Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια καθοριστική καμπή της πράσινης μετάβασης, με σαφείς ενδείξεις προόδου αλλά και σημαντικά κενά που πρέπει να καλυφθούν για να επιτευχθούν οι εθνικοί και ευρωπαϊκοί στόχοι για το 2030 και το 2050. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (EEA) για το 2025, η χώρα επιταχύνει τον περιβαλλοντικό της μετασχηματισμό, με στόχο τη βελτίωση της οικολογικής της κατάστασης, τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προστασία της βιοποικιλότητας, ωστόσο ζητήματα όπως η οικονομική προσιτότητα, η κοινωνική συνοχή και οι επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης παραμένουν εμπόδια στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της προόδου αυτής είναι η σημαντική αύξηση των εκτάσεων που καλλιεργούνται με βιολογικές πρακτικές, οι οποίες ανήλθαν σε 17,2% της συνολικής γεωργικής γης το 2023. Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει τις καλλιέργειες που εφαρμόζουν πρότυπα χαμηλής χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, προστατεύοντας τη βιοποικιλότητα και μειώνοντας τις εκπομπές ρύπων. Η αύξηση είναι σταθερή την τελευταία δεκαετία, ωστόσο η EEA υπογραμμίζει ότι απαιτείται ταχύτερη ενσωμάτωση βιώσιμων πρακτικών για να προσεγγιστεί ο ευρωπαϊκός στόχος του 25% έως το 2030. Στον τομέα της προστασίας της φύσης, η Ελλάδα έχει επιτύχει να εντάξει σε καθεστώς προστασίας το 34,7% της χερσαίας της επικράτειας, μέσω του δικτύου Natura 2000 και εθνικών πάρκων.

Ο δείκτης αυτός αφορά κυρίως περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας – δάση, ορεινούς όγκους και βιότοπους – που συμβάλλουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, στη δέσμευση άνθρακα και στην προστασία από φυσικές καταστροφές. Στον θαλάσσιο χώρο, η χώρα προγραμματίζει τη δημιουργία δύο μεγάλων θαλάσσιων πάρκων, τα οποία θα αυξήσουν τις προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές από το σημερινό 18,3% στο 30%. Το ποσοστό αυτό αποτελεί τον στόχο της ΕΕ στο πλαίσιο της Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα και αφορά κρίσιμους βιότοπους για θαλάσσια είδη και οικοσυστήματα που πλήττονται από την υπεραλίευση, τη ρύπανση και την κλιματική αλλαγή. Παράλληλα, δράσεις όπως το πλαίσιο «βουνά χωρίς δρόμους», που περιορίζει τις παρεμβάσεις σε ευαίσθητα ορεινά οικοσυστήματα, και το εθνικό σχέδιο αναδασώσεων ενισχύουν τη φυσική ανθεκτικότητα της χώρας απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.

Παρά τις βελτιώσεις αυτές, οι οικονομικές απώλειες που σχετίζονται με το κλίμα καταγράφουν αυξητική τάση, φθάνοντας τα 60 ευρώ ανά κάτοικο το 2023. Ο δείκτης αυτός αντανακλά το οικονομικό κόστος που προκαλούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η μεταβολή του κλίματος – από ζημιές σε υποδομές και καλλιέργειες έως απώλειες παραγωγικότητας – και υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης των πολιτικών προσαρμογής. Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε κλιματικούς κινδύνους όπως οι καύσωνες, οι πλημμύρες και οι ξηρασίες, οι οποίοι επηρεάζουν κρίσιμες οικοσυστημικές υπηρεσίες και υπονομεύουν την αγροτική παραγωγή και τις υδάτινες υποδομές. Η επίτευξη των στόχων για το 2030 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των χρήσεων γης και των δασών (LULUCF), ο οποίος παρουσιάζει καθαρές απορροφήσεις της τάξης των -4.103 kt CO₂e, επιβεβαιώνοντας τον κρίσιμο ρόλο της φύσης στην επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας.

