Η εικόνα στα γαλλικά ρεύματα συλλογής μεταχειρισμένων ρούχων μοιάζει με «βουνά» που δεν τελειώνουν: τόνοι υφασμάτινων αποβλήτων στοιβάχθηκαν ακόμη και σε χώρο στάθμευσης καταστήματος Decathlon, σε αιφνίδια δράση της Le Relais στις 15 Ιουλίου στο Ουντμόν (Meurthe-et-Moselle), προκειμένου να καταδείξει την κρισιμότητα της κατάστασης. Την ώρα που οι ποσότητες προς συλλογή αυξάνονται, η ποιότητα των ρούχων που φτάνουν στους κάδους πέφτει, πιέζοντας έως ασφυξίας τον κλάδο της διαλογής και ανακύκλωσης, ο οποίος «δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί» και βιώνει «τη χειρότερη κρίση στην ιστορία του», όπως περιγράφει ο πρόεδρος της Le Relais, Εμανουέλ Πιλόι.
Στον πυρήνα της χρηματοδότησης βρίσκεται ο μηχανισμός «ο ρυπαίνων πληρώνει». Για κάθε προϊόν που πωλείται εισπράττεται εισφορά, την οποία αποδίδει στον κλάδο ο εγκεκριμένος από το 2008 οργανισμός Refashion. Η Le Relais ζητούσε 304 ευρώ ανά τόνο διαχωρισμένων ρούχων· οι ενισχύσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ανεβάζουν την αποζημίωση στα 223 ευρώ από τις 15 Αυγούστου και στα 228 ευρώ το 2026, από 156 ευρώ ως τώρα. Η αναπροσαρμογή «δίνει χρόνο», χωρίς να λύνει το βασικό πρόβλημα, ενώ μικρότεροι παίκτες, όπως η La Tresse (Ντορντόν) και η Abi29 (Φινιστέρ), ήδη έκλεισαν.
Για χρόνια, ο κλάδος στηριζόταν σε δύο ροές εσόδων: την πώληση ποιοτικότερων τεμαχίων σε καταστήματα αλληλεγγύης (Emmaüs κ.ά.) και τη χονδρική εξαγωγή ρούχων «σε καλή κατάσταση», κυρίως στην Αφρική. Και οι δύο αγορές στερεύουν ταυτόχρονα. Η άνθηση των πλατφορμών μεταπώλησης, όπως το Vinted, κάνει τους καταναλωτές να δίνουν στους κάδους ό,τι δεν κατάφεραν να πουλήσουν, αφήνοντας στους διαλογείς πιο φθαρμένα είδη, δύσκολα εμπορεύσιμα εντός ή εκτός συνόρων. Ταυτόχρονα, η έκρηξη της «ultra-fast fashion» (Shein, Temu) οδηγεί σε υπερκατανάλωση χαμηλής τιμής και ποιότητας, με τα κομμάτια να γεμίζουν γρήγορα τους κάδους ή να καταλήγουν απευθείας στα σκουπίδια.
Οι όγκοι κατανάλωσης καταγράφουν νέα υψηλά. Οι Γάλλοι δεν είχαν ποτέ ξανά αγοράσει τόσα έτοιμα ενδύματα: 3,5 δισ. τεμάχια συνολικά, εκ των οποίων 2,9 δισ. ήταν ρούχα, 259 εκατ. ζευγάρια παπούτσια και το υπόλοιπο λευκά είδη — με ό,τι αυτό προοικονομεί για τα μελλοντικά απόβλητα. Πέρυσι συλλέχθηκαν 289.394 τόνοι μεταχειρισμένων υφασμάτων. Μετά τη διαλογή, το 56% πουλήθηκε κυρίως στο εξωτερικό «ανά τόνο», το 34% ανακυκλώθηκε (σε πανιά, μονωτικά, υλικά για καθίσματα αυτοκινήτων), το 8% μετατράπηκε σε στερεό καύσιμο αποβλήτων (CSR) και τα υπόλοιπα αποτέθηκαν προς αποτέφρωση. Η ίδια η γενική διευθύντρια του Refashion, Μοντ Χάρντι, παραδέχεται ότι η εξαγωγική αγορά «φτάνει στα όριά της» και «δεν θα υπάρξει επιστροφή» στην προηγούμενη κανονικότητα.
