Η Θίσβη επιλέγεται τελικά ως τοποθεσία για τη δημιουργία μόνιμης ή προσωρινής μονάδας αφαλάτωσης για την κάλυψη των αναγκών της Αθήνας, σε περίπτωση που η λειψυδρία καταστήσει αναγκαία την ενεργοποίησή της. Ύστερα από μήνες τεχνικών αναλύσεων και διαβουλεύσεων, το βλέμμα στρέφεται εκτός Αττικής, με τη Βοιωτία να αναδεικνύεται στον κομβικό κρίκο του σχεδιασμού, αναφέρουν πηγές με γνώση του θέματος στο energygame.gr. Οι αφαλατώσεις αντιμετωπίζονται πλέον ως «στρατηγική εφεδρεία» για την ενίσχυση της υδροδότησης, σε μια περίοδο που η κλιματική αλλαγή, η παρατεταμένη ανομβρία και η αυξανόμενη κατανάλωση ασκούν ασφυκτική πίεση στο υδροδοτικό σύστημα σχεδόν όλης της Ελλάδας.
Οι συζητήσεις εντείνονται με τρία διακριτά σενάρια, τα οποία συζητούνται τους τελευταίους μήνες. Η πρώτη εναλλακτική είναι η μεταφορά νερού από τον Αχελώο στη Θίσβη, με την κατασκευή έργου που θα επιτρέπει την άντληση από τις εκβολές του ποταμού και τη διοχέτευσή του στο εξωτερικό υδροδοτικό δίκτυο της Αθήνας μέσω Θίσβης. Πρόκειται για ένα έργο που ήδη βρίσκεται σε επίπεδο προμελέτης όπως εξηγούν πηγές στο energygame.gr. Η δεύτερη επιλογή είναι η τοποθέτηση πλωτής μονάδας αφαλάτωσης στη Θίσβη, ως λύση-γέφυρα δύο ετών, μέχρι να ωριμάσει το μεγάλο έργο των Κρεμαστών. «Αν τα Κρεμαστά προχωρήσουν, η λύση είναι η πλωτή, προσωρινή, μονάδα», λένε χαρακτηριστικά, αναδεικνύοντας τη λογική της εφεδρείας. Η τρίτη εναλλακτική είναι η δημιουργία μόνιμης μονάδας αφαλάτωσης στη Θίσβη, που θα καλύπτει και τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής Βοιωτίας και Κορινθιακού. Οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί, πάντως, με τις κυβερνητικές πηγές να τονίζουν πως «όλα αυτά εξαρτώνται από το μακροπρόθεσμο έργο των Κρεμαστών», περνώντας το μήνυμα ότι η τελική επιλογή δεν μπορεί να ληφθεί αποκομμένα, αλλά μόνο σε συνάρτηση με λύση που θα καλύπτει την ασφάλεια υδροδότησης της Αθήνας για τις επόμενες δεκαετίες.
Παράλληλα, την ώρα που οι συζητήσεις και τα σενάρια για τις υποδομές που θα κατασκευαστούν στη Θίσβη παραμένουν ανοιχτά, η προώθηση των έργων ώστε να θωρακιστεί βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η Αττική απέναντι στη λειψυδρία έχει καθυστερήσει. Πρόσωπα που παρακολουθούν την υπόθεση, εξηγούν ότι ένας από τους βασικούς λόγους για τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων είναι η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων. Σήμερα το μοντέλο διαχείρισης του νερού εμπλέκει πολλούς συναρμόδιους φορείς —από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έως το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Υπουργείο Ναυτιλίας— γεγονός που συχνά δυσκολεύει τον συντονισμό και επιβραδύνει τη λήψη αποφάσεων. Υπενθυμίζεται πως το δημόσιο έχει συμβατική υποχρέωση για παράδοση στην ΕΥΔΑΠ συγκεκριμένων ποσοτήτων νερού σε ετήσια βάση. Μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστό ποια από τα έργα που έχει προτείνει η ΕΥΔΑΠ (που προωθεί σειρά μελετών) θα προχωρήσουν, από που θα καλυφθεί η χρηματοδότηση, ποιος φορέας θα τα προκηρύξει, κ.α. Στη σκιά όλων αυτών βρίσκονται τα αποθέματα στους ταμιευτήρες που μειώνονται με ανησυχητικό ρυθμό επαναφέροντας στη μνήμη των παλαιότερων τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν χρειάστηκαν δραστικά μέτρα, ακόμα και νομοθετικές ρυθμίσεις, για να μην σταματήσει να τρέχει το νερό στις βρύσες της Αθήνας.
