Τα νέα «master plan» που καλούνται να εκπονήσουν όλοι οι πάροχοι ύδατος της χώρας για την επόμενη πενταετία – τα Γενικά Σχέδια Υπηρεσιών Ύδατος (Γ.Σ.Υ.Υ.) και οι Ετήσιες Εκθέσεις Προγραμματισμού (Ε.Ε.Π.) – αλλάζουν ριζικά το τοπίο στη διαχείριση του νερού και αποτελούν ήδη πεδίο έντονου σχολιασμού από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και τους φορείς της αγοράς. Τα νέα αυτά εργαλεία που φέρνει στο τραπέζι η ΡΑΑΕΥ λειτουργούν ως ολοκληρωμένα στρατηγικά σχέδια που αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα των υποδομών ύδρευσης, αποχέτευσης και άρδευσης, εντοπίζουν τις αδυναμίες τους, καθορίζουν τις παρεμβάσεις και τα έργα της επόμενης πενταετίας και προβλέπουν δράσεις για τη μείωση των διαρροών, τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, την εξοικονόμηση πόρων και την επαναχρησιμοποίηση νερού και ιλύος.

Η συζήτηση γύρω από τον νέο Οδηγό της ΡΑΑΕΥ έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον και μια ευρύτερη κουβέντα για το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη το νέο πλαίσιο. Από τη μία πλευρά, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας τάσσεται υπέρ της ανάγκης ενός ενιαίου εργαλείου σχεδιασμού, θέτοντας όμως σειρά θεσμικών και τεχνικών προϋποθέσεων για την επιτυχή εφαρμογή του. Από την άλλη, οι εκπρόσωποι της αγοράς – ΔΕΥΑ και Τοπικοί Οργανισμοί – συμφωνούν με τη φιλοσοφία του Οδηγού, ωστόσο προειδοποιούν ότι χωρίς προσαρμογές, επαρκή χρηματοδότηση και ουσιαστική υποστήριξη, οι νέες υποχρεώσεις κινδυνεύουν να μείνουν στα χαρτιά.

Υπενθυμίζεται ότι ο Πρότυπος Οδηγός της ΡΑΑΕΥ για τα Γενικά Σχέδια Υπηρεσιών Ύδατος (Γ.Σ.Υ.Υ.) και τις Ετήσιες Εκθέσεις Προγραμματισμού (Ε.Ε.Π.) αποτελεί το βασικό εργαλείο με το οποίο κάθε πάροχος υπηρεσιών ύδατος – από την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ έως τις ΔΕΥΑ και τους ΤΟΕΒ – θα σχεδιάζει, θα προγραμματίζει και θα παρακολουθεί το σύνολο των δραστηριοτήτων του για την επόμενη πενταετία. Τα Γ.Σ.Υ.Υ. λειτουργούν ως ολοκληρωμένα σχέδια στρατηγικού σχεδιασμού, τα οποία αποτυπώνουν την υφιστάμενη κατάσταση των υποδομών ύδρευσης, αποχέτευσης και άρδευσης, εντοπίζουν τα κενά και τις ανάγκες αναβάθμισης, περιγράφουν τις προτεινόμενες παρεμβάσεις και έργα και καθορίζουν τις προτεραιότητες επενδύσεων για τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, περιλαμβάνουν προβλέψεις για τη μελλοντική ζήτηση νερού, σχεδιασμό νέων πηγών υδροδότησης, δράσεις για τη μείωση των διαρροών και του ανθρακικού αποτυπώματος, καθώς και στρατηγικές για την επαναχρησιμοποίηση νερού και ιλύος.