Στον ενεργειακό τομέα, η Ελλάδα συνεχίζει να μειώνει την κατανάλωση ενέργειας, με τον δείκτη τελικής κατανάλωσης να έχει μειωθεί στο 74,8 (με βάση το 2005 = 100), γεγονός που δείχνει τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την επίδραση των πολιτικών εξοικονόμησης. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση αυξήθηκε στο 25,3%, όμως η EEA επισημαίνει ότι απαιτείται περαιτέρω επιτάχυνση της διείσδυσης για την επίτευξη των στόχων του 2030.

Οι συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, χωρίς τον τομέα LULUCF, έχουν μειωθεί σημαντικά, στο 69,2% του επιπέδου του 1990, στοιχείο που καταδεικνύει την επίδραση των πολιτικών απανθρακοποίησης. Παράλληλα, η ποιότητα του αέρα έχει βελτιωθεί, με τις επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία να έχουν περιοριστεί στον δείκτη 70,1 (με βάση το 2005 = 100). Η Ελλάδα συμμορφώνεται ήδη με τις δεσμεύσεις της Οδηγίας για τις Εθνικές Δεσμεύσεις Μείωσης Εκπομπών (NECD) για την περίοδο 2020–2029, ωστόσο απαιτούνται πρόσθετες μειώσεις κατά 2,6% στις μη μεθανιούχες πτητικές οργανικές ενώσεις και κατά 2,3% στα αιωρούμενα σωματίδια PM2.5 για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030.

Στον τομέα των υδάτων, τα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά: το 63,8% των επιφανειακών υδάτων βρίσκεται σε καλή οικολογική κατάσταση και το 88,6% σε καλή χημική κατάσταση, ενώ η ποιότητα του πόσιμου νερού και των υδάτων κολύμβησης παραμένει εξαιρετική. Η Ελλάδα έχει επικαιροποιήσει τα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής και κινδύνου πλημμυρών και προχωρά στην αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επαναχρησιμοποίηση αστικών λυμάτων και τη διαχείριση του αρδευτικού νερού στη γεωργία. Τα μέτρα αυτά κρίνονται κομβικά για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη διαχείριση περιόδων ξηρασίας. Παράλληλα, καταγράφεται σημαντική πρόοδος στη μείωση των αποβλήτων, με τη συνολική παραγωγή να έχει περιοριστεί κατά 45,1% σε σύγκριση με το 2010, επίδοση που χαρακτηρίζεται από την EEA ως «εντός τροχιάς».

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παρουσιάζει θετικά αποτελέσματα σε επιμέρους στόχους βιωσιμότητας, όπως το καθαρό νερό και αποχέτευση, η βιώσιμη ενέργεια, οι βιώσιμες πόλεις, η κλιματική δράση και η θαλάσσια ζωή. Αντιθέτως, η πρόοδος στον στόχο «Υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή» παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αν και παρουσιάζει βελτίωση. Συνολικά, η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την πράσινη μετάβαση, ωστόσο η επιτάχυνση της δράσης σε κρίσιμους τομείς όπως η κυκλική οικονομία, οι καθαρές τεχνολογίες και η προσαρμογή στις κλιματικές πιέσεις είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί ότι η μετάβαση θα είναι δίκαιη, ανθεκτική και ολοκληρωμένη.

Ευρώπη – Περιβάλλον σε κρίση, μετάβαση σε σταυροδρόμι

Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βαθιά περιβαλλοντική κρίση που απειλεί όχι μόνο τα οικοσυστήματα αλλά και την ίδια την ποιότητα ζωής των πολιτών της. Η πενταετής αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος (EEA) για το 2025 είναι σαφής: η ήπειρος θερμαίνεται με διπλάσιο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο, τα οικοσυστήματα υποβαθμίζονται με ταχείς ρυθμούς και οι πολιτικές καθυστερούν σε μια στιγμή που η δράση είναι πιο επείγουσα από ποτέ.