Η εικόνα στους ταμιευτήρες
Η εικόνα των ταμιευτήρων αποτυπώνει με αριθμούς την κρισιμότητα της κατάστασης. Ενώ την περίοδο 2008–2021 τα αποθέματα νερού παρέμεναν σταθερά γύρω στο 1,06 δισ. κυβικά μέτρα, από το 2021 και μετά ξεκίνησε μια συνεχής και ανησυχητική πτωτική πορεία. Στις 30 Σεπτεμβρίου 2023 τα αποθέματα είχαν υποχωρήσει στα 930 εκατ. κ.μ., με έλλειμμα 161 εκατ. κ.μ., έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2024, περιορίστηκαν ακόμη περισσότερο στα 639 εκατ. κ.μ., με το έλλειμμα να εκτοξεύεται στα 291 εκατ. κ.μ., ενώ το 2025 καταγράφηκαν μόλις 480 εκατ. κ.μ., με έλλειμμα 258 εκατ. κ.μ. Μέσα σε δύο χρόνια χάθηκαν περίπου 450 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, με τη μέση ετήσια μείωση την τελευταία τριετία να υπολογίζεται στα 250 εκατ. κ.μ. νερού.
Οι αιτίες είναι πολυπαραγοντικές: μείωση των βροχοπτώσεων κατά 25%, αύξηση της ετήσιας εξάτμισης κατά 15% και άνοδος της κατανάλωσης κατά περίπου 6%, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που καθιστά τη λειψυδρία όχι μια θεωρητική απειλή, αλλά μια πραγματικότητα που ήδη δοκιμάζει τα όρια του υδροδοτικού συστήματος της Αττικής.
Τα έργα που προτείνονται για να μην διψάσει η Αττική
Η εικόνα που σκιαγραφείται δείχνει ξεκάθαρα ότι η Αττική δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου. «Πρέπει να τρέξουμε» σχολίασαν πηγές στο energygame.gr, καθώς τα διαθέσιμα αποθέματα μειώνονται με ταχύ ρυθμό και η κλιματική κρίση καθιστά αβέβαιο το υδροδοτικό μέλλον της πρωτεύουσας. Για τον λόγο αυτό, μετά και από εισηγήσεις της ΕΥΔΑΠ έχουν διαμορφωθεί πακέτα παρεμβάσεων που κατηγοριοποιούνται σε βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες λύσεις, ώστε να καλυφθεί το σύνολο των αναγκών από το άμεσο παρόν μέχρι και την επόμενη δεκαετία.
Στο πρώτο στάδιο, με ορίζοντα έως δύο ετών, συγκεντρώνονται τα άμεσα έργα που μπορούν να αποδώσουν μετρήσιμα αποτελέσματα και να «αγοράσουν χρόνο» μέχρι να ενεργοποιηθούν οι μεγαλύτερες υποδομές. Σύμφωνα με πληροφορίες, στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνεται η λειτουργία των γεωτρήσεων στη Μαυροσουβάλα, που αναμένεται να προσφέρουν 32 εκατ. κυβικά μέτρα νερού σε ετήσια βάση, καθώς και η μείωση κατά 70% της πρώτης περιβαλλοντικής παροχής του ταμιευτήρα του Εύηνου, η οποία θα απελευθερώσει άλλα 22 εκατ. κυβικά μέτρα τον χρόνο για ύδρευση.
