Η Ελλάδα έχει καταγράψει σημαντική πρόοδο στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αναφέρει δημοσίευμα του Bloomberg. Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών, οι ελληνικές εκπομπές μειώνονται κατά μέσο όρο 3,7% ετησίως από το 2005, ποσοστό υψηλότερο από πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Η συμβολή αυτή οφείλεται εν μέρει στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, αλλά και σε στοχευμένες πολιτικές για την ενεργειακή μετάβαση, την προώθηση ανανεώσιμων πηγών και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας.

Η Κίνα θέτει το πρώτο της επίσημο στόχο μείωσης αερίων του θερμοκηπίου

Στο παγκόσμιο σκηνικό, η Κίνα, η μεγαλύτερη πηγή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, ανακοίνωσε πρόσφατα το πρώτο της επίσημο στόχο για μείωση των εκπομπών μετά την επίτευξη των μέγιστων επιπέδων ρύπανσης. Η δέσμευση, που παρουσιάστηκε σε ειδική εκδήλωση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, προβλέπει μείωση των εκπομπών κατά 7% έως 10% μέχρι το 2035. Παρότι η συγκεκριμένη δέσμευση είναι πιο περιορισμένη από τις απαιτήσεις που θεωρούν οι επιστήμονες απαραίτητες για να αποφευχθεί η υπέρβαση των ορίων του θερμοκηπίου, σηματοδοτεί μια στροφή για τη μεγαλύτερη βιομηχανική χώρα στον κόσμο, η οποία μέχρι τώρα είχε δεσμευτεί μόνο για την επίτευξη κορυφής εκπομπών έως το 2030, χωρίς σαφή ποσοτικοποίηση των μειώσεων.

Η Κίνα έχει ήδη ξεπεράσει αρκετούς στόχους που η ίδια είχε θέσει στο παρελθόν. Για παράδειγμα, το 2020 η χώρα είχε θέσει στόχο για την ανάπτυξη της ανανεώσιμης ενέργειας, τον οποίο κατάφερε να επιτύχει έξι χρόνια νωρίτερα. Αυτή η τάση ενισχύει την προσδοκία ότι η νέα δέσμευση μπορεί να υπερβεί τις τυπικές προσδοκίες. Αν και οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι για να αποφευχθεί η υπέρβαση του ορίου θέρμανσης 1,5°C χρειάζονται περικοπές έως και 30% από τα τρέχοντα επίπεδα, η Κίνα διαθέτει πλέον σημαντικά πλεονεκτήματα: ηγετική θέση στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και άλλων καθαρών τεχνολογιών, με ταυτόχρονη πτώση του κόστους των νέων τεχνολογιών.

Σύμφωνα με το Potsdam Institute for Climate Impact Research, περισσότερες από 20 χώρες έχουν ήδη καταφέρει να διατηρήσουν σταθερή μείωση των εκπομπών για πάνω από μία δεκαετία, συχνά με ρυθμούς μεγαλύτερους από την τρέχουσα δέσμευση της Κίνας. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει καταγράψει μέση ετήσια μείωση 3,7%, ενώ η Ουκρανία διατηρεί ρυθμό 3% από το 1990. Αντίθετα, μεγάλες δυτικές οικονομίες όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ σημειώνουν περίπου 1% ετήσια μείωση, ενώ η Γερμανία φτάνει στο 1,4%.

Ορισμένοι ειδικοί θεωρούν ότι η μέτρια δέσμευση της Κίνας μπορεί να μην περιορίζει την πορεία μείωσης εκπομπών. «Η Κίνα συχνά υποσχόταν λιγότερα και παρέδιδε περισσότερα», δηλώνει ο Andreas Sieber, αναπληρωτής διευθυντής πολιτικής και εκστρατειών στο 350.org, σύμφωνα με το Bloomberg. Η νέα πολιτική θέτει τη χώρα σε πορεία όπου η καθαρή τεχνολογία θα καθορίζει την οικονομική ηγεσία, ενισχύοντας τη θέση της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές.

Προκλήσεις και προοπτικές για την παγκόσμια αποκλιμάκωση εκπομπών

Ωστόσο, η μετάβαση από τον άνθρακα, η ολοκλήρωση της ένταξης καθαρών πηγών στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και η ανάπτυξη επαρκούς αποθήκευσης ενέργειας αποτελούν βασικά εμπόδια. Οι εντάσεις στο διεθνές εμπόριο και η περιορισμένη δράση των ΗΠΑ στον τομέα του κλίματος αυξάνουν την αβεβαιότητα για την επίτευξη των στόχων. Παράλληλα, η Κίνα πρέπει να πρασινίσει τη βιομηχανική της βάση εσωτερικά, σε αντίθεση με πολλές δυτικές χώρες που μετέφεραν βρώμικες παραγωγές στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με μοντέλα του Centre for Research on Energy and Clean Air, η Κίνα θα μπορούσε θεωρητικά να πετύχει μείωση έως και 30% μέχρι το 2035, αν διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό ανάπτυξης καθαρών τεχνολογιών και την πώληση ηλεκτρικών οχημάτων.

Διαβάστε ακόμη