Στο ρυθμιστικό μέτωπο, στα τέλη Ιουνίου ξεκίνησε διαβούλευση για την αναθεώρηση του πλαισίου του κλάδου, με στόχο την ολοκλήρωσή της μέχρι το τέλος του καλοκαιριού και την εφαρμογή νέων προδιαγραφών στις αρχές του 2026. «Πρέπει να δομήσουμε και να μαζικοποιήσουμε τις ροές υλικών και να υποστηρίξουμε τις επενδύσεις σε βιομηχανικά εργαλεία», σημειώνει η υπουργός Οικολογικής Μετάβασης Ανιές Πανιέρ-Ρυνασέρ· «η Γαλλία πρέπει να γίνει κυρίαρχη στη διαχείριση των αποβλήτων υφασμάτων και υποδημάτων της», προσθέτει η Μοντ Χάρντι, ζητώντας τη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων για τη δημιουργία νέου βιομηχανικού ιστού.
Στις βιομηχανικές λύσεις, ξεχωρίζει η ανακοίνωση της αμερικανικής Circ στη σύνοδο «Choose France»: επένδυση 450 εκατ. ευρώ στο Saint-Avold (Moselle) για το «πρώτο εργοστάσιο στον κόσμο» με ικανότητα ανακύκλωσης πολυβαμβακερών υφασμάτων μεγάλης κλίμακας. Η λειτουργία του, ωστόσο, δεν αναμένεται πριν από το 2028. Η σημασία είναι προφανής: σήμερα, λιγότερο από 1% των ρούχων παγκοσμίως κατασκευάζεται από παλιά ρούχα, ενώ τα περισσότερα «ανακυκλωμένα» ενδύματα είναι πολυεστέρας από φιάλες PET.
Για την Τζούλια Φορ, ιδρύτρια της Loom και συμπρόεδρος του Mouvement Impact France, «το επιχειρηματικό μοντέλο της ανακύκλωσης δεν είναι πλέον βιώσιμο χωρίς μεγαλύτερη συμβολή από τις μάρκες, ιδίως της fast fashion». Η ίδια ζητά «πριν απ’ όλα» να «κλείσει η στρόφιγγα» που πλημμυρίζει την αγορά με δισεκατομμύρια φθηνά ρούχα.
Στο έδαφος της Λωραίνης, το εργοστάσιο της Le Relais στο Allain, λίγα χιλιόμετρα από τη Νανσύ, αποτυπώνει την ένταση της καθημερινότητας: περίπου εξήντα εργαζόμενοι παραλαμβάνουν, ανοίγουν, επιθεωρούν και διαλέγουν ρούχα, παπούτσια και λευκά είδη που καταφθάνουν από 850 λευκούς κάδους των νομών Meurthe-et-Moselle, Meuse, Moselle και Vosges. Κάθε μέρα, 17 τόνοι περνούν από τα χέρια τους, πρώτα από το στάδιο του «ανοίγματος» των σάκων και έπειτα στη γραμμή όπου τα υλικά χωρίζονται σε μαλλί, φλις, δέρμα κ.ά., με αδιάκοπο ρυθμό. Στις στοίβες ξεχωρίζουν άλλοτε μια κίτρινη φούστα Zara «σαν καινούργια», άλλοτε vintage υφάσματα· η «δουλειά μυρμηγκιών» όμως φέρνει και δυσάρεστες εκπλήξεις, από τρόφιμα μέχρι νεκρά ζώα, χωρίς —όπως διαβεβαιώνεται— προβλήματα με παράσιτα όπως κοριοί.