Σε αυτά προστίθεται η ενεργοποίηση γεωτρήσεων στον Ούγγρο και στην Ανατολική Υλίκη, με δυναμικό 50 εκατ. κυβικών μέτρων ετησίως, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης αξιοποίησης των υπόγειων αποθεμάτων του μέσου ρου του Βοιωτικού Κηφισού. Το συγκεκριμένο έργο, που περιλαμβάνει 17 γεωτρήσεις και τρία αντλιοστάσια, υπολογίζεται να ενισχύσει το σύστημα με ακόμη 45 εκατ. κυβικά μέτρα νερού κάθε χρόνο, υπό την προϋπόθεση ότι θα δοθούν οι απαραίτητες εγκρίσεις από το ΥΠΕΝ. Συνολικά, το πακέτο αυτό μπορεί να αποδώσει πάνω από 150 εκατ. κ.μ. ετησίως, ποσότητα ικανή να μειώσει προσωρινά τις πιέσεις.
Στο δεύτερο στάδιο, μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα (2–4 ετών), εξετάζονται σενάρια που διευρύνουν τις δυνατότητες του υδροδοτικού συστήματος με νέες πηγές τροφοδοσίας. Σε αυτά εντάσσονται οι μονάδες αφαλάτωσης, είτε προσωρινές είτε μόνιμες, αλλά και οι λύσεις θαλάσσιας μεταφοράς νερού, οι οποίες μπορούν να καλύψουν ενδιάμεσες ανάγκες. Η ΕΥΔΑΠ, σε συνεργασία με μελετητικούς φορείς, αξιολόγησε σειρά τοποθεσιών στον Κορινθιακό κόλπο. Στις μεσοπρόθεσμες εναλλακτικές περιλαμβάνεται και η προοπτική κατασκευής πλωτής αφαλάτωσης, που θα λειτουργήσει ως προσωρινή γέφυρα μέχρι να προχωρήσουν τα μεγαλύτερα έργα, καθώς και η πιθανότητα σύνδεσης με το κανάλι Εύηνου–Μόρνου για τη διοχέτευση πρόσθετων ποσοτήτων.
Στο πακέτο των μεσοπρόθεσμων μέτρων που εξετάζουν η κυβέρνηση και η ΕΥΔΑΠ περιλαμβάνεται και η αξιοποίηση υδάτινων πόρων από την ευρύτερη περιοχή της Κωπαΐδας. Η λύση αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει την υδροδότηση της Αττικής, χωρίς να μειωθούν οι ποσότητες που σήμερα κατευθύνονται για άρδευση αγροτικών εκτάσεων. Για να προχωρήσει, ωστόσο, απαιτείται συνεννόηση με τον αγροτικό κόσμο της περιοχής και η αναζήτηση τρόπων βελτιωμένης διαχείρισης του νερού για άρδευση, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει σε οργανωμένο επίπεδο από την πλευρά των αρμόδιων φορέων.
Το τρίτο στάδιο, με χρονικό ορίζοντα 4–8 ετών, αφορά τη μετάβαση σε μια «νέα κανονικότητα» για το υδροδοτικό σύστημα της Αττικής. Εκεί εντάσσονται τα μεγάλα έργα ενίσχυσης του συστήματος Εύηνου–Μόρνου, που θα επιτρέψουν μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση των ταμιευτήρων, αλλά και η πλήρης αξιοποίηση της επαναχρησιμοποίησης υδάτων από την Ψυττάλεια. Η αναβάθμιση της εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων θα επιτρέψει την παραγωγή έως και 300 εκατ. κυβικών μέτρων καθαρού νερού, που μπορεί να κατευθυνθεί σε βιομηχανική χρήση, άρδευση ή εμπλουτισμό υπόγειων υδροφορέων, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μείωση της πίεσης στο υφιστάμενο δίκτυο.
Γιατί τα Κρεμαστά αλλάζουν το παιχνίδι
Τα Κρεμαστά συγκαταλέγονται στις μακροπρόθεσμες λύσεις και εμφανίζονται ως το έργο που θα «ηρεμήσει» το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας για τον επόμενο μισό αιώνα, καθώς η λίμνη έχει πενταπλάσια χωρητικότητα από όλους τους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ μαζί και δέχεται ετήσιες εισροές δεκαπλάσιες από τις ανάγκες της πρωτεύουσας. Το σχέδιο όπως είναι γνωστό αφορά την επέκταση του εξωτερικού υδροδοτικού δικτύου της Αθήνας μέχρι τη λίμνη των Κρεμαστών σε δύο φάσεις, με έργα συνολικού προϋπολογισμού κοντά στα 550 εκατ. ευρώ. «Με δύο σήραγγες 14 και 6 χλμ. το έργο μπορεί να ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια, προσφέροντας για δεκαετίες μια σταθερή, οικονομική και περιβαλλοντικά ασφαλή λύση», λένε αρμόδιοι.