  • Οικοσυστήματα υπό πίεση και κατάρρευση βιοποικιλότητας

Περισσότερο από το 80% των οικοσυστημάτων της ΕΕ βρίσκεται σήμερα σε κακή ή μέτρια κατάσταση, με τη βιοποικιλότητα να υποχωρεί κάτω από το βάρος μη βιώσιμων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης. Οι δασικές εκτάσεις και οι τυρφώνες, που αποτελούν φυσικές «καταβόθρες άνθρακα», χάνουν τη δυνατότητά τους να αποθηκεύουν CO₂, γεγονός που απειλεί την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας. Πάνω από το 80% των προστατευόμενων οικοτόπων είναι υποβαθμισμένο, ενώ το 60-70% των εδαφών χαρακτηρίζεται ως υποβαθμισμένο. Παρά τη δημιουργία δικτύων προστατευόμενων περιοχών που καλύπτουν το 26,1% της χερσαίας έκτασης και το 12,3% των θαλασσών, η εφαρμογή των μέτρων διαχείρισης παραμένει αποσπασματική.

  • Το αυξανόμενο κόστος της κλιματικής αλλαγής

Η κλιματική κρίση επιφέρει ήδη τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Από το 1980 έως το 2023, ακραία καιρικά και κλιματικά φαινόμενα προκάλεσαν ζημιές ύψους 738 δισ. ευρώ και περισσότερους από 240.000 θανάτους στην Ευρώπη, ενώ σχεδόν το 25% των οικονομικών αυτών απωλειών σημειώθηκε μόλις την τελευταία τριετία. Τα ακραία φαινόμενα αυξάνονται σε ένταση και συχνότητα, προκαλώντας 2,5 φορές περισσότερες οικονομικές απώλειες την περίοδο 2020–2023 σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Περισσότερο από το 50% των ζημιών παραμένει ανασφάλιστο, με αποτέλεσμα οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες να διευρύνονται.

Η Νότια Ευρώπη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της κλιματικής ευπάθειας, με ξηρασίες, πυρκαγιές και πλημμύρες να απειλούν τη γεωργία, την ενεργειακή επάρκεια και τις υποδομές ύδρευσης. Πάνω από το 30% της επικράτειας και το 34% του πληθυσμού της ΕΕ αντιμετωπίζουν προβλήματα υδατικού στρες, ενώ μόλις 37% των επιφανειακών υδάτων θεωρείται ότι βρίσκεται σε καλή ή υψηλή οικολογική κατάσταση.

  • Ενέργεια και βιομηχανία: πρόοδος με αντιφάσεις

Παρά τις πιέσεις, η Ευρώπη έχει επιτύχει σημαντικές μειώσεις εκπομπών, με τις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να έχουν μειωθεί κατά 37% από το 1990. Ο στόχος για μείωση κατά 55% έως το 2030 θεωρείται πλέον εφικτός. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε σε 24% το 2023, ενώ η βιομηχανία και τα κτίρια μείωσαν τις εκπομπές τους κατά πάνω από 35% την περίοδο 2005–2023. Παρά την πρόοδο, τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν 70% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας και οι επενδύσεις σε ηλεκτροκίνηση και καθαρή θερμότητα υπολείπονται των απαιτήσεων.

Σημαντικές προκλήσεις παραμένουν και στον τομέα της βιομηχανίας, όπου η μετάβαση σε καθαρές τεχνολογίες απαιτεί ταχεία υιοθέτηση λύσεων χαμηλού άνθρακα και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Ο Μηχανισμός Προσαρμογής Στα Σύνορα για τον Άνθρακα (CBAM) επιχειρεί να αποτρέψει τη «διαρροή άνθρακα», ενώ η στρατηγική Competitiveness Compass δίνει έμφαση στην καινοτομία και την απαλλαγή από τον άνθρακα ως προϋπόθεση για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής ισχύος.

  • Οι «δύσκολοι» τομείς: μεταφορές και τρόφιμα

Ο τομέας των μεταφορών αποτελεί μια από τις πιο ανθεκτικές πηγές εκπομπών. Παρά τις πολιτικές προώθησης της ηλεκτροκίνησης, οι εκπομπές μειώθηκαν μόλις κατά 6% από το 2005, ενώ τα επιβατικά αυτοκίνητα εξακολουθούν να ευθύνονται για πάνω από 75% της μεταφορικής δραστηριότητας. Παράλληλα, ο γεωργικός τομέας έχει μειώσει τις εκπομπές του μόλις κατά 7% και παραμένει υπεύθυνος για το 93% των εκπομπών αμμωνίας, συμβάλλοντας στην υποβάθμιση των εδαφών και την απώλεια επικονιαστών.