Η πίεση κορυφώθηκε τον Ιούλιο: η Le Relais πέταξε τόνους υφασμάτων έξω από καταστήματα (Decathlon, Kiabi) και για λίγες ημέρες «πάγωσε» τη συλλογή από τους κάδους, καταγγέλλοντας την ανεπαρκή εισφορά του Refashion. Η κινητοποίηση οδήγησε στην αναπροσαρμογή στα 223 ευρώ/τόνο από τις 15 Αυγούστου, με τους εργαζομένους να τρέχουν τώρα για να καλύψουν το χαμένο έδαφος.
Στην αποθήκη των 4.000 τ.μ., η αλυσίδα δεν σταματά: ελεγχοι φερμουάρ και κουμπιών, εποχική ταξινόμηση, γρήγορη συσκευασία και μεταφορά. Πρόκειται για πρόγραμμα ένταξης· «6 στους 10» βρίσκουν μόνιμη δουλειά μετά, αναφέρει ο υπεύθυνος του χώρου Κριστόφ Φεράρι. Δίπλα, δύο εργαζόμενοι δένουν με πρέσες δέματα 43 κιλών —περισσότερα από 500 την ημέρα— που φεύγουν για εξαγωγή ή ανακύκλωση. Το 35% των διαλεγμένων ρούχων κατευθύνεται στην παραγωγή του μονωτικού Métisse της Le Relais, περίπου το 7% περνά στα καταστήματα Ding Fring, ενώ «το υπόλοιπο» εξάγεται στην Αφρική ή την Ανατολική Ευρώπη. 
Οι ποσότητες αυξάνονται και στο λιανικό σκέλος. Το κατάστημα Ding Fring στο Dommartin-lès-Toul πουλά περίπου 80 τόνους τον χρόνο και αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο του κύκλου εργασιών της Le Relais Lorraine, ενώ ανοίγει και δεύτερο κατάστημα στο Laxou για να απορροφήσει περισσότερα τεμάχια. Το 2024, η Le Relais στη Λωραίνη συνέλεξε 3.000 τόνους, 20% περισσότερους από την προηγούμενη χρονιά. Στα ράφια, οι τιμές μένουν «λογικές»: δερμάτινα μπουφάν γύρω στα 40 ευρώ, γραβάτες καινούργιες στα 4,50 ευρώ (από 15,10 ευρώ αρχική). Η διατήρηση προσιτών τιμών, ωστόσο, περνά από νέα αύξηση αποζημιώσεων —ο στόχος είναι κάποια στιγμή να ξεπεράσουν τα 300 ευρώ/τόνο—, την ώρα που οι μισθοί, ήδη στον κατώτατο, δεν έχουν δει επίδομα διετίας. Παράλληλα, σχεδιάζεται ιστοσελίδα μεταχειρισμένων για τις μονάδες του νοτιοδυτικού δικτύου.
Η γεωγραφία των αγορών για τη χονδρική παραμένει υπό πίεση: Τόγκο, Μαδαγασκάρη, Μάλι, Κένυα, Μπουρκίνα εξακολουθούν να εισάγουν «ανά τόνο», όμως στρέφονται προς ασιατικές προμηθεύτριες με χαμηλότερες τιμές και, ολοένα συχνότερα, προς αγορά καινούργιων φθηνών ρούχων. Καθώς το παράθυρο αυτό στενεύει, ο κλάδος ζητά σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο, επενδύσεις σε εργαλεία μεγάλης κλίμακας και υψηλότερες εισφορές για να αντέξει τους όγκους που ήδη καταφθάνουν.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από την εικόνα της Γαλλίας είναι καθαρό: οι ποσότητες αυξάνονται, οι διεξόδοι λιγοστεύουν και η μετάβαση από την «απορρόφηση» σε μια βιομηχανία πραγματικής ανακύκλωσης απαιτεί χρόνο, κεφάλαια και κανόνες — με ορίζοντα νέων προδιαγραφών στις αρχές του 2026 και πρώτων μεγάλων μονάδων, όπως της Circ, όχι πριν από το 2028. Μέχρι τότε, οι γραμμές διαλογής θα συνεχίσουν να σηκώνουν τους τόνους της καθημερινότητας, προσπαθώντας να δώσουν «δεύτερη ζωή» σε όσο το δυνατόν περισσότερα τεμάχια.