Το «πρασίνισμα» κατοικιών αλλά και εμπορικών ακινήτων, και ως ανάγκη εξοικονόμησης ενέργειας – χρημάτων αλλά και ως επιταγή της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών του κτιριακού αποθέματος, παραμένει ψηλά στην ατζέντα της πολιτείας και των πολιτών που ελπίζουν αφενός στην μείωση των εξόδων ενέργειας και αφετέρου στην αύξηση της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Παρά τη διαρκώς αυξανόμενη τάση παρεμβάσεων για ενεργειακή αναβάθμιση η εικόνα για το πώς διαμορφώνουν αυτές την τελική τιμή πώλησης ή ενοικίασης ενός ακινήτου παραμένει σύνθετη με τους ειδικούς να καταλήγουν πως οι παρεμβάσεις εξοικονόμησης λειτουργούν κυρίως ως μακροπρόθεσμη επένδυση.

«Η ενεργειακή απόδοση δεν έχει επηρεάσει σημαντικά την αγορά μέχρι στιγμής», δηλώνει ο Απόστολος Ευθυμιάδης, Μηχανολόγος Μηχανικός MSc, ενεργειακός σύμβουλος της ΠΟΜΙΔΑ. Όπως εξηγεί, η εξοικονόμηση ενέργειας δεν γίνεται άμεσα ορατή: «Ο ιδιοκτήτης που κάνει μια αναβάθμιση δεν θα δει την επόμενη μέρα τα χρήματα να επιστρέφονται μέσω υψηλότερου ενοικίου ή τιμής πώλησης».

Ο κ. Ευθυμιάδης στέκεται και στον ρόλο του Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ), το οποίο χαρακτηρίζει θεωρητικό: «Δεν βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία κατανάλωσης. Ακόμα κι αν ακολουθήσεις όλες τις προτάσεις του, δεν σημαίνει ότι θα πετύχεις την εξοικονόμηση που υπόσχεται. Για να φανεί η διαφορά, χρειάζονται τουλάχιστον δύο χειμώνες και πάλι το αποτέλεσμα εξαρτάται από τον καιρό, τη χρήση του ακινήτου και άλλους παράγοντες». Κατά τον ίδιο, η ουσιαστική πρόοδος προϋποθέτει στοχευμένα κίνητρα και παρακολούθηση, όχι μόνο την ύπαρξη πιστοποιητικών.

Περιορισμένη επίδραση της ενεργειακής αναβάθμισης στις τιμές

Παρότι η ενεργειακή αναβάθμιση ενισχύει την ποιότητα ενός ακινήτου, η επίδρασή της στην αγορά παραμένει περιορισμένη. «Είναι μια επένδυση που προσθέτει αξία, αλλά δεν συνεπάγεται απαραίτητα απόσβεση μέσω ενοικίου ή πώλησης», σημειώνει ο κ. Ευθυμιάδης. Όπως εξηγεί, τα ενοίκια έχουν ήδη αυξηθεί σε υψηλά επίπεδα, οπότε μια επιπλέον προσαύξηση λόγω αναβάθμισης είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή. Στην πράξη, όπως επισημαίνει η ενεργειακή αναβάθμιση συνδυάζεται συνήθως με γενική ανακαίνιση που βελτιώνει όχι μόνο την ενεργειακή εικόνα, αλλά και τη συνολική εμπορικότητα.

Ενδιαφέρον από την αγορά

Παρά τα παραπάνω, η ζήτηση για ενεργειακά αποδοτικά σπίτια αυξάνεται. Ένα ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό ενδιαφερομένων ρωτά για την ενεργειακή κατάσταση ενός ακινήτου, ιδίως όταν συγκρίνει παρόμοιες επιλογές εξηγεί ο ενεργειακός σύμβουλος της ΠΟΜΙΔΑ. «Δεν το ψάχνουν όλοι, αλλά ένα σοβαρό ποσοστό ενδιαφέρεται. Αν όλα τα άλλα είναι ίδια, η ενεργειακή αναβάθμιση μπορεί να αποτελέσει το έξτρα κίνητρο, το κερασάκι στην τούρτα», αναφέρει ο κ. Ευθυμιάδης.