Τα νούμερα μέσα από σενάρια και προβλέψεις δείχνουν πόσο καθοριστική είναι η συμβολή των Κρεμαστών λένε αρμόδιοι στο energygame.gr. Στο βασικό σενάριο, χωρίς την προσθήκη νέων έργων, τα αποθέματα της Αττικής υποχωρούν ραγδαία: στις 30 Σεπτεμβρίου 2025 καταγράφονται μόλις 480 εκατ. κ.μ., με ετήσιο έλλειμμα 258 εκατ. κ.μ., ενώ η πρόβλεψη για το υδροδοτικό έτος 2025–2026 οδηγεί σε αρνητικό ισοζύγιο της τάξης των –209 εκατ. κ.μ.. Την επόμενη χρονιά, στις 30 Σεπτεμβρίου 2026, η κατάσταση βελτιώνεται ελαφρά αλλά παραμένει οριακή, με έλλειμμα περίπου –91 εκατ. κ.μ. για το διάστημα 2026–2027.
Η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων -οι γεωτρήσεις στη Μαυροσουβάλα, η αξιοποίηση του Εύηνου, οι γεωτρήσεις στον Ούγγρο και στον Βοιωτικό Κηφισό- περιορίζει μεν το έλλειμμα, ωστόσο δεν το εξαφανίζει. Το «άλμα» φαίνεται καθαρά όταν προστεθεί στο ισοζύγιο το έργο των Κρεμαστών, που μπορεί να αποδώσει έως 250 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως, μετατρέποντας το αρνητικό ισοζύγιο σε θετικό.
Συνεπώς, αντί για ελλείμματα, η Αττική θα μπορεί να εμφανίζει πλεονάσματα που διασφαλίζουν την επάρκεια υδροδότησης τουλάχιστον μέχρι το 2027 και πολύ πέρα από αυτό. Με εισροές 3,4 δισ. κ.μ. ετησίως στα Κρεμαστά -όταν οι ανάγκες της Αθήνας φτάνουν τα 400 εκατ. κ.μ. -το έργο αυτό αποτελεί τη μόνη πραγματική στρατηγική λύση για την ασφάλεια του υδροδοτικού συστήματος, με προοπτική πενήντα ετών και κόστος πολύ χαμηλότερο από οποιαδήποτε αφαλάτωση.
Πάντως, πέρα από τα μεγάλα έργα που συζητούνται, άνθρωποι με γνώση του θέματος επιμένουν πως μια εκστρατεία εθελοντικής μείωσης της κατανάλωσης θα μπορούσε να φέρει άμεσα αποτελέσματα. Όπως εκτιμούν στελέχη του ΥΠΕΝ, μια τέτοια προσπάθεια θα περιόριζε τη χρήση κατά περίπου 7%, ένα ποσοστό που μπορεί να μην ακούγεται εντυπωσιακό, αλλά γίνεται κρίσιμο όταν τα αποθέματα λιγοστεύουν. Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η εμπειρία της δεκαετίας του ’90, όταν με νομοθετική ρύθμιση και υποχρεωτικά μέτρα εξοικονόμησης, η κατανάλωση είχε πέσει σχεδόν κατά ένα τέταρτο. Κι όμως, σήμερα, ενώ η Αθήνα βλέπει τα αποθέματά της να επαρκούν μόλις για δύο χρόνια, δεν έχει ενεργοποιηθεί ούτε εθελοντική καμπάνια, ούτε κάποιο δεσμευτικό μέτρο. Τα ποσοστά αυτά, το 7% και το 25%, δεν είναι απλοί αριθμοί· θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά σε μια πόλη που βρίσκεται ήδη με την πλάτη στον τοίχο και την λειψυδρία να έχει μπει πλέον σε νησιωτικές, τουριστικές αλλά και ηπειρωτικές περιοχές εδώ και χρόνια.
Διαβάστε ακόμη