Οι Ετήσιες Εκθέσεις Προγραμματισμού, από την άλλη, εξειδικεύουν τα μέτρα και τις ενέργειες που θα υλοποιήσει κάθε πάροχος μέσα σε ένα έτος, περιγράφοντας το τεχνικό πρόγραμμα, τους προϋπολογισμούς, τα έργα που θα προχωρήσουν, τη συμβατότητα με τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) και τα Σχέδια Ασφάλειας Νερού, αλλά και τις δράσεις για την παρακολούθηση και τον περιορισμό των απωλειών. Στόχος του Οδηγού είναι να δημιουργήσει, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο πλαίσιο αναφοράς για όλους τους παρόχους της χώρας, επιτρέποντας τη συγκρισιμότητα, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τον συντονισμό των πολιτικών νερού σε εθνικό επίπεδο.

Το ΥΠΕΝ ζητά θεσμική θωράκιση και συμβατότητα με τα ΣΔΛΑΠ

Ως ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ολοκληρωμένης διαχείρισης του υδάτινου πόρου χαρακτηρίζει το νέο πλαίσιο το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο ωστόσο καταθέτει σειρά κρίσιμων παρατηρήσεων και προτάσεων με στόχο να διασφαλιστεί ότι ο Οδηγός θα είναι νομικά ισχυρός, τεχνικά εφαρμόσιμος και θεσμικά συνεπής. Στο αναλυτικό υπόμνημα που απέστειλε στη ΡΑΑΕΥ, το ΥΠΕΝ επισημαίνει καταρχάς ότι τα Γενικά Σχέδια Υπηρεσιών Ύδατος πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένα με τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ), τα οποία αποτελούν ήδη το βασικό εργαλείο σχεδιασμού και παρακολούθησης της κατάστασης των υδάτων, των ανθρωπογενών πιέσεων και των απαιτούμενων μέτρων. Η συμβατότητα αυτή, τονίζει, είναι αναγκαία για να αποφευχθούν επικαλύψεις, αντιφάσεις και ασυνέχειες μεταξύ των δύο επιπέδων σχεδιασμού, ενώ ζητά να λαμβάνονται υπόψη και τα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ).

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει το υπουργείο στο σκέλος της οικονομικής αποτύπωσης και της τιμολόγησης. Ζητά να προβλέπεται ρητά ότι στο κόστος ανά κυβικό μέτρο νερού θα ενσωματώνεται όχι μόνο το κόστος επεξεργασίας, αλλά και το κόστος επαναχρησιμοποίησης των λυμάτων, ώστε να αποτυπώνεται πλήρως το πραγματικό οικονομικό αποτύπωμα της διαχείρισης. Επίσης, εισηγείται την αναθεώρηση των δεικτών παρακολούθησης, επισημαίνοντας ότι ορισμένοι από αυτούς – όπως ο δείκτης «ποσοστό πραγματικών απωλειών» – δεν υπολογίζονται από τους ίδιους τους παρόχους αλλά μέσω του Μηχανισμού Παρακολούθησης Υπηρεσιών Ύδατος, και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται. Ζητά επίσης να αποσαφηνιστούν κρίσιμες έννοιες, όπως «παραγόμενες ποσότητες νερού» και «ειδική κατανάλωση», και να επικαιροποιηθούν αναφορές που παραπέμπουν σε παρωχημένες υπουργικές αποφάσεις, όπως αυτές που αφορούν τις ζώνες ασφαλείας υδροληψίας.

Το ΥΠΕΝ διαφοροποιείται από το προσχέδιο και ως προς την έκταση των υποχρεώσεων των παρόχων, εκφράζοντας την αντίθεσή του στην πρόβλεψη για γενικευμένη υποχρέωση εκπόνησης σχεδίων διαχείρισης υδατικών πόρων, εντοπισμού απωλειών και ασφάλειας νερού από όλους τους φορείς. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν. 5037/2023, η υποχρέωση αυτή αφορά αποκλειστικά την ΕΥΔΑΠ στο πλαίσιο της σύμβασής της με το Δημόσιο. Παράλληλα, τονίζει ότι τα Σχέδια Ασφάλειας Νερού θα πρέπει να εκπονούνται με βάση τη νέα προσέγγιση που προβλέπει η ΚΥΑ, η οποία στηρίζεται στην αξιολόγηση κινδύνου.

