Τις ενστάσεις τους κατέθεσαν Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ένωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης – Αποχέτευσης και ΕΥΔΑΠ στη δημόσια διαβούλευση της ΡΑΑΕΥ για το προσχέδιο του «Εγχειριδίου Οδηγιών» που θα καθορίσει πώς συντάσσεται ο φάκελος διαχειριστικής επάρκειας των παρόχων υπηρεσιών ύδατος. Οι τρεις φορείς φαίνεται να ακολουθούν μία κοινή γραμμή: θέλουν ένα εγχειρίδιο σαφές, συγκρίσιμο και λειτουργικό, που να αποτυπώνει την πραγματική εικόνα της επάρκειας των φορέων, χωρίς περιττό διοικητικό βάρος και χωρίς την έμμεση εισαγωγή νέων κριτηρίων πέραν όσων προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο. Ωστόσο, στο τραπέζι φέρνουν διαφορετικά «όπλα» και προτεραιότητες: το ΥΠΕΝ επικεντρώνεται στην απόλυτη ευθυγράμμιση με τα θεσπισμένα οκτώ κριτήρια και στην αφαίρεση κάθε πρόσθετου δείκτη, η ΕΔΕΥΑ αναδεικνύει ζητήματα εφαρμογής στην καθημερινή λειτουργία των ΔΕΥΑ – από τη στελέχωση και τη μείωση της γραφειοκρατίας έως την τυποποίηση υποβολών – ενώ η ΕΥΔΑΠ περιορίζεται σε στοχευμένες τεχνικές διευκρινίσεις που αφορούν ειδικά τον δικό της επιχειρησιακό σχεδιασμό.

Η θέση του ΥΠΕΝ: Σαφήνεια, οκτώ κριτήρια και χωρίς “νέες” μετρήσεις

Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας βάζει εξαρχής έναν αδιαπραγμάτευτο κανόνα: ο φάκελος πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στα οκτώ κριτήρια που έχουν ήδη θεσπιστεί και εφαρμόζονται, χωρίς την προσθήκη νέων δεικτών ή απαιτήσεων που δεν προβλέπονται στο υφιστάμενο πλαίσιο. Ο ρόλος του εγχειριδίου, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, είναι καθαρά εφαρμοστικός – να εξηγεί πώς εφαρμόζονται οι κανόνες, όχι να τους αλλάζει ή να τους επεκτείνει.

Στο προσχέδιο εντοπίζει την εισαγωγή επτά νέων δεικτών – από τον αριθμό υπαλλήλων ανά 1.000 υδρόμετρα μέχρι χρηματοοικονομικούς δείκτες όπως η δανειακή εξάρτηση και η εξυπηρέτηση χρέους – οι οποίοι, κατά το ΥΠΕΝ, δεν έχουν θεσπιστεί και άρα δεν μπορεί να ζητούνται. Την ίδια στιγμή, διαπιστώνει δύο σημαντικές ελλείψεις: την εκτίμηση κινδύνου στη λεκάνη απορροής σημείου υδροληψίας και τη νόμιμη διαχείριση λυματολάσπης, στοιχεία που θεωρεί ότι πρέπει να προστεθούν στον φάκελο.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στο «υδατικό ισοζύγιο». Το προσχέδιο ζητά αναλυτική καταγραφή ανά υδροδοτικό σύστημα και μεθοδολογία IWA με επιμέρους υπολογισμούς και βαθμούς αξιοπιστίας, κάτι που το ΥΠΕΝ απορρίπτει ως υπερβολικό και μη εναρμονισμένο με τον επίσημο Μηχανισμό Παρακολούθησης Υπηρεσιών Ύδατος, ο οποίος υπολογίζει το ισοζύγιο σε επίπεδο παρόχου με ομοιογενή, αυτοματοποιημένα στοιχεία. Στο ίδιο πνεύμα, θεωρεί ότι η απαίτηση διαχωρισμού φαινομένων και πραγματικών απωλειών ανά σύστημα ή η υποχρεωτική χρήση του δείκτη ILI δεν έχουν ακόμη τη θεσμική βάση για να συμπεριληφθούν.

Στο κομμάτι των λυμάτων, κρίνει υπερβολική την απαίτηση για «ισοζύγιο μάζας» με λεπτομερείς πίνακες για κάθε στάδιο επεξεργασίας και διαφορετικές ροές, όπως και την υποχρεωτική δήλωση συμμόρφωσης εκροής και ενεργειακής κατανάλωσης ΕΕΛ. Στο οικονομικό σκέλος, απορρίπτει νέους δείκτες που δεν έχουν προβλεφθεί και επαναφέρει το περιβαλλοντικό τέλος στην ουσία του: απόδειξη ανάκτησης και σωστής κατανομής μέσω διοικητικών αποφάσεων, χωρίς σύνδεση με την τιμολογιακή πολιτική.