Ποιες είναι οι πιο συχνές παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πιο συχνές παρεμβάσεις είναι η αντικατάσταση κουφωμάτων και η εγκατάσταση αυτόνομων συστημάτων θέρμανσης. Τα κουφώματα αλλάζονται συχνά για λόγους άνεσης και αισθητικής: μειώνουν τα ρεύματα, προσφέρουν καλύτερη ποιότητα διαβίωσης, αλλά η εξοικονόμηση ενέργειας σε σχέση με το κόστος τους είναι περιορισμένη. Η αυτονομία θέρμανσης, αντίθετα, προσφέρει ευελιξία και καλύτερο έλεγχο: «Δεν εξαρτάσαι από το πότε θα ανάψει η κεντρική θέρμανση», σημειώνει.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Ευθυμιάδης τονίζει ότι υπάρχουν μικρές, στοχευμένες κινήσεις με μεγάλη απόδοση:

  • Θερμοστατικές κεφαλές
  • Μετρητές θερμότητας σε κάθε σώμα
  • Ρύθμιση θέρμανσης ανά δωμάτιο
  • Αντικατάσταση λέβητα με σύγχρονο λέβητα συμπύκνωσης ή αντλία θερμότητας

Στα νεόδμητα το μεγαλύτερο αποτύπωμα

Απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο η ενεργειακή κατηγορία επηρεάζει την αξία ενοικίασης ή πώλησης, ο πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, κ. Θεμιστοκλής Μπάκας, διευκρινίζει ότι το αποτύπωμα είναι πιο έντονο κυρίως στα νεόδμητα ακίνητα. Αντίθετα, στα παλαιότερα διαμερίσματα, οι ανακαινίσεις γίνονται πρωτίστως για λόγους εμπορικότητας –ώστε το ακίνητο να μπορεί να μισθωθεί ή να μεταπωληθεί ακριβότερα– και όχι με στόχο την ενεργειακή απόδοση. Στην πράξη, ωστόσο, όπως λέει, οι μελλοντικοί αγοραστές ή ενοικιαστές δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ανανέωση χώρων όπως η κουζίνα, τα μπάνια, οι ντουλάπες και οι μπαλκονόπορτες, παρά στην ενεργειακή κλάση.

Σύμφωνα με τον κ. Μπάκα, μία επένδυση στην ενεργειακή αναβάθμιση ενός ακινήτου που αυξάνει το κόστος κατά μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ μπορεί να αποδώσει υπεραξία της τάξης των 40.000–80.000 €, ενισχύοντας τόσο την εμπορικότητα όσο και τη μακροχρόνια αξία του ακινήτου. Σύμφωνα με τον ίδιο ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. του 1980, σε μεσαία περιοχή της Αθήνας, (κατηγορία F–G):αποτιμάται σήμερα περίπου στις 200.000 € (2.000 €/τ.μ.). Μετά από ενεργειακή αναβάθμιση σε κατηγορία Β ή Α: η αξία μπορεί να αυξηθεί κατά 20%–40%, δηλαδή να φτάσει τις 240.000–280.000 €.

Τι αποδίδει στην πράξη

Ειδικοί επισημαίνουν ότι τα παλαιότερα κτίρια –ιδίως όσα έχουν χτιστεί πριν από το 1980– είναι οι μεγάλοι «κερδισμένοι» των ενεργειακών παρεμβάσεων. Με σχετικά περιορισμένες επενδύσεις, η απόσβεση του κόστους μπορεί να επιτευχθεί σε λιγότερο από 15 χρόνια. Αντίθετα, τα νεότερα κτίρια (μετά το 2010), διαθέτοντας ήδη καλύτερη θερμομόνωση και πιο αποδοτικά συστήματα, παρουσιάζουν μικρότερο περιθώριο βελτίωσης γι’ αυτό και οι παρεμβάσεις σε αυτά συχνά δεν θεωρούνται οικονομικά συμφέρουσες.

Γενικά, η ενεργειακή αναβάθμιση αποσβένεται συνήθως μέσα σε 5–10 χρόνια όταν αφορά θερμομόνωση, ενώ για φωτοβολταϊκά ή αντλίες θερμότητας το διάστημα κυμαίνεται μεταξύ 7–15 ετών, ανάλογα με το κλίμα και την τοποθεσία. Πέρα από την οικονομική επιστροφή, οι παρεμβάσεις οδηγούν σε χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα, αυξάνουν την εμπορική αξία του ακινήτου και συχνά υποστηρίζονται από κρατικές επιδοτήσεις. Τεχνολογίες όπως η θερμομόνωση, τα φωτοβολταϊκά και τα συστήματα ενεργειακής διαχείρισης μπορούν να μειώσουν την κατανάλωση έως και 50%, βελτιώνοντας την άνεση, περιορίζοντας τις ανάγκες συντήρησης και εξασφαλίζοντας πιο βιώσιμη λειτουργία.

Διαβάστε ακόμη