Επιπλέον, ζητά να γίνει σαφές ότι η ανάλυση στοιχείων πρέπει να υποβάλλεται σε επίπεδο παρόχου και όχι υδροδοτικού συστήματος, καθώς η απαίτηση για πιο λεπτομερή δεδομένα δεν διασφαλίζει την ομοιογένεια και ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση. Σε ό,τι αφορά την πρόβλεψη για μελλοντική ζήτηση και την ενσωμάτωση της κλιματικής αλλαγής, το ΥΠΕΝ ζητά να χρησιμοποιηθεί η ίδια μεθοδολογία που εφαρμόστηκε για τη 2η αναθεώρηση των ΣΔΛΑΠ, βασισμένη στη δεκαετία με τα χαμηλότερα ύψη βροχόπτωσης εντός 40ετούς περιόδου.

Τέλος, το υπουργείο θεωρεί κρίσιμο να ενισχυθεί η θεσμική εγκυρότητα και ο έλεγχος των Γ.Σ.Υ.Υ., προτείνοντας να είναι υποχρεωτική η σύμφωνη γνώμη των Διευθύνσεων Υδάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων πριν από την έγκριση των σχεδίων, ώστε να διασφαλίζεται η συμβατότητα με τα ΣΔΛΑΠ και τα ΣΔΚΠ. Υπενθυμίζει, επίσης, ότι κάθε έργο αξιοποίησης υδατικών πόρων θα πρέπει να ακολουθεί την προβλεπόμενη διαδικασία αδειοδότησης και αξιολόγησης επιπτώσεων.

Η αγορά ζητά ουσιαστική υποστήριξη για να εφαρμοστεί το πλαίσιο

Αν και αναγνωρίζουν τη σημασία του νέου πλαισίου ως ενός σύγχρονου εργαλείου στρατηγικού σχεδιασμού, οι φορείς της αγοράς – με πρώτη την Ένωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΕΔΕΥΑ) – προειδοποιούν ότι χωρίς ρεαλιστικές προσαρμογές, επαρκή χρηματοδότηση και τεχνική υποστήριξη, οι νέες υποχρεώσεις κινδυνεύουν να παραμείνουν σε θεωρητικό επίπεδο. Όπως τονίζει η ΕΔΕΥΑ, ένα σημαντικό ποσοστό των ΔΕΥΑ, κυρίως όσες εξυπηρετούν πληθυσμούς κάτω των 20.000 κατοίκων, δεν διαθέτουν βασικά εργαλεία όπως Γενικά Σχέδια Διαχείρισης Ύδρευσης ή Σχέδια Ασφάλειας Νερού, λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης στο παρελθόν. Το πρόβλημα αυτό, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσωπικού και τεχνικής επάρκειας, δημιουργεί μια άνιση αφετηρία σε σχέση με τις μεγάλες εταιρείες όπως η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, γεγονός που – όπως προειδοποιεί η αγορά – καθιστά αδύνατη την πλήρη συμμόρφωση όλων των φορέων με τις νέες απαιτήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΔΕΥΑ ζητά επανεξέταση και αναδιάρθρωση της κατηγοριοποίησης των παρόχων, προτείνοντας τέσσερις διακριτές κατηγορίες που θα λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος, τις δυνατότητες και τις αρμοδιότητες κάθε φορέα. Στόχος είναι οι υποχρεώσεις και οι δείκτες που θα προβλέπονται για κάθε κατηγορία να είναι κλιμακωτοί και εφαρμόσιμοι και να μην επιβαρύνουν δυσανάλογα τους μικρότερους παρόχους, που σήμερα δεν έχουν τα μέσα για να ανταποκριθούν.