Η κλιματική αλλαγή θέτει σε κίνδυνο και τη διατροφική ασφάλεια, με τις αποδόσεις των καλλιεργειών να επηρεάζονται από την ξηρασία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ο μετασχηματισμός του ευρωπαϊκού αγροδιατροφικού συστήματος προς πιο βιώσιμες και ανθεκτικές πρακτικές αποτελεί αναγκαιότητα για την επόμενη δεκαετία.

  • Ρύπανση, υγεία και κοινωνικές ανισότητες

Παρά την πρόοδο, η ρύπανση εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Οι πρόωροι θάνατοι από αιωρούμενα σωματίδια (PM2.5) μειώθηκαν κατά 45% μεταξύ 2005 και 2022, αλλά εξακολουθούν να ανέρχονται σε περίπου 239.000 ετησίως. Ο περιβαλλοντικός θόρυβος προκαλεί άλλους 66.000 πρόωρους θανάτους, ενώ οι ουσίες PFAS και άλλοι επίμονοι ρύποι συνεχίζουν να εντοπίζονται σε υδάτινα οικοσυστήματα και πηγές πόσιμου νερού. Οι επιπτώσεις είναι άνισα κατανεμημένες, με τις ευάλωτες ομάδες να πλήττονται δυσανάλογα και να έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε καθαρές τεχνολογίες και υπηρεσίες.

  • Κυκλική οικονομία και υλικός αποτύπωμα

Η μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της πράσινης μετάβασης, ωστόσο η πρόοδος παραμένει βραδεία. Ο δείκτης κυκλικότητας αυξήθηκε μόλις από 10,7% το 2010 σε 11,8% το 2023, πολύ μακριά από τον στόχο του διπλασιασμού έως το 2030. Η Ευρώπη συνεχίζει να καταναλώνει πάνω από τρεις φορές το δίκαιο μερίδιο των πλανητικών πόρων και εξαρτάται από εισαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών, γεγονός που υπογραμμίζει τη δομική της ευαλωτότητα. Παράλληλα, οι καταναλωτικές πιέσεις οδηγούν σε εξαγωγή σημαντικού μέρους των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εκτός ΕΕ, αυξάνοντας την παγκόσμια αποτύπωση της ευρωπαϊκής ζήτησης.

  • Ανταγωνιστικότητα, καινοτομία και δίκαιη μετάβαση

Παρά τις προκλήσεις, η Ευρώπη παραμένει πρωταγωνίστρια στην πράσινη καινοτομία: κατέχει το 27% των διεθνών πατεντών καθαρών τεχνολογιών, ενώ περίπου 20% των εταιρικών επενδύσεων είναι πλέον ευθυγραμμισμένες με την Ταξινομία της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και το 8ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον προσφέρουν το θεσμικό πλαίσιο για τη μετάβαση, αλλά η επιτυχία τους εξαρτάται από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής.

Την ίδια στιγμή, η κοινωνική διάσταση της μετάβασης είναι κρίσιμη. Η πράσινη οικονομία δημιουργεί νέες ευκαιρίες απασχόλησης, ωστόσο κινδυνεύει να διευρύνει τις έμφυλες και κοινωνικές ανισότητες αν δεν υπάρξει στόχευση πέρα από τους παραδοσιακά ανδροκρατούμενους κλάδους της ενέργειας και της βιομηχανίας. Ο Κοινωνικός Κλιματικός Μηχανισμός και άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία κρίνονται απαραίτητα για να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα μείνει πίσω.

Η πενταετής έκθεση της EEA καταλήγει με ένα σαφές μήνυμα: η Ευρώπη διαθέτει τις πολιτικές, τα εργαλεία και την κοινωνική στήριξη για να επιτύχει τους περιβαλλοντικούς της στόχους, αλλά η αναβλητικότητα δεν αποτελεί επιλογή. Όπως τόνισε η Teresa Ribera, «η προστασία της φύσης δεν είναι κόστος· είναι επένδυση στην ανταγωνιστικότητα, την ανθεκτικότητα και την ευημερία». Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει αν η Ευρώπη θα μπορέσει να «ζει καλά μέσα στα όρια του πλανήτη» – ή αν θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που υπονομεύει το ίδιο της το μέλλον.

Διαβάστε ακόμη