είναι διεθνής από τη φύση της — δεν μπορείς να εφαρμόσεις έναν μηχανισμό χωρίς συντονισμό σε παγκόσμιο επίπεδο», σχολιάζει ειδικός σε θέματα ναυτιλιακής πολιτικής.
Ενδεικτικό της πολυπλοκότητας είναι ότι ακόμη και χώρες που στηρίζουν τον φόρο άνθρακα ζητούν μεταβατικές περιόδους, διαφοροποιημένες χρεώσεις για μικρότερα πλοία ή απαλλαγές για γραμμές ανεφοδιασμού μικρών νησιών. Ορισμένοι φοβούνται ότι, αν δεν υπάρξει ευρεία συναίνεση, θα δημιουργηθούν παράλληλα συστήματα, με την Ευρώπη και την Ασία να κινούνται ανεξάρτητα, όπως ήδη συμβαίνει με το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών (ETS).
Η επόμενη μέρα για τη ναυτιλία
Αν τελικά εφαρμοστεί, το σύστημα του φόρου άνθρακα αναμένεται να τεθεί σε ισχύ το 2028, με σταδιακή αύξηση των στόχων μείωσης των εκπομπών έως το 2050. Τα έσοδα από τις χρεώσεις, εκτιμάται ότι θα φθάνουν τα 80-100 δισ. δολάρια ετησίως, ποσό που θα μπορούσε να αναζωογονήσει τις επενδύσεις σε «πράσινη ναυτιλία».
Η βιομηχανία ήδη εξετάζει λύσεις όπως τα βιοκαύσιμα, το πράσινο υδρογόνο, η αμμωνία και η ηλεκτρική πρόωση. Αν και το κόστος παραμένει υψηλό, πολλοί θεωρούν ότι η μετάβαση είναι αναπόφευκτη. «Η εποχή των ορυκτών καυσίμων στη ναυτιλία φτάνει στο τέλος της· το ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό», σημειώνει εκπρόσωπος διεθνούς ναυτιλιακής ένωσης.
Παρά τις αντιδράσεις των ΗΠΑ, η πλειονότητα των χωρών δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει. Η συμφωνία που τέθηκε προς ψήφιση στα τέλη Σεπτεμβρίου έλαβε τη στήριξη 63 κρατών, ενώ 16 ψήφισαν κατά και 24 απείχαν. Αν και η υλοποίηση παραμένει αβέβαιη, πολλοί τη χαρακτηρίζουν ιστορικό βήμα, που θέτει για πρώτη φορά οικονομικό κόστος στις εκπομπές της ναυτιλίας σε παγκόσμια κλίμακα.
Το αν ο φόρος άνθρακα θα αποδειχθεί αποτελεσματική ή απλώς ένα νέο διοικητικό βάρος, θα φανεί τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν αναλυτές, η συζήτηση αυτή σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τον κλάδο: μια εποχή όπου η ταχύτητα και το κόστος μεταφοράς δεν θα είναι τα μόνα μέτρα αποδοτικότητας — αλλά και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα κάθε πλοίου.
Διαβάστε ακόμη