Η παρέμβαση της ΕΔΕΥΑ: Από τη στελέχωση στην τυποποίηση των υποβολών

Η Ένωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης – Αποχέτευσης ευθυγραμμίζεται με το ΥΠΕΝ στην ανάγκη να αφαιρεθούν οι νέοι δείκτες και να προστεθούν τα δύο κρίσιμα κριτήρια που λείπουν, αλλά επεκτείνει την παρέμβασή της σε ζητήματα καθημερινής λειτουργίας των ΔΕΥΑ. Ζητά να οριστεί με σαφήνεια τι σημαίνει «επαρκής στελέχωση» και να θεσπιστεί ελάχιστο επίπεδο, υπογραμμίζοντας ότι το προσωπικό ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να μετράται το ίδιο με το μόνιμο επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό. Θέτει θέμα συχνότητας υποβολής αποδεικτικών στοιχείων, προτείνοντας ετήσια κατάθεση μόνο για όσα δεδομένα μεταβάλλονται ουσιαστικά, και όχι για στοιχεία στατικά, ώστε να περιοριστεί η γραφειοκρατία.

Προτείνει επίσης η ΡΑΑΕΥ να θεσπίσει ενιαία πρότυπα υποβολής για πεδία όπως το υδατικό ισοζύγιο, η παρακολούθηση ποιότητας πόσιμου νερού και το ισοζύγιο μάζας λυμάτων, ώστε όλοι οι πάροχοι να χρησιμοποιούν την ίδια μεθοδολογία και να διευκολύνονται οι συγκρίσεις. Διορθώνει τεχνικές ασυνέπειες, όπως ο ορισμός της «εισερχόμενης ποσότητας νερού» σύμφωνα με την IWA, και ζητά οι παραβάσεις που λαμβάνονται υπόψη να είναι μόνο «σημαντικής» και «πολύ σημαντικής» σοβαρότητας. Στο περιβαλλοντικό τέλος, συμφωνεί με το ΥΠΕΝ ότι η τιμολογιακή πολιτική δεν αποτελεί κατάλληλο αποδεικτικό και ότι ο έλεγχος πρέπει να βασίζεται σε διοικητικά έγγραφα που αποτυπώνουν την πραγματική απόδοση του μέτρου.

ΕΥΔΑΠ: Λιγότερες αλλά στοχευμένες παρατηρήσεις

Η ΕΥΔΑΠ δεν καταθέτει εκτενή λίστα σχολίων, αλλά επικεντρώνεται σε τρία λειτουργικά ζητήματα που θεωρεί κρίσιμα. Πρώτον, επισημαίνει ότι δεν είναι εφικτός στην πράξη ο πλήρης διαχωρισμός εμπορικής ή τουριστικής χρήσης από την οικιακή, καθώς οι κατηγορίες αυτές συχνά αλληλεπικαλύπτονται. Δεύτερον, ζητά να διευκρινιστεί αν η Έκθεση Ανθρακικού Αποτυπώματος που προβλέπεται στο προσχέδιο είναι υποχρεωτική για όλα τα πεδία μέτρησης (Scopes 1, 2 και 3). Τρίτον, θέτει ερωτήματα για τον τρόπο υπολογισμού του δείκτη ανάκτησης κόστους, και ειδικότερα για το αν περιλαμβάνονται το Περιβαλλοντικό Κόστος και το Κόστος Πόρου, καθώς και σε ποιο σημείο του τύπου πρέπει να τοποθετούνται αν τελικά υπολογίζονται.

Παρά τις διαφορετικές εστιάσεις, και οι τρεις φορείς συμφωνούν σε βασικές αρχές: ανάγκη για σαφήνεια, αποφυγή εισαγωγής μη θεσπισμένων δεικτών και διατήρηση του φακέλου σε πλαίσιο που αντικατοπτρίζει την πραγματική επάρκεια των παρόχων χωρίς περιττές απαιτήσεις. ΥΠΕΝ και ΕΔΕΥΑ μοιράζονται την άποψη ότι πρέπει να προστεθούν τα δύο κρίσιμα κριτήρια που λείπουν και να αφαιρεθεί η τιμολογιακή πολιτική από το σκέλος του περιβαλλοντικού τέλους. Η ΕΔΕΥΑ προσθέτει λειτουργικές και οργανωτικές προτάσεις για να γίνει η διαδικασία πιο ρεαλιστική, ενώ η ΕΥΔΑΠ παραμένει επικεντρωμένη σε συγκεκριμένα τεχνικά και μεθοδολογικά ζητήματα.

Το αποτέλεσμα της διαβούλευσης θα κρίνει αν το τελικό εγχειρίδιο θα ισορροπήσει ανάμεσα στην αυστηρή θεσμική συμμόρφωση και την πρακτική εφαρμογή, δημιουργώντας έναν φάκελο διαχειριστικής επάρκειας που να εξυπηρετεί τόσο την εποπτεία όσο και τους ίδιους τους παρόχους.

Διαβάστε ακόμη