Ένα ακόμη σημείο αιχμής αφορά τους δείκτες αξιολόγησης που προτείνει η ΡΑΑΕΥ. Η ΕΔΕΥΑ εκφράζει την πλήρη αντίθεσή της στη χρήση του δείκτη ILI (Infrastructure Leakage Index) για τη μέτρηση των διαρροών, επισημαίνοντας ότι δεν είναι κατάλληλος για το ελληνικό πλαίσιο και δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές απώλειες στα δίκτυα. Προτείνει αντ’ αυτού να υιοθετηθεί ο δείκτης που συστήνει και η EurEau, δηλαδή τα κυβικά μέτρα μη τιμολογούμενου νερού ανά χιλιόμετρο δικτύου ανά έτος, ο οποίος – όπως σημειώνει – παρέχει ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης των δικτύων και των προτεραιοτήτων για επενδύσεις.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στην αγορά και η πρόβλεψη για την υποβολή ολοκληρωμένων βάσεων δεδομένων GIS που θα περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για τις υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης. Η ΕΔΕΥΑ επισημαίνει ότι τέτοιου είδους δεδομένα είναι κρίσιμα για την ασφάλεια των υποδομών και ζητά να ανασταλεί η υποχρέωση αυτή έως ότου θεσπιστεί ένα σαφές πλαίσιο που θα εγγυάται την ασφαλή αποθήκευση, πρόσβαση και διαχείριση αυτών των πληροφοριών.

Ακόμα πιο έντονα είναι τα μηνύματα που έρχονται από την πλευρά των Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) και των Περιφερειών, με χαρακτηριστική την τοποθέτηση της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Όπως υπογραμμίζει, πολλοί ΤΟΕΒ λειτουργούν σήμερα με ελάχιστο ή καθόλου επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό και περιορίζονται στην κατάρτιση βασικών προϋπολογισμών για τη συντήρηση στραγγιστικών και αρδευτικών δικτύων, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να εκπονήσουν εξειδικευμένες μελέτες ή να προβλέψουν με ακρίβεια το κόστος έργων, όπως ηλεκτρομηχανολογικές μελέτες, μελέτες εντοπισμού απωλειών ή χημικές αναλύσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις, σημειώνεται, οι οργανισμοί δεν ανταποκρίνονται καν στις βασικές υποχρεώσεις τους, όπως η υποβολή οικονομικών στοιχείων και απολογισμών, γεγονός που καθιστά ανέφικτη την εφαρμογή του Οδηγού με τα σημερινά δεδομένα.

Ως λύση, η Περιφέρεια προτείνει τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα τεχνικής υποστήριξης, όπως η εταιρεία ΟΔΥΘ Α.Ε., ο οποίος θα μπορούσε να αναλάβει τον συντονισμό και την παροχή επιστημονικής και τεχνικής βοήθειας στους ΤΟΕΒ σε όλη τη χώρα. Ένας τέτοιος φορέας, υπογραμμίζει, θα εξασφάλιζε την ορθή κατάρτιση των Γενικών Σχεδίων, των τεχνικών μελετών και των ετήσιων προγραμμάτων, αντιμετωπίζοντας τις σημερινές ανισότητες και ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα του νέου πλαισίου.

Συνολικά, η αγορά δεν αμφισβητεί τη σημασία του νέου Οδηγού και τονίζει ότι αποτελεί ένα αναγκαίο εργαλείο για τη μετάβαση σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο μοντέλο διαχείρισης των υδάτων. Ωστόσο, προειδοποιεί ότι χωρίς ρεαλισμό, ευελιξία, σαφείς προτεραιότητες και ουσιαστική υποστήριξη – τόσο θεσμική όσο και οικονομική – η υλοποίηση των νέων υποχρεώσεων θα παραμείνει ζητούμενο, με τον κίνδυνο το νέο πλαίσιο να μετατραπεί σε «γράμμα του νόμου» χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.

Διαβάστε